Ο έλεγχος της διατροφικής αλυσίδας

Για να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ολόκληρο το σύστημα διατροφής είναι απαραίτητη η κατανόηση της δύναμης και των σχέσεων μεταξύ των κύριων συμμετεχόντων στη διατροφική αλυσίδα, μία διατροφική αλυσίδα η οποία ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της βιοτεχνολογίας, χαρακτηρίζεται από μεγάλη πολυπλοκότητα από το εργαστήριο γενετικής έως τον καταναλωτή και η μορφή της μοιάζει με μία κλεψύδρα, όπου στην κορυφή υπάρχουν τα εκατομμύρια των γεωργών και των εργατών γης και στη βάση της τα δισεκατομμύρια των καταναλωτών. Στη μέση της κλεψύδρας βρίσκονται οι μεγάλες πολυεθνικές που παρέχουν τις εισροές, οι μεταποιητές τροφίμων και το λιανεμπόριο.

Αντίθετα με τα όσα υποστηρίζονται στην θεωρία της παραδοσιακής πολιτικής οικονομίας, ο έλεγχος άυλων πόρων, όπως της πληροφορίας, της μάρκας ή της πατέντας και ο συντονισμός της διατροφικής αλυσίδας φαίνεται να προκαλεί περισσότερα εμπόδια εισόδου σε έναν αναπτυγμένο βιομηχανικό κλάδο και τη δημιουργία υπερκέρδους από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής.

Οι επιχειρήσεις πλέον δεν ενδιαφέρονται να δραστηριοποιούνται μόνο σε ένα στάδιο της αλυσίδας και οι σχέσεις μεταξύ τους έχουν ιδιαίτερη σημασία. Οι συνεχείς εξαγορές και συμμαχίες καθιστούν τον αγροδιατροφικό τομέα έναν από τους πιο δυναμικά εξελισσόμενους κλάδους πίσω από τις οποίες κρύβεται μία διαδικασία αύξησης της συγκέντρωσης και του ελέγχου ολόκληρης της διατροφικής αλυσίδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι «διατροφικές νησίδες» Cargill/Monsanto, Con Agra και Novartis/ A.D.M..

Οι μη ανταγωνιστικές σχέσεις των πολυεθνικών αυτών εταιριών υπολογίζεται ότι κοστίζει στις χώρες που εξάγουν μη διαφοροποιημένες πρώτες ύλες περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο σύμφωνα με μία έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Παράλληλα οι επιχειρήσεις που πρωταγωνιστούν στα διάφορα στάδια της διατροφικής αλυσίδας εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία, ενώ μερικές κατέχουν περισσότερο πλούτο από τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Η περιουσία, το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας τους (διαφημιστική δαπάνη, απασχόληση, φορολογικά έσοδα) και η οικονομική συνεισφορά στα πολιτικά κόμματα που διαχειρίζονται την εξουσία προσδίδουν σε πολλές πολυεθνικές επιχειρήσεις τροφίμων και πολιτική δύναμη που σε πολλές χώρες είναι πιο ισχυρές από τις ενώσεις των παραγωγών, ενώ παράλληλα οι δεσμοί μεταξύ στελεχών επιχειρήσεων με τη διαμόρφωση πολιτικών είναι πολύ στενή.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα συνήθως δεν εμπλέκονται στην πρωτογενή παραγωγή απευθείας παρά μόνο με συμβόλαια, αφού οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις φυσικές και βιολογικές διεργασίες δεν είναι συμβατοί με την τυποποιημένη διαδικασία της βιομηχανικής παραγωγής που έχουν συνηθίσει. Παρόλα αυτά η συγκέντρωση της γης σε μεγαλοϊδιοκτήτες είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο σε πολλές χώρες.

Παρακάτω παρουσιάζονται οι δέκα πιο δυνατές επιχειρήσεις ανά κλάδο δραστηριότητας. Οι μεγάλες αυτές εταιρίες, χωρίς να είναι οι τυπικές επιχειρήσεις του κλάδου είναι αυτές που διαμορφώνουν τη δομή του.

