Παρατήστε τον ακτιβισμό

Στις 18 Ιουνίου 1999, στα πλαίσια της "Διεθνούς Ημέρας Δράσης Ενάντια στα Κέντρα του Καπιταλισμού», 10,000 διαδηλωτές κατέκλυσαν το City του Λονδίνου - την καρδιά του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρώπης. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε λίγους μήνες μετά, στα πλαίσια της συζήτησης για την αποτίμηση της δράσης. "Οι τρόποι με τους οποίους μπορείς να καταλύσεις μια εταιρεία διαφέρουν πολύ από τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσες να καταλύσεις τον καπιταλισμό."

Ένα πρόβλημα που ήταν προφανές στις 18 Ιουνίου ήταν η υιοθέτηση μιας ακτιβιστικής νοοτροπίας. Το πρόβλημα αυτό έγινε αισθητό στη συγκεκριμένη δράση ακριβώς επειδή, τόσο οι οργανωτές, όσο και οι συμμετέχοντες, προσπάθησαν να υπερβούν τέτοιου τύπου περιορισμούς. Το κείμενο αυτό δεν έχει σκοπό να ασκήσει κριτική σε όσους έλαβαν μέρος. Είναι απλώς μια προσπάθεια να αναλογιστούμε τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε, αν παίρνουμε στα σοβαρά την πρόθεσή μας να καταργήσουμε για πάντα το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής.

Ειδικοί

Όταν μιλώ για ακτιβιστική νοοτροπία, εννοώ ότι οι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους πάνω απ’ όλα ακτιβιστές, κι ότι ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα ακτιβιστών. Ο ακτιβιστής ταυτίζεται μ’ αυτό που κάνει και το βλέπει σαν το ρόλο του στη ζωή, σαν μια δουλειά ή μια καριέρα. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι άλλοι ταυτίζονται με το επάγγελμα του γιατρού ή του δασκάλου. Αντί να είναι απλώς το επάγγελμά τους, γίνεται θεμελιώδες μέρος της εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους.

Ο ακτιβιστής είναι ένας σπεσιαλίστας, ένας ‘ειδικός’ στην κοινωνική αλλαγή. Το να θεωρείς τον εαυτό σου ακτιβιστή, σημαίνει ότι θεωρείς τον εαυτό σου κατά κάποιο τρόπο προνομιούχο ή πρωτοπόρο σε σχέση με τους άλλους, όσον αφορά στην εκτίμησή σου για την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής και την κατοχή της απαραίτητης γνώσης που οδηγεί στην επίτευξή της. Επιπλέον, θεωρείς ότι βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την υλοποίησή της.

Ο ακτιβισμός βασίζεται στην εξειδίκευση έργου – ο ακτιβιστής επιδίδεται σε μια συγκεκριμένη, ειδική δραστηριότητα. Όμως η εξειδίκευση έργου είναι ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε ταξικής κοινωνίας. Ο βασικός διαχωρισμός μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας είναι, από τη φύση του, ταξικός. Εξειδίκευση έργου υπάρχει, για παράδειγμα, στην ιατρική και στην εκπαίδευση. Η θεραπεία κι η ανατροφή των παιδιών, αντί να αποτελούν κοινή γνώση και να είναι δραστηριότητες στις οποίες συμβάλλουν όλοι, έχουν γίνει κτήμα των γιατρών και των δασκάλων αποκλειστικά. Αυτοί είναι οι ‘ειδικοί’, στους οποίους πρέπει να βασιστούμε για να κάνουν αυτές τις δουλειές για λογαριασμό μας. Οι ειδικοί κάθε είδους περιπλέκουν σκόπιμα τις γνώσεις τους και δυσχεραίνουν την πρόσβαση των άλλων σ’ αυτές. Αυτό τελικά διευκολύνει τη χειραγώγηση των μη-ειδικών, συντηρεί την κοινωνική διαίρεση κι ενισχύει την ιεραρχική και ταξική δομή της κοινωνίας.

