Οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί καφέ
Το κίνημα των Zαπατίστας
Η Τσιάπας είναι η νοτιότερη και μια από τις φτωχότερες πολιτείες του Μεξικού. Από τους 4 εκατ. κατοίκους της, το ένα τρίτο περίπου είναι ιθαγενείς. Απόγονοι των Μάγιας και των Ολμέκων, πολιτισμών με ιστορία χιλιάδων χρόνων στην Κεντρική Αμερική, οι αυτόχθονες της Τσιάπας έζησαν και άντεξαν εδώ και πέντε περίπου αιώνες τη συστηματική γενοκτονία στην αρχή, την εκμετάλλευση και τον απάνθρωπο ρατσισμό στη συνέχεια. Το τέλος της αποικιοκρατίας στο Μεξικό, στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν αφορούσε αυτούς: παρέμειναν «παρίες» του μεξικανικού κράτους, άνθρωποι χωρίς δικαιώματα και στοιχειώδεις υποδομές, ξεχασμένοι και αόρατοι.
Την πραγματικότητα αυτή, όμως, δεν την υπέμειναν στωικά: η ιστορία της περιοχής είναι πλούσια σε εξεγέρσεις. Την 1η Ιανουαρίου 1994, ύστερα από 10 χρόνια σιωπηλής προετοιμασίας, χιλιάδες ένοπλοι ιθαγενείς, οργανωμένοι στον Ζαπατιστικό Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης (EZLN), κατέλαβαν τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της πολιτείας φωνάζοντας «Φτάνει πια!» και απαιτώντας «Δημοκρατία, Ελευθερία και Δικαιοσύνη», όχι μόνο για αυτούς αλλά και για όλους τους Μεξικανούς.
Η εξέγερση αυτή κατεστάλη από το μεξικάνικο στρατό, όχι όμως ολοκληρωτικά. Παρόλο που σε στρατιωτικό επίπεδο οι Ζαπατίστας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην ενδοχώρα, η ισχυρή αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και παγκόσμια ανάγκασε το κράτος να υπογράψει εκεχειρία μαζί τους. Βάζοντας τα τουφέκια σε δεύτερη μοίρα, οι Ζαπατίστας χρησιμοποιούν από τότε ένα άλλο όπλο, ακόμη πιο ισχυρό: το λόγο τους, που έχει εμπνεύσει τα κινήματα όλου του πλανήτη και πολλοί ισχυρίζονται ότι αποτέλεσε την αφετηρία του κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παράλληλα, οικοδομούν στις περιοχές που ελέγχουν το δικό τους κόσμο: με αυτόνομη διακυβέρνηση («κυβερνάμε υπακούοντας»), αυτόνομα συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και δικαιοσύνης, αλλά και προσπαθώντας να στήσουν αυτόνομες παραγωγικές και οικονομικές δομές.
Η οικονομική σημασία του καφέ
Το Μεξικό είναι μεταξύ των σημαντικότερων χωρών στην παραγωγή καφέ (κατέχει την 7η θέση παγκοσμίως). Οι κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες στην Τσιάπας, που ευνοούν την καλλιέργεια του φυτού, έχουν καταστήσει την πολιτεία τη μεγαλύτερη καφεπαραγωγό περιοχή της χώρας, με την τοπική παραγωγή να ξεπερνά το 25% επί του εθνικού συνόλου, ενώ από άποψη ποιότητας ο καφές της Τσιάπας θεωρείται από τους καλύτερους στον κόσμο.
Ο καφές έχει τεράστια αξία ως εμπόρευμα: με ετήσιο οικονομικό κύκλο άνω των 70 δις δολαρίων, κατέχει τη δεύτερη θέση, πίσω μόνο από το πετρέλαιο, στην παγκόσμια αγορά πρώτων υλών. Περίπου 25 εκατ. μικροπαραγωγοί παγκοσμίως ζουν από την καλλιέργειά του, ενώ αν συνυπολογιστούν οι οικογένειές τους και οι περιφερειακές θέσεις εργασίας (συγκομιδή, επεξεργασία, εμπορία), είναι εκατοντάδες εκατομμύρια οι άνθρωποι που εξαρτώνται οικονομικά από τον καρπό αυτόν.