Κλάδος βιοτεχνολογίας

Στον κλάδο της βιοτεχνολογίας φαίνεται να κυριαρχούν οι 10 ισχυρότερες επιχειρήσεις, που αντιπροσωπεύουν το 3% του κλάδου και απολαμβάνουν το 72% των πωλήσεων. Σε μία αγορά που το 2004 ανήλθε σε 46.533 εκατομμύρια δολάρια οι περισσότερες επιχειρήσεις υφίστανται ζημίες, ενώ είναι κυρίως προσανατολισμένες στον τομέα της ανθρώπινης υγείας. Το ποσοστό των εταιριών που ασχολείται με την αγροβιοτεχνολογία είναι περίπου 3%.

Κλάδος εμπορίας σπόρων

Στον κλάδο των εταιριών εμπορίας σπόρων κατά τη διάρκεια του 2004 παρατηρήθηκε μια έξαρση εξαγορών και μία ανακατάταξη στις πρώτες θέσεις, που αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Οι 10 επιχειρήσεις της κορυφής ελέγχουν τη μισή αγορά σπόρων, που υπολογίζεται ότι ανερχόταν στα 21.000 εκατομμύρια US$, ενώ η εξαγορά της Seminis από την Monsanto την οδήγησε στην πρώτη θέση με πωλήσεις 2800 εκατομμύρια $.

Με τον αυξανόμενο έλεγχο του πρώτου σταδίου της διατροφικής αλυσίδας, της αγοράς σπόρου, η παραγωγή τροφίμων γίνεται πιο ευάλωτη στις διαθέσεις των γιγάντιων επιχειρήσεων. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Robert Fraley, προέδρου του τμήματος σπόρων της Monsanto, «η ενοποίηση που παρατηρούμε στον κλάδο των σπόρων αποτελεί ενοποίηση ολόκληρης της διατροφικής αλυσίδας». Μιας ενοποίησης που στηρίχθηκε στο νομοθετικό πλαίσιο για τους σπόρους που καθορίζει κάτω από ποιους όρους θα μπορούσαν να βρουν μια θέση στην αγορά.

Παρόλα αυτά περίπου το 70% της παροχής σπόρων στον αναπτυσσόμενο κόσμο δεν προέρχεται από επιχειρήσεις, αλλά από τους ίδιους τους αγρότες. Καθώς όμως το νομοθετικό πλαίσιο αλλάζει σε διάφορες περιοχές του κόσμου, το ποσοστό αυτό κινδυνεύει να απορροφηθεί από τη βιομηχανία σπόρων μειώνοντας έτσι την αυτονομία των αγροτών.

Οι γενετικά τροποποιημένοι (GM) σπόροι κερδίζουν έδαφος στην αγορά, φτάνοντας σύμφωνα με τη Phillips Mc Dougall, στο ένα τέταρτο της παγκόσμιας αγοράς σπόρων με αξία τα $4,700 εκατομμύρια το 2004.

Κλάδος φυτοπροστατευτικών προϊόντων

Παρόλο που η συνολική αγορά στον κλάδο των φυτοπροστατευτικών προϊόντων για διάφορους λόγους τα τελευταία 20 χρόνια παραμένει στάσιμη αν υπολογίσουμε και τον πληθωρισμό, έχει συντελεστεί μια τεράστια αναδιοργάνωση με 6 κύριους ανταγωνιστές πλέον να κινούν τα νήματα της παγκόσμιας αγοράς. Η τάση για μεγαλύτερη ενοποίηση του κλάδου υφίσταται, καθώς συμμαχίες, συγχωνεύσεις και εξαγορές μικρότερων εταιρειών φαίνονται πολύ πιθανές λόγω του εντονότατου ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά.

Οι πωλήσεις φυτοπροστατευτικών υπολογίζεται ότι ανήρθαν στα 35400 εκατομμύρια δολάρια το 2004 με τις 10 κορυφαίες επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν το 84% της αγοράς, τις πρώτες έξι το 71% και τις πρώτες 2 περισσότερο από 33%, ύστερα από μία χρονιά με μικρή ανάπτυξη των πωλήσεων. Κάτω από τις παρούσες συνθήκες ανταγωνισμού στον κλάδο πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι μέχρι το 2015 θα έχουν παραμείνει μόνο 3 μεγάλοι ανταγωνιστές, η Bayer, η BASF και η Sygenta, λόγω του μεγάλου κόστους της μακροχρόνιας έρευνας, ανάπτυξης και καταχώρησης ενός φυτοπροστατευτικού προϊόντος και του ανταγωνισμού από τα προϊόντα generic.