Εξειδίκευση έργου σημαίνει ανάληψη ενός ρόλου από έναν άνθρωπο για λογαριασμό κάποιων άλλων, οι οποίοι αποποιούνται τη σχετική ευθύνη. Ένας τέτοιος διαχωρισμός ευθυνών σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι θα εξασφαλίζουν την τροφή σου και θα φτιάχνουν τα ρούχα σου και θα σου παρέχουν ηλεκτρικό, την ώρα που εσύ θα καταπιάνεσαι με την επανάσταση. Ο ακτιβιστής, ως ειδήμων της κοινωνικής αλλαγής, υποθέτει ότι οι υπόλοιποι δεν κάνουν αρκετά για να αλλάξουν τις ζωές τους και νιώθει την υποχρέωση να το κάνει για λογαριασμό τους. Έτσι, αισθάνεται ότι αναπληρώνει για την έλλειψη δράσης της πλειοψηφίας. Το να προσδιορίζουμε τους εαυτούς μας ως ακτιβιστές, σημαίνει ότι θεωρούμε πως μόνο οι δικές μας πράξεις θα επιφέρουν την κοινωνική αλλαγή, παραβλέποντας έτσι τη δραστηριότητα χιλιάδων επί χιλιάδων μη-ακτιβιστών. Ο ακτιβισμός βασίζεται στην παρανόηση ότι μόνο οι ακτιβιστές εργάζονται με σκοπό την κοινωνική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η ταξική πάλη είναι αδιάκοπη.

Μορφή και Περιεχόμενο

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια απόκλιση του ακτιβισμού, ως μορφή πολιτικής δράσης, από το ολοένα και πιο ριζοσπαστικό περιεχόμενό του. Η παράδοση πολλών που συμμετείχαν στην 18η Ιουνίου, ήταν αυτή του ‘ακτιβιστή’ που ‘κάνει μια καμπάνια’ στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης ‘θεματικής’. Με την πρόοδο του πολιτικού ακτιβισμού τα τελευταία χρόνια, το βάρος μετατοπίστηκε από αυτού του είδους τις ‘στοχευμένες’ (μονοθεματικές) καμπάνιες (π.χ. εναντίον μιας συγκεκριμένης εταιρείας ή ενός συγκεκριμένου έργου ‘υποδομής’), σε μια πιο απροσδιόριστη, αλλά πολλά υποσχόμενη αντικαπιταλιστική προοπτική. Ενώ όμως το περιεχόμενο της πολιτικής αλλάζει, ο ακτιβισμός παραμένει η κυρίαρχη μορφή πολιτικής δράσης. Σήμερα, αντί να πάμε να καταλάβουμε τα κεντρικά γραφεία της Monsanto, αναγνωρίζουμε ότι η Monsanto δεν είναι παρά ένα από τα πολλά πλοκάμια του κεφαλαίου. Τι κάνουμε λοιπόν; Αποφασίζουμε να ‘κάνουμε μια δράση’ ενάντια στον καπιταλισμό συνολικά! Και με βάση αυτό το σκεπτικό, αποφασίζουμε ότι ο καταλληλότερος χώρος για μια τέτοια κινητοποίηση δε θα μπορούσε να είναι άλλος από αυτόν που θεωρείται ότι στεγάζει το επιτελείο του καπιταλισμού, δηλαδή το City.