Τα οφέλη του «καφέ χρυσού», όμως, δεν κατανέμονται καθόλου ισότιμα σε όσους εμπλέκονται στον οικονομικό του κύκλο. Από τον τεράστιο τζίρο που αποφέρει το προϊόν, μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι, περίπου 2%, εισπράττεται από τους παραγωγούς: σχεδόν το σύνολο πηγαίνει στους διάφορους μεσάζοντες εμπορίας και επεξεργασίας του καφέ, κυρίως στις μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν την αγορά. Αν και η ανισοτιμία αυτή ίσχυε ιστορικά, τα τελευταία 25 χρόνια έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Ακολουθώντας το νεοφιλελεύθερο ρεύμα της εποχής, το 1989 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Καφέ εγκατέλειψε τις προστατευτικές ρυθμίσεις για την τιμή του. Παράλληλα, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ παρείχαν γενναιόδωρα δάνεια για την ανάπτυξη της καλλιέργειας καφέ σε χώρες που μέχρι τότε δεν παρήγαν (όπως το Βιετνάμ), με αποτέλεσμα την υπερπροσφορά του προϊόντος. Οι τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια κατέρρευσαν και έκτοτε, παρά τις παροδικές αναλαμπές, κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Η μέση τιμή του καφέ arabica στο χρηματιστήριο πρώτων υλών της Ν. Υόρκης ήταν για την περίοδο 1976-1989 στα 3,30 δολάρια το κιλό. Για την περίοδο 1990-2005 ήταν στα 2,20 δολάρια το κιλό. Αν συνυπολογιστεί και η απώλεια της αξίας του δολαρίου λόγω του πληθωρισμού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι παραγωγοί είδαν την αξία του προϊόντος τους να πέφτει κάτω από το μισό.
Αυτή η λεγόμενη «κρίση του καφέ», πάντως, δεν επηρέασε τις εταιρείες εμπορίας και διακίνησης. Την ίδια περίοδο οι μεγάλες πολυεθνικές του καφέ γνώρισαν σημαντική αύξηση κερδών: η μείωση της τιμής της πρώτης ύλης δεν μεταφέρθηκε στους καταναλωτές αλλά στους μετόχους τους. Από την άλλη, οι μικροκαλλιεργητές ήρθαν αντιμέτωποι με μια πραγματική καταστροφή, ιδιαίτερα στην Κεντρική Αμερική. Καθώς το εισόδημά τους δεν επαρκούσε πια ούτε για να καλύψει το κόστος παραγωγής, εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στις ΗΠΑ. Χιλιάδες «εξαφανίστηκαν», προσπαθώντας να περάσουν τη νεκρή ζώνη των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού. Επιπλέον, όμως, η πτώση της τιμής επέδρασε αλυσιδωτά σε ολόκληρη την οικονομική ζωή των χωρών της περιοχής, που αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από τις εξαγωγές του προϊόντος.
Ο ιθαγενικός πληθυσμός της Τσιάπας χτυπήθηκε ακόμη πιο άγρια από την κρίση. Αποκλεισμένοι από την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα της περιοχής, η καλλιέργεια του καφέ (ή τα μεροκάματα στη συγκομιδή του σε άλλες φυτείες) ήταν στην ουσία το μόνο τους εισόδημα. Στην περιοχή αυτή, οι μεσάζοντες (τα λεγόμενα «τσακάλια») το 1993 έφτασαν να πληρώνουν μέχρι και 8 πέσος (60 λεπτά του ευρώ) για ένα κιλό καφέ, τη στιγμή που η τιμή μεταπώλησής του στην Ευρώπη ξεπερνούσε τα 10 ευρώ. Είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι η οργή για την κατάρρευση της τιμής του καφέ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους ιθαγενείς της Τσιάπας. Όσοι δεν παράτησαν τις φυτείες τους και τις οικογένειές τους για να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, άρχισαν να εισρέουν μαζικά στο ζαπατιστικό στρατό και την 1η Γενάρη του 1994 ύψωσαν τα όπλα για να ακουστεί επιτέλους ο λόγος τους και να φανεί το πρόσωπό τους.