Για μία περίοδο τα τελευταία χρόνια ο κλάδος αυτοπροσδιοριζόταν ως “life sciences” προσπαθώντας να δημιουργήσει συνεργίες μεταξύ φυτοπροστατευτικών και φαρμακοποιίας. Η στρατηγική αυτή δεν απέδωσε και τα τμήματα λειτουργούν πλέον ξεχωριστά. Σήμερα, οι κορυφαίες επιχειρήσεις προσπαθούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους εξορθολογίζοντας την παραγωγή τους, μειώνοντας τα προϊόντα τους μόνο σε αυτά που είναι ιδιαιτέρως κερδοφόρα.

Η εμφάνιση της τεχνολογίας γενετικής τροποποίησης οδήγησε σε ένα αγώνα για εξαγορά επιχειρήσεων σπόρων ενοποιώντας ακόμα περισσότερο την παροχή εισροών στον αγροτικό τομέα. Το ποσοστό των πωλήσεων από προϊόντα γενετικής τροποποίησης είναι ακόμα αρκετά μικρό, ραγδαία αυξανόμενο όμως, με τις επιχειρήσεις να δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό.

Κλάδος εμπορίας πρωτογενών αγροτικών προϊόντων (traders)

Οι πληροφορίες για τον κλάδο αυτό είναι περιορισμένες, μιας και κυρίαρχες επιχειρήσεις του κλάδου, όπως η Cargill, Liouis Dreyfus και η ADM είναι ιδιόκτητες, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να μην είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν ορισμένα στοιχεία. Αυτό τους έχει επιτρέψει να λειτουργούν χωρίς να έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για τη συγκέντρωση που έχει προκληθεί σε αυτό το στάδιο της αλυσίδας.

Κλάδος τροφίμων και ποτών

Η αγορά των συσκευασμένων τροφίμων και ποτών ανερχόταν το 2004 στα 1250 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις κορυφαίες 10 επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο της αγοράς (297 δισεκατομμύρια δολάρια) και τις 100 πρώτες τα δύο τρίτα, με πωλήσεις 829 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Αν χωρίζαμε τον κλάδο σε υποκατηγορίες, θα ανακαλύπταμε ότι οι παραπάνω εταιρίες κυριαρχούν σε ένα ή περισσότερα segments, στα οποία επενδύουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους, ενώ ταυτόχρονα «ξεφορτώνονται» αγορές και προϊόντα στα οποία δεν κατέχουν εξέχουσα θέση.

Οι επιχειρήσεις που παρήγαγαν επώνυμα συσκευασμένα τρόφιμα και ποτά απολάμβαναν για μία μεγάλη περίοδο ηγετική θέση στη διατροφική αλυσίδα προκαλώντας αλλαγές και στους υπόλοιπους κλάδους. Τα τελευταία χρόνια όμως χάνουν αυτήν την επιρροή από την άνοδο της δύναμης των λιανέμπορων.

Με τον έντονο ανταγωνισμό από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των λιανέμπορων οι επιχειρήσεις που θέλουν να κερδίσουν χώρο στο ράφι αναγκάζονται να ενισχύσουν τη θέση τους μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, όπως η εξαγορά της Gillette από την Procter & Gamble και μέσω μαζικής διαφήμισης για την ανάπτυξη Brand loyalty ιδίως στις αναδυόμενες αγορές.

Κλάδος λιανεμπορίου

Ενοποίηση, επιθετική παγκόσμια επέκταση και εντονότατος ανταγωνισμός είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον κλάδο του λιανεμπορίου. Σε μία παγκόσμια αγορά που έφτασε το 2004 στα 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, οι κορυφαίες δέκα ελέγχουν το ένα τρίτο ολόκληρης της αγοράς (840 δισεκατομμύρια δολάρια) και τα δύο τρίτα της αγοράς των κορυφαίων 30 (1262 δισεκατομμύρια δολάρια). Με τις δέκα μεγαλύτερες εθνικές αγορές να υπολογίζονται στα 2,45 τρισεκατομμύρια δολάρια αναμένετε έντονη ανάπτυξη στις αγορές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

Το κυρίαρχο μοντέλο του λιανεμπορίου έχει τη μορφή του υπερμάρκετ (καταστήματα άνω των 2500 τ.μ.) με τα Wal-Mart να αποτελούν το μεγαλύτερο και πιο επιτυχημένο παράδειγμα δικτύου υπερμάρκετ.