Η μέθοδός μας είναι η ίδια που θα χρησιμοποιούσαμε αν τα βάζαμε με μια συγκεκριμένη εταιρεία, παρόλο που ο καπιταλισμός στο σύνολό του δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Οι τρόποι με τους οποίους μπορείς να καταλύσεις μια εταιρεία διαφέρουν πολύ από τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσες να καταλύσεις τον ίδιο τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, οι συνεχείς δράσεις από ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων κατάφεραν να γονατίσουν το εκτροφείο σκύλων Consort και το εκτροφείο γατών Hillgrove Farm. Οι επιχειρήσεις αυτές καταστράφηκαν και αναγκάστηκαν να κηρύξουν πτώχευση. Ομοίως, η καμπάνια κατά των αρχι-ζωοτόμων Huntingdon Life Sciences έριξε την τιμή της μετοχής τους κατά 33% (η εταιρεία μόλις που κατάφερε τελικά να επιβιώσει μετά από μια απελπισμένη εκστρατεία δημοσίων σχέσεων). Ο ακτιβισμός λοιπόν μπορεί κάλλιστα να καταστρέψει μια εταιρεία. Για να καταστραφεί ο καπιταλισμός όμως, θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από την επέκταση αυτής της τακτικής σε όλες τις εταιρείες όλων των επιχειρηματικών κλάδων. Επιπλέον, όταν οι ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων τα βάζουν με έναν τοπικό χασάπη, τελικά βοηθούν τα μεγάλα σούπερμαρκετ να κλείσουν όλα τα μικρά χασάπικα, δίνοντας ώθηση στις συνθήκες ανταγωνισμού και τη διαδικασία ‘φυσικής επιλογής’ της ελεύθερης αγοράς. Πολλές φορές λοιπόν, οι ακτιβιστές, καταστρέφοντας μια μικρή εταιρεία ενισχύουν τον καπιταλισμό στο σύνολό του.

Κάτι ανάλογο ισχύει και με τον ακτιβισμό ενάντια στην κατασκευή μεγάλων αυτοκινητόδρομων. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις τέτοιου είδους έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη ενός ολόκληρου κλάδου του καπιταλισμού: εταιρείες σεκιούριτι, επιτήρησης, κάμερες, εταιρείες ειδικών και συμβούλων. Εμείς δεν είμαστε πλέον τίποτα παραπάνω από ένα ακόμα ‘ρίσκο της αγοράς’, ανάμεσα στα πολλά που πρέπει να αναλογιστούν οι εταιρείες που διεκδικούν μεγάλα κατασκευαστικά έργα. Μπορεί μάλιστα να έχουμε συμβάλει στην τάση συγκεντρωτισμού της εταιρικής εξουσίας, αναγκάζοντας τις μικρότερες εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες κινητοποιήσεις, να αποσυρθούν από τη διεκδίκηση μεγάλων έργων. Σύμφωνα με την Amanda Webster, ειδική σύμβουλο των κατασκευαστικών εταιρειών για την αντιμετώπιση κινητοποιήσεων: «Η άνθηση των κινημάτων διαμαρτυρίας θα αποφέρει πλεονεκτήματα στην αγορά, για τις εταιρείες που μπορούν να ‘διαχειριστούν’ αυτές τις διαμαρτυρίες επιτυχώς». Για άλλη μια φορά, ενώ ο ακτιβισμός μπορεί να γονατίσει μια εταιρεία ή να εμποδίσει την κατασκευή ενός δρόμου, ο καπιταλισμός συνεχίζει την πορεία του ακάθεκτος, ίσως και δυνατότερος από πριν.

Όλα αυτά είναι βέβαια μια ένδειξη (λες και δεν το ξέραμε) ότι η ανατροπή του καπιταλισμού απαιτεί όχι μόνο ποσοτική αλλαγή (περισσότερες δράσεις, περισσότερους ακτιβιστές) αλλά και ποιοτική (πρέπει να ανακαλύψουμε αποτελεσματικότερες μορφές δράσης). Φαίνεται ότι έχουμε μόνο μικρή γνώση του τι πραγματικά απαιτείται για να καταρρεύσει ο καπιταλισμός. Λες και θα αρκούσε μόνο να προσηλυτίσουμε μια κρίσιμη μάζα ακτιβιστών που καταλαμβάνουν γραφεία και τότε θα γινόταν η επανάσταση...