Η οργάνωση των ζαπατιστικών συνεταιρισμών
Μετά την εξέγερση και καθώς τα αιτήματα των εξεγερμένων ιθαγενών για αναγνώριση της κουλτούρας και των συλλογικών πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων τους δεν ικανοποιούνταν από τη μεξικανική κυβέρνηση, ο αγώνας τους άρχισε να εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο: της οικοδόμησης της αυτονομίας τους απέναντι στο μεξικανικό κράτος.
Στο κίνημα συμμετείχαν χιλιάδες ιθαγενείς παραγωγοί καφέ με προηγούμενες εμπειρίες συμμετοχής σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι δεν περιορίζονταν μόνο στην αναζήτηση οικονομικών διεξόδων για τα μέλη τους. Ως αποτέλεσμα των εμπειριών αυτών και των νέων σχέσεων που εξαρχής καλλιέργησε ο ζαπατιστικός στρατός με το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης, δεν άργησε να πέσει στο τραπέζι η πρόταση ίδρυσης του πρώτου ζαπατιστικού συνεταιρισμού καφέ. Σκοπός των παραγωγών ήταν να εξασφαλίσουν έναν εναλλακτικό τρόπο διάθεσης και εξαγωγής του καφέ τους, ο οποίος θα τους επέτρεπε να αποφύγουν την καταστρεπτική εξάρτηση από τα «τσακάλια» και την απρόβλεπτη παγκόσμια αγορά. Στο κάλεσμά τους για τη διαμόρφωση μιας «άλλης» αγοράς καφέ με πιο αξιοπρεπείς όρους για τους παραγωγούς, ανταποκρίθηκαν γρήγορα μικρά καφεκοπτεία στις ΗΠΑ με συνεταιριστική δομή και προοδευτικό πολιτικό προσανατολισμό, αλλά και αλληλέγγυες συλλογικότητες και άνθρωποι που δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπορική εμπειρία.
Η πρώτη κοοπερατίβα καφέ με μέλη αποκλειστικά Ζαπατίστας ήταν η Mut Vitz («Το Βουνό των Πουλιών») στην περιοχή Σαν Χουάν δε λα Λιμπερτάδ των Λος Άλτος της Τσιάπας. Η Mut Vitz ιδρύθηκε το 1997 από 200 παραγωγούς καφέ, ενώ το 1999 έγινε η πρώτη πώληση και εξαγωγή 35 περίπου τόνων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο καφές πουλήθηκε στην τιμή που καθορίζουν οι οργανισμοί του «δίκαιου εμπορίου», η οποία εκείνη την εποχή ειδικά ήταν πολύ υψηλότερη από αυτήν της αγοράς. Έτσι, τα μέλη του συνεταιρισμού πληρώθηκαν μια σχετικά αξιοπρεπή τιμή, υπερδιπλάσια αυτής που έδιναν τα «τσακάλια».