Παραδοσιακά, οι μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου κάνουν επιθετικές προσφορές σε ορισμένα βασικά προϊόντα, πουλώντας τα και κάτω του κόστους προκειμένου να δημιουργήσουν αγοραστική κίνηση και να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη σε άλλα προϊόντα χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο καταναλωτής.

Με την ανάπτυξη ολοένα και περισσότερο των πωλήσεων ιδιωτικής ετικέτας (το 40% των πωλήσεων των Wal-Mart προέρχεται από προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας) και τη γεωγραφική επέκταση των παγκοσμίων αλυσίδων λιανικού εμπορίου μετά τη δεκαετία του 80 πέρα από τα παραδοσιακά σύνορά τους, οι αλυσίδες αυτές αναδεικνύονται σε κυρίαρχους της διατροφικής αλυσίδας, ανοίγοντας τους παράλληλα την όρεξη για μείωση των προμηθευτών τους με επώνυμα προϊόντα και τη μετατροπή τους σε επώνυμους παροχείς διατροφής.

Εκμεταλλευόμενοι το μέγεθός τους και τη θέση τους κοντά στον καταναλωτή οι λιανέμποροι αποκτούν τεράστια δύναμη καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό που, πως και από ποιον θα παραχθούν τα τρόφιμα που φτάνουν στον καταναλωτή. Σύμφωνα και με την έκθεση του FAO για τη διατροφική ανασφάλεια, η ανάπτυξη του λιανεμπορίου μπορεί να σημαίνει μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων, ευκολία και χαμηλές τιμές για τους κατοίκους των πόλεων, σημαίνει όμως και τον έλεγχο της διατροφικής αλυσίδας, μέσω του ελέγχου των κριτηρίων, των τιμών και των χρονολογιών παράδοσης των προϊόντων σε όλη τους τη διαδρομή από το χωράφι στο ράφι. Οι μικροί παραγωγοί που δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά βρίσκουν τον εαυτό τους αποκλεισμένο από το σύστημα διατροφής τόσο ως παραγωγοί, αλλά και ως καταναλωτές.

«Καθώς το κεφάλαιο αναζητεί το πιο φτηνό και ελαστικό εργατικό δυναμικό και τις φτωχές χώρες να αναζητούν ξένες επενδύσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ανάπτυξη της παραγωγής και των εξαγωγών τους, η συμβίωση Wal-Mart και Κίνας επηρεάζουν τους όρους εργασίας και κατανάλωσης σε ολόκληρο τον κόσμο».

Η Carrefour λειτουργεί περισσότερα από 11000 καταστήματα με 430000 εργαζόμενους σε περισσότερες από 30 χώρες στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και την Ασία. Οι μισές πωλήσεις προέρχονται από τη Γαλλία, που είναι και η χώρα προέλευσης της. Στην αρχή του 2005, σχεδίαζε να ανοίξει 70 υπερμάρκετ, συμπεριλαμβανόμενων 15 στην Κίνα, 7 στη Βραζιλία, 6 στην Κολομβία, 5 στην Ινδονησία, 4 στην Ταϊλάνδη και 3 στην Πολωνία.

Οι πωλήσεις της Wal-Mart προέρχονται κατά 80% από τις ΗΠΑ. Έχει ακόμα παρουσία σε 13 χώρες, όπως Καναδάς, Μεξικό, Πουέρτο Ρίκο, Βραζιλία, Αργεντινή και 6000 καταστήματα..

Η Tesco λειτουργεί σε δεκατρείς αγορές εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, σε έξι από τις οποίες κατέχει ηγετική θέση, κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία.

Ενώ τέλος, η Metro αποτελεί τον μεγαλύτερο λιανέμπορο της Γερμανίας, με την ιδιοκτησία 2400 καταστημάτων στη Γερμανία και 28 ακόμα χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, Ρωσίας και Ουκρανίας.

ΠΗΓΗ: ETC GROUP, Σπόρος