Η μορφή του ακτιβισμού έχει διατηρηθεί αυτούσια, παρόλο που το πολιτικό περιεχόμενό του έχει υπερβεί τη μορφή που τον εμπεριέχει. Συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε ως ‘ακτιβιστές’ που κάνουν μια ‘καμπάνια’ για μια συγκεκριμένη ‘θεματική’, κι επειδή είμαστε ακτιβιστές ‘άμεσης δράσης’ κάνουμε ‘δράσεις’ κατά του ‘στόχου’ μας. Εφαρμόζουμε την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούμε για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων εταιρειών ή έργων ‘υποδομής’, στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιμετώπισης του καπιταλισμού. Επιδιώκουμε την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά αντιλαμβανόμαστε αυτό που κάνουμε με τελείως ακατάλληλους όρους, χρησιμοποιώντας μεθόδους που ταιριάζουν περισσότερο σε φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές[1]. Παρατηρείται, λοιπόν, το παράδοξο φαινόμενο να οργανώνουμε ‘δράσεις ενάντια στον καπιταλισμό’ - μια πρακτική παντελώς ανεπαρκής.

Ρόλοι

Η ιδιότητα του ‘ακτιβιστή’ είναι ένας ρόλος που υιοθετούμε και που μοιάζει με αυτόν του αστυνομικού, του γονιού ή του παπά: ένας ιδιόρρυθμος ψυχολογικός κανόνας που χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Ο ‘ακτιβιστής’ υποτίθεται ότι είναι ειδικός στην κοινωνική αλλαγή, αλλά όσο περισσότερο αφομοιώνουμε αυτό το ρόλο και αυτήν την ιδέα για τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο δυσχεραίνουμε στην πράξη την αλλαγή που επιθυμούμε. Πραγματική επανάσταση σημαίνει απεγκλωβισμό από όλους τους προκαθορισμένους ρόλους και κατάλυση κάθε εξειδίκευσης – σημαίνει την επανάκτηση των ζωών μας. Ο έλεγχος του πεπρωμένου μας, η ουσία δηλαδή της επαναστατικής πράξης, συνεπάγεται τη δημιουργία νέων εαυτών και νέων μορφών αλληλεπίδρασης και κοινότητας. Οι ‘ειδικοί’ κάθε είδους δεν μπορεί παρά να σταθούν εμπόδιο σε κάτι τέτοιο.

Η Καταστασιακή Διεθνής ανέπτυξε μια σκληρή κριτική των ρόλων και ειδικότερα του ρόλου του ‘αγωνιστή’. Η κριτική τους αφορούσε κυρίως σε αριστερές και σοσιαλδημοκρατικές ιδεολογίες, γιατί αυτές ήταν του συρμού τότε. Παρόλο που τέτοιες μορφές αλλοτρίωσης υπάρχουν ακόμα και μπορεί ο καθένας να τις δει, στις μέρες μας συναντάμε πιο συχνά το παράδειγμα του φιλελεύθερου (liberal) ακτιβιστή παρά αυτό του αριστερού αγωνιστή. Παρόλα αυτά, οι δύο τους έχουν πολλά κοινά (κι αυτό φυσικά δεν προκαλεί έκπληξη).

Ο Καταστασιακός Raoul Vaneigem έδωσε τον ακόλουθο ορισμό για τους ρόλους: Τα στερεότυπα είναι οι κυρίαρχες εικόνες μιας περιόδου... Το στερεότυπο είναι το πρότυπο του ρόλου - ο ρόλος είναι μια υποδειγματική μορφή συμπεριφοράς. Η κατ’ εξακολούθηση υιοθέτηση μιας στάσης δημιουργεί ένα ρόλο. Όταν παίζεις ένα ρόλο, καλλιεργείς μια στάση, παραμελώντας κάθε τι αυθεντικό: «Υποκύπτουμε στη γοητεία δανεικών συμπεριφορών.» Όταν υποδυόμαστε ένα ρόλο, μαϊμουδίζουμε, υποβαθμίζουμε τη ζωή μας σε μια σειρά από κλισέ, «κατακερματίζοντας τη μέρα μας σε μια σειρά από πόζες που έχουμε επιλέξει ασυνείδητα, μέσα από το φάσμα των κυρίαρχων στερεοτύπων.»