Το πείραμα της Mut Vitz αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχές. Σε τρία μόνο χρόνια πενταπλασιάστηκε η ποσότητα εξαγωγής, ενώ τα μέλη της αυξήθηκαν σημαντικά καθώς όλο και περισσότεροι παραγωγοί Ζαπατίστας εντάχθηκαν σε αυτή. Με απόφαση όμως των παραγωγών, ο συνεταιρισμός επέλεξε να μη δεχτεί νέα μέλη μέχρις ότου όλοι οι παραγωγοί του ολοκληρώσουν το μεταβατικό στάδιο των τριών χρόνων για τη βιολογική πιστοποίηση του καφέ. Έτσι, δεν άργησε να ξεπηδήσει ένας νέος συνεταιρισμός στο Παντελό των Λος Άλτος, τον οποίο ίδρυσαν όσοι Ζαπατίστας δεν έγιναν άμεσα δεκτοί από τη Mut Vitz. Ονομάζεται Yachil Xojobal Chulchan («Το νέο φως του ουρανού») και τα ιδρυτικά μέλη του το 2001 ήταν 328 παραγωγοί. Το 2002 εξήγαγε το πρώτο κοντέινερ καφέ στην αλληλέγγυα «αγορά».
Σήμερα και οι δύο συνεταιρισμοί έχουν αυξήσει κατά πολύ την ποσότητα καφέ που εξάγουν, με φανερά τα αποτελέσματα τόσο στο βιοτικό επίπεδο των μελών τους όσο και στις συνθήκες ζωής στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, έχουν αρχίσει να επενδύουν μέρος των εσόδων τους σε εγκαταστάσεις υποδομής και προγράμματα εκπαίδευσης των παραγωγών.
Ο τρίτος ζαπατιστικός συνεταιρισμός καφέ που λειτουργεί στην Τσιάπας και εξάγει καφέ μέσω του αλληλέγγυου δικτύου διάθεσης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι ο Yochin Tayel Kinal («Αρχίζοντας να δουλεύουμε τη νέα γη») που έχει την έδρα του στο Αλταμιράνο και υπάγεται στο Συμβούλιο Καλής Διακυβέρνησης της Μορέλια. Την πρώτη εξαγωγή καφέ την έκανε το 2003 και αυτή τη στιγμή συμμετέχουν σε αυτόν συνολικά περίπου 1.300 παραγωγοί, 800 από τους οποίους προέρχονται από τη ζώνη του Ρομπέρτο Μπάρριος και το επόμενο έτος αναμένεται να οργανωθούν αυτόνομα σε έναν τέταρτο νέο συνεταιρισμό.
Οι συνεταιρισμοί έχουν ως ανώτατο όργανό τους τη Γενική Συνέλευση των παραγωγών, που συγκαλείται τουλάχιστον μία φορά ετησίως και κάθε τρία χρόνια εκλέγει το νέο Διοικητικό Συμβούλιο. Συνολικά εντάσσονται σε αυτούς περίπου 2.900 παραγωγοί, ενώ η ποσότητα που προβλέπεται να εξαγάγουν το 2006 ανέρχεται σε 408 τόνους, ποσότητα που αυξάνεται χρόνο με το χρόνο καθώς οργανώνεται καλύτερα το αλληλέγγυο δίκτυο διάθεσης στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Τα έσοδα που θα έχουν από την πώληση του καφέ υπολογίζονται στο 1.115.000 ευρώ.
Οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί παραγωγής καφέ είναι ίσως το πιο χειροπιαστό παράδειγμα ανάπτυξης εναλλακτικών και αυτόνομων οικονομικών δομών στην Τσιάπας. Καθιερώνουν ένα νέο μοντέλο εμπορικής και πολιτικής σχέσης μεταξύ Βορρά και Νότου, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής στους παραγωγούς καφέ και όχι μόνο. Οι συνεταιρισμοί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ζαπατιστικού κινήματος και ως εκ τούτου συνεργάζονται με τις πολιτικές δομές του κινήματος, τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, και σέβονται τις αποφάσεις τους, οι οποίες στοχεύουν στο ευρύτερο συμφέρον της ζαπατιστικής οργάνωσης. Η πολιτική δέσμευση που πηγάζει από το ζαπατιστικό σύνθημα «όλα για όλους, τίποτα για εμάς» είναι το βασικό κίνητρο για τους συνεταιρισμούς ώστε να μην αποσκοπούν αποκλειστικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελών τους, αλλά ευρύτερα στην ανάπτυξη της κοινότητας. Στην πράξη αυτό γίνεται με τη δωρεά ενός ποσοστού των εσόδων από την πώληση του καφέ στα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης και την επένδυσή του σε κοινωφελή προγράμματα εκπαίδευσης, υγείας κ.λπ. Ένα εξίσου σημαντικό ποσό επίσης, που προέρχεται από τα κέρδη πώλησης του στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, επιστρέφει στα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης από τις ομάδες αλληλεγγύης. Με τον τρόπο αυτό οι συνεταιρισμοί καφέ λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη του ζαπατιστικού κινήματος.