Τέτοιες τάσεις υπήρχαν από τις πρώτες κιόλας μέρες του κινήματος ενάντια στους αυτοκινητόδρομους. Μετά την Κίτρινη Τετάρτη, το Δεκέμβριο του 1992 στο Twyford Down, τα ΜΜΕ ασχολούνταν συνέχεια με τη φυλή Dongas και η κάλυψη των διαδηλώσεων εστιάστηκε στην εναλλακτική εμφάνιση όσων είχαν τζίβες (dreadlocks). Δεν ήταν αυτή βέβαια η κυρίαρχη διάσταση των κινητοποιήσεων - οι περισσότεροι διαδηλωτές ήταν απλοί περιηγητές. Όμως οι άνθρωποι που προσελκύσθηκαν στο Twyford λόγω της προβολής του γεγονότος από τα ΜΜΕ, πίστευαν ότι όλοι οι συμμετέχοντες είχαν τζίβες. Ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα καλύφθηκαν από τα ΜΜΕ, είχε ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει την προσέλευση ‘κανονικών’ ανθρώπων και να ενθαρρύνει την προσέλευση ανθρώπων με εναλλακτική κουλτούρα, κάτι που μείωσε την πολυμορφία των κινητοποιήσεων. Κάτι παρόμοιο συνέβη πρόσφατα, όταν οι άνθρωποι που κατέβηκαν σε διαδηλώσεις εξαιτίας της τηλεοπτικής κάλυψης του Swampy, άρχισαν να μιμούνται τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ‘οικολογικού πολεμιστή’ - όπως αυτά προβάλλονταν από τα ΜΜΕ.

«Όπως η παθητικότητα του καταναλωτή είναι μια ενεργητική παθητικότητα, έτσι κι η παθητικότητα του θεατή έγκειται στην ικανότητά του να αφομοιώνει ρόλους και να τους υποδύεται σύμφωνα με τις επικρατούσες νόρμες. Η επανάληψη εικόνων και στερεοτύπων προσφέρει ένα σύνολο προτύπων, από τα οποία ο καθένας καλείται να διαλέξει ένα ρόλο.» Η ιδιότητα του αγωνιστή ή του ακτιβιστή δεν είναι παρά ένας απ’ αυτούς τους ρόλους κι ακριβώς εκεί, παρά τον επαναστατικό λόγο που συνοδεύει το ρόλο, έγκειται η συντηρητικότητά του.

Η υποτιθέμενη επαναστατική δραστηριότητα του ακτιβιστή είναι μια βαρετή και στείρα ρουτίνα, μια συνεχής επανάληψη κάποιων δραστηριοτήτων χωρίς καμία προοπτική για αλλαγή. Πιθανότατα, αν όντως ερχόταν μια αλλαγή, οι ακτιβιστές θα αντιστέκονταν σ’ αυτή, γιατί θα διατάρασσε τη βολική βεβαιότητα του ρόλου τους και τη θεσούλα που έχουν κατακτήσει. Όπως κι οι συνδικαλιστές, οι ακτιβιστές είναι αιώνιοι εκπρόσωποι και διαμεσολαβητές. Για τον ίδιο λόγο που οι συνδικαλιστές δεν επιθυμούν την επιτυχία των εργατικών αγώνων - επειδή θα έχαναν τη δουλειά τους - ο ρόλος του ακτιβιστή απειλείται από οποιαδήποτε πραγματική αλλαγή. Πράγματι, μια επανάσταση, ή οποιαδήποτε σοβαρή εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση, θα στεναχωρούσε τους ακτιβιστές γιατί θα τους αποστερούσε το ρόλο τους. Αν γίνουν ΟΛΟΙ επαναστάτες, τότε εσύ δεν θα ‘σαι πια και τόσο μάγκας, έτσι δεν είναι;

Γιατί λοιπόν συμπεριφερόμαστε ως ακτιβιστές; Μήπως είναι η εύκολη λύση; Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να παίζεις το ρόλο του ακτιβιστή: βρίσκεις κι εσύ τη θέση σου στην κοινωνία, την οποία προκαλείς χωρίς όμως να την ανατρέπεις – ο ακτιβισμός, εξάλλου, είναι μια αποδεκτή μορφή αμφισβήτησης. Ακόμα κι όταν, ως ακτιβιστές, κάνουμε πράγματα τα οποία δεν είναι αποδεκτά ή είναι παράνομα, η ίδια η μορφή του ακτιβισμού, η ομοιότητά του δηλαδή με κάποιο επάγγελμα, ταιριάζει με την ψυχολογία και την ανατροφή μας. Έχει μια ευκολία, ακριβώς επειδή ΔΕΝ είναι στην ουσία επαναστατική.

Δε Χρειαζόμαστε Άλλους Μάρτυρες

Το κλειδί για την κατανόηση του ρόλου του ‘επαγγελματία ακτιβιστή’ βρίσκεται στην αυταπάρνηση: την άρνηση του εαυτού μας χάριν ενός ‘σκοπού’, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ξεχωριστό από μας τους ίδιους. Αυτό βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή επαναστατική διαδικασία, που είναι ο αυτο-καθορισμός (the seizing of the self). Η αυταπάρνηση του επαναστάτη εκπορεύεται από την ταύτιση με ένα σκοπό ξεχωριστό από την ίδια τη ζωή του. Μια επαναστατική δράση εναντίον του καπιταλισμού, που προσδιορίζει τον καπιταλισμό ως κάτι που βρίσκεται ‘κάπου εκεί έξω στο City’, είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη: η αληθινή δύναμη του καπιταλισμού βρίσκεται εδώ, στην καθημερινή μας ζωή. Εμείς οι ίδιοι αναπαράγουμε κάθε μέρα τη δύναμή του - ο καπιταλισμός δεν είναι παρά μια κοινωνική συνθήκη μεταξύ ανθρώπων.

Δεν υπονοώ βέβαια ότι όλοι όσοι συμμετείχαν στην 18η Ιουνίου αποδέχονται αυτό το ρόλο και το είδος της αυταπάρνησης που τον συνοδεύει. Όπως προανέφερα, η προβληματική διάσταση του ακτιβισμού έγινε ιδιαίτερα αισθητή στις 18 Ιουνίου, ακριβώς επειδή ήταν μια απόπειρα να απεγκλωβιστούμε από αυτούς τους ρόλους και τους τρόπους με τους οποίους ενεργούμε συνήθως. Εδώ περιγράφω τη χειρότερη δυνατή εκδοχή κάποιου που έχει αφομοιώσει το ρόλο του ακτιβιστή. Ο βαθμός στον οποίο είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε αυτή την τάση μέσα στο ίδιο μας το κίνημα, θα μας δώσει μια ένδειξη του πόση δουλειά χρειάζεται να κάνουμε ακόμα.

Ο ακτιβιστής καθιστά την πολιτική βαρετή και στείρα και απομακρύνει τον κόσμο απ’ αυτήν. Από την άλλη, η υιοθέτηση αυτού του ρόλου γαμάει τον ίδιο τον ακτιβιστή. Ο ρόλος επιβάλλει μια διάκριση ανάμεσα στο σκοπό και τα μέσα: η τάση για αυτοθυσία δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στο επαναστατικό μέλλον της αγάπης και της χαράς και στο παρόν της ρουτίνας και του καθήκοντος. Η κοσμοθεωρία του ακτιβισμού βασίζεται στην ενοχή και το καθήκον, γιατί ο ακτιβιστής δεν αγωνίζεται για τον εαυτό του, αλλά για έναν ξεχωριστό σκοπό. Όλοι οι «σκοποί» είναι εξίσου απάνθρωποι.