Στο μέχρι τώρα δρόμο τους οι συνεταιρισμοί αντιμετώπισαν δεκάδες δυσκολίες και πολλές από αυτές τις ξεπέρασαν με επιτυχία. Η οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής οργανωτικής δομής στο πλαίσιο ενός εγχειρήματος οικονομικού χαρακτήρα, που όμως σέβεται τον οριζόντιο και αμεσοδημοκρατικό πολιτικό προσανατολισμό της οργάνωσης, ήταν μάλλον το πιο δύσκολο στοίχημα, το οποίο οι Ζαπατίστας φαίνεται να κερδίζουν. Η έλλειψη υποδομών (με συνειδητή άρνηση να δεχτούν οποιαδήποτε βοήθεια από το μεξικανικό κράτος) λειτουργεί επίσης ανασχετικά, αλλά τα βήματα για τη δημιουργία τους, αν και αργά, έχουν ήδη ξεκινήσει. Στον ορίζοντα φαίνεται να προβάλλουν νέες δυσκολίες και νέα στοιχήματα. Ο αριθμός των συνεταιρισμών και η ποσότητα του διαθέσιμου καφέ αυξάνονται ίσως πιο γρήγορα από όσο μπορεί να απορροφήσει το δίκτυο διάθεσης του αλληλέγγυου εμπορίου. Το πώς, σε συνεργασία με τα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης, θα αντιμετωπίσουν τις πιθανές δυσκολίες του μέλλοντος θα το δείξει ο χρόνος. Μέχρι τότε θα «βαδίζουν ρωτώντας» ή, όπως θα έλεγε κάποιος από τους ίδιους τους ιθαγενείς, «δοκιμάζουμε και βλέπουμε». Το σίγουρο είναι ότι ο αγώνας των Ζαπατίστας εισήλθε σε μια νέα φάση με την έναρξη της «Άλλης Καμπάνιας» στο Μεξικό και όσες οργανώσεις συμμετέχουν στην πρωτοβουλία αυτή αργά ή γρήγορα ίσως επιδιώξουν να οικοδομήσουν νέα εθνικά δίκτυα εναλλακτικής οικονομίας στο πλαίσιό της. Ο ζαπατιστικός καφές θα είναι σίγουρα ένα από τα πιθανά προϊόντα.
Το δίκτυο διακίνησης στην Ευρώπη
Η πρώτη εισαγωγή καφέ έγινε το 1999 από ομάδες αλληλεγγύης στην Ελβετία, και σύντομα πάρθηκαν ανάλογες πρωτοβουλίες και σε άλλες χώρες. Σήμερα ο ζαπατιστικός καφές διακινείται σε 10 ευρωπαϊκές χώρες (Ελβετία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, Σουηδία, Αγγλία, Βέλγιο και Ελλάδα) από μια πληθώρα συλλογικοτήτων, ενώ κάθε χρόνο δημιουργούνται νέες πρωτοβουλίες.