Ως ακτιβιστής πρέπει να απαρνηθείς τις ίδιες σου τις επιθυμίες, γιατί τέτοια πράγματα είναι εκτός της ΄πολιτικής’ σου, έτσι όπως την ορίζεις. Βάζεις την ‘πολιτική’ σε ένα ξεχωριστό κουτάκι από την υπόλοιπη ζωή σου: είναι σαν μια δουλειά... κάνεις ΄πολιτική’ από τις 9 μέχρι τις 5 και μετά πας σπίτι σου και κάνεις κάτι άλλο. Επειδή περιορίζεται σ’ αυτό το κουτάκι, η ‘πολιτική’ σου δε χρειάζεται να αποδεικνύει καθημερινά και έμπρακτα την αποτελεσματικότητά της. Ο ακτιβιστής νιώθει υποχρεωμένος να παίζει το ίδιο βιολί απερίσκεπτος, ανίκανος να σταματήσει και να στοχαστεί. Είναι συνεχώς απασχολημένος και κατευνάζει την ενοχή του ακόμα και με το να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο, αν αυτό χρειαστεί.

Η εγκράτεια κι η υπομονή είναι ίσως κι αυτά μέρος της επαναστατικότητας. Μπορεί να έχει σημασία το να ξέρεις πότε και πώς να χτυπάς με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα αλλά και το πότε και πώς να ΜΗ χτυπάς. Οι ακτιβιστές διακατέχονται από μια ενοχική αίσθηση ότι ‘πρέπει να κάνουμε κάτι ΣΗΜΕΡΑ!’ Αυτό δείχνει παντελή έλλειψη τακτικής.

Ο βαθμός αυταπάρνησης του αγωνιστή/ακτιβιστή είναι ανάλογος με την εξουσία που ασκεί πάνω στους άλλους. Όπως και στις θρησκείες, εγκαθιδρύεται μια φαρισαϊκή ιεραρχία που βασίζεται στην αφοσίωση και την αυτοθυσία. Τα δεινά που υποφέρει ο ακτιβιστής, του προσδίδουν εξουσία έναντι των άλλων. Πολλές ‘μη-ιεραρχικές’ ακτιβιστικές ομάδες λειτουργούν στην πράξη ως δικτατορίες των πιο προσηλωμένων μελών. Ο ακτιβιστής ασκεί ένα είδος ενοχικού εξαναγκασμού για να κυριαρχήσει σ΄ αυτούς που δεν έχουν βιώσει ακόμα τη ‘θεογονία’ της αδιάκοπης πάλης. Η υποταγή του ακτιβιστή στα ιδανικά του ‘αγώνα’ δικαιολογεί την υποταγή των άλλων σε αυτόν. Ο κομματάρχης της αυταπάρνησης αποστρέφεται τη χαρά και το κέφι και προάγει μια πικρία και αντιπάθεια για τη ζωή. Όταν η στάση αυτή εξωτερικεύεται, προκαλεί το μαρασμό και των υπολοίπων. «Περιφρονούν βαθιά τη ζωή... ταγμένοι στην τυφλή αυτοθυσία... Οι ζωές τους, διαστρεβλωμένες από τον τερατώδη τους ασκητισμό.» Το βλέπουμε αυτό και στο κίνημά μας, για παράδειγμα, στο πεδίο των κινητοποιήσεων: η διχογνωμία ανάμεσα στην τάση «να περάσουμε καλά» και στην ενοχική σχολή του «τρέξτε/στήστε/κουβαλήστε» που θεωρεί τα διαλείμματα και το κωλοβάρεμα απαγορευμένα. Ο φανατικός της αυτοθυσίας εξοργίζεται όταν βλέπει τους άλλους να μη θυσιάζονται. Όταν ο ‘ευσυνείδητος’ υπάλληλος επιτίθεται με κακία στο συνάδελφό του που λουφάρει, το κάνει επειδή μισεί τη δουλειά του και τη μοίρα στην οποία έχει καταδικάσει τον εαυτό του και δεν αντέχει να βλέπει τον άλλο να καλοπερνά, την ώρα που ο ίδιος σκοτώνεται στη δουλειά. Προσπαθεί να συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους στην εθελούσια μιζέρια και να εγκαθιδρύσει μια ‘ισότητα της αυταπάρνησης’.