Τα τοπικά εγχειρήματα συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός οριζόντιου δικτύου, του RedProZapa (Δίκτυο Προώθησης των Ζαπατιστικών Προϊόντων), το οποίο συνευρίσκεται σε συνελεύσεις δύο φορές το χρόνο σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη. Καθώς κάθε συλλογικότητα διαφέρει ως προς το μέγεθος αλλά και ως προς τη φιλοσοφία της γύρω από τη διακίνηση, το δίκτυο έχει καθαρά συντονιστικό χαρακτήρα και κάθε εγχείρημα διατηρεί την αυτονομία του. Λειτουργεί κυρίως ως ένας χώρος αλληλοενημέρωσης και αλληλοβοήθειας, ανταλλαγής εμπειριών και προβληματισμών αλλά και ανάληψης κοινών πρωτοβουλιών.
Το βασικό στοιχείο που τις ενώνει είναι η πολιτική αλληλεγγύη στο ζαπατιστικό αγώνα: οι περισσότερες, άλλωστε, ξεπήδησαν μέσα από το κίνημα αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας. Η πώληση του καφέ αποσκοπεί στην έμπρακτη στήριξη των παραγωγικών δομών που οργανώνονται στην Τσιάπας, ενώ όλες οι ομάδες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πραγματοποιούν και άλλες δραστηριότητες: ενημερωτικές εκδόσεις, καμπάνιες οικονομικής στήριξης, συμμετοχή σε ευρύτερες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης.
Στο καθαρά οικονομικό πεδίο, ο βαθμός εμπλοκής και ο τρόπος συμμετοχής στην εμπορική διαδικασία ποικίλλει για κάθε εγχείρημα. Κάποιες συλλογικότητες επιλέγουν μια καθαρά αλληλέγγυα προσέγγιση, διακινώντας τον καφέ χέρι με χέρι έξω από κάθε επίσημη οικονομική δομή και επιστρέφουν το οικονομικό πλεόνασμα αυτούσιο στα Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης. Άλλες έχουν στήσει εναλλακτικά εμπορικά μορφώματα τόσο για να στηρίξουν την εισαγωγή του καφέ και τη μαζική διακίνησή του, όσο και ως μια απόπειρα διατύπωσης μιας άλλης πρότασης γενικότερα για το εμπόριο.
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό του δικτύου είναι η προσπάθεια για όσο το δυνατόν πιο άμεση επικοινωνία με τους συνεταιρισμούς, πολύ πέρα από μια τυπική εμπορική συναλλαγή. Αν και πρακτικά δύσκολη, η επικοινωνία αυτή υλοποιείται μέσω μεμονωμένων επισκέψεων στην Τσιάπας αλλά τελευταία και μέσω κοινών συναντήσεων των συνεταιρισμών καφέ με τις ομάδες διακίνησης. Η επικοινωνία αυτή είναι καθοριστική για την ανάπτυξη μιας σχέσης μεταξύ των δύο μερών, που εκ των πραγμάτων προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους τόσο από άποψη θέσης όσο και κουλτούρας.
Η σημασία της άμεσης επαφής φάνηκε ιδιαίτερα στο ζήτημα της τιμής που πληρώνονται οι συνεταιρισμοί για τον καφέ. Οι ομάδες που εισάγουν τον καφέ στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν για χρόνια ως οδηγό την τιμή που καθορίζουν οι οργανισμοί του «δίκαιου εμπορίου» (και έχει παραμείνει η ίδια τα τελευταία 10 χρόνια). Αν και αρκετά υψηλότερη από τη συνήθως εξευτελιστική τιμή που δίνουν στους παραγωγούς τα «τσακάλια», οι παραγωγοί Ζαπατίστας έκαναν σαφές στην τελευταία κοινή συνάντηση ότι δεν είναι καθόλου δίκαιη για τις συνθήκες που ζουν και παράγουν. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια πρόσκαιρη αύξηση της τιμής του καφέ στην παγκόσμια αγορά ανάγκασε αρκετούς παραγωγούς να εγκαταλείψουν επί της ουσίας τους συνεταιρισμούς, πουλώντας στα «τσακάλια» για να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους. Έτσι, το RedProZapa αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ρυθμίσεις του «δίκαιου εμπορίου», υπογράφοντας ανοιχτά συμβόλαια με τους συνεταιρισμούς ώστε η τιμή να καθορίζεται κάθε χρονιά ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες του καθένα.
Ο «Σπόρος» συμμετέχει στο RedProZapa από το 2005. Προμηθευόμαστε τον καφέ από την Café Libertad, μια από τις πρώτες ομάδες διακίνησης, που εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας. Δημιουργήθηκε το 2000 από όσους συμμετείχαν στην ομάδα αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας της γερμανικής αναρχοσυνδικαλιστικής ομοσπονδίας FAU, διακινώντας αρχικά εθελοντικά τον καφέ σε πολιτικούς χώρους. Αργότερα οργανώθηκαν σε έναν συνεταιρισμό και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μαζικό, αλλά αυτόνομο δίκτυο πώλησης του καφέ έξω από τα επίσημα εμπορικά κυκλώματα. Ο συνεταιρισμός είναι μη-κερδοσκοπικός και με το πλεόνασμα από την πώληση του καφέ καταφέρνουν να αγοράζουν κάθε χρόνο μεγαλύτερη ποσότητα καφέ, να ρίχνουν την τιμή πώλησης για τους καταναλωτές, να ενισχύουν με ένα ποσοστό της τιμής πώλησης προγράμματα αλληλεγγύης και να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Εκδίδουν επίσης ένα περιοδικό και άλλο έντυπο υλικό για το ζαπατιστικό αγώνα.
Καλά όλα αυτά, αλλά ο καφές τι λέει;
Ο καφές που παράγουν οι ζαπατιστικοί συνεταιρισμοί ανήκει στην ποικιλία arabica, ανώτερη ποιοτικά από την ποικιλία robusta που έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Έχει τη μισή περιεκτικότητα σε καφεΐνη και διαθέτει πιο πλούσια γεύση και απαλό άρωμα. Η καλλιέργειά του γίνεται σε περιοχές με υψόμετρο άνω των 600 μέτρων και έντονη υγρασία, συνθήκες που θεωρούνται ιδιαίτερα ενισχυτικές της ποιότητάς του.
Τα δενδρύλλια του καφέ καλλιεργούνται υπό τη φυσική σκιά των δέντρων, χωρίς έτσι η καλλιέργεια να διαταράσσει το οικοσύστημα της περιοχής. Πέρα από αυτό, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά βιολογικά μέσα στην παραγωγή του: οι ζαπατιστικές αρχές έχουν απαγορεύσει αυστηρά τη χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στις αυτόνομες περιοχές. Προς το παρόν δύο συνεταιρισμοί (Mut Vitz και Yachil Xojobal Chulchan) διαθέτουν επίσημη πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας, ενώ η Yochin Tayel Kinal βρίσκεται στη διαδικασία απόκτησής της. Τον τελευταίο καιρό, πάντως, έχει αναπτυχθεί ένας διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων (παραγωγών και συμμετεχόντων στο δίκτυο διακίνησης) για το κατά πόσο είναι απαραίτητη αυτή η θεσμική πιστοποίηση, που κοστίζει αρκετά σε χρήματα και γραφειοκρατική δουλειά. Υπάρχει η ιδέα διαμόρφωσης ενός εναλλακτικού εσωτερικού συστήματος ελέγχου της ποιότητας και αυτοπιστοποίησης του καφέ.
Μετά τη συγκομιδή τους οι κόκκοι του καφέ υποβάλλονται σε μια σειρά από στάδια φυσικής επεξεργασίας: πλύσιμο και διαχωρισμός με νερό ώστε να ξεχωρίσουν οι «ελαττωματικοί» κόκκοι, ξήρανση στον ήλιο και στη συνέχεια αποφλοίωση, ώστε να καταλήξουν στους σάκους ως «πράσινος», άψητος καφές, έτοιμος να αποσταλεί στις ομάδες διακίνησης για το μετέπειτα ψήσιμό τους. Και από εκεί στο φλιτζάνι μας!