Στη θρησκευτική κοσμοθεωρία περασμένων εποχών, ο μάρτυρας καταλήγει στον παράδεισο. Στη σύγχρονη κοσμοθεωρία, ο μάρτυρας μένει στην Ιστορία. Η μεγάλη θυσία, η ενσάρκωση κάποιου ρόλου με μεγάλη επιτυχία (ακόμα καλύτερα, η επινόηση ενός νέου ρόλου προς μίμηση, όπως του οικολογικού πολεμιστή), κερδίζει μια θέση στην Ιστορία – τον ‘παράδεισο’ για τους μικροαστούς.

Η παλιά αριστερά ζητούσε ευθέως από τους ανθρώπους να προβούν σε ηρωική αυτοθυσία: «Θυσιαστείτε με χαρά, αδέλφια! Για τον Αγώνα, για το Κόμμα, για την Ενότητα, για Κρέας με Πατάτες!» Στις μέρες μας, αυτό γίνεται πιο συγκεκαλυμμένα. Ο Vaneigem κατηγορεί τους «νεαρούς ακροαριστερούς που αφιερώνονται στην υπηρεσία ενός Σκοπού – του υψηλότερου Σκοπού. Σπαταλούν το χρόνο που θα μπορούσαν να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά, με το να μοιράζουν φυλλάδια, να κολλούν αφίσες, να διαδηλώνουν και να παρενοχλούν τους τοπικούς άρχοντες. Γίνονται αγωνιστές, φετιχιστές της δράσης – τη σκέψη την κάνουν άλλοι για λογαριασμό τους.»

Αυτό θυμίζει τα δικά μας, ειδικά ο φετιχισμός της δράσης. Στις αριστερές ομάδες, οι ‘αγωνιστές’ είναι ελεύθεροι να τρέχουν από δω κι από κει γιατί ο ηγέτης, ο γκουρού της παρέας, παίζει τη θεωρία στα δάχτυλα κι έχει ‘κάνει όλη την ανάλυση’, η οποία γίνεται αυτόματα αποδεκτή ως ‘γραμμή’. Με τους ακτιβιστές άμεσης δράσης διαφέρει κάπως: η δράση γίνεται φετίχ, κυρίως επειδή σιχαίνονται την οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση.

Τη 18η Ιουνίου παρατηρήθηκε όντως το φαινόμενο του ‘επαγγελματία ακτιβιστή’, αλλά δεν είχε μεγάλες διαστάσεις. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για μας, είναι η αίσθηση διαχωρισμού από τους ‘κοινούς ανθρώπους’ που συνεπάγεται η ακτιβιστική ιδιότητα. Πολλοί από μας ταυτιζόμαστε με μια περίεργη υποκουλτούρα, μια κλίκα στην οποία ανήκουμε ‘εμείς’ σε αντιδιαστολή με ‘εκείνους’, δηλαδή όλους τους άλλους.

Απομόνωση

Η υιοθέτηση της ιδιότητας του ακτιβιστή μας απομονώνει από όλους εκείνους με τους οποίους θα έπρεπε να είμαστε σε επαφή. Η αφομοίωση ενός τέτοιου ρόλου μας διαχωρίζει από την υπόλοιπη ανθρώπινη φυλή ως ξεχωριστούς και μοναδικούς. Όταν λέμε ‘εμείς’ εννοούμε συνήθως την ακτιβιστική ομάδα, άντε την ακτιβιστική κοινότητα, ποτέ δεν εννοούμε την τάξη. Ένα παράδειγμα: Στους κύκλους των ακτιβιστών, συζητιέται εδώ και καιρό η ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από τις κάθε είδους δράσεις και να επιδιώξουμε τη δημιουργία δεσμών. Για τους περισσότερους, ωστόσο, αυτό δε σήμαινε τίποτα παραπάνω από τη σύναψη δεσμών με άλλους ακτιβιστές ή ομάδες. Αυτό έγινε και στις 18 Ιουνίου. Συγκεντρώσαμε, δηλαδή, τους ακτιβιστές από διάφορες θεματικές στον ίδιο τόπο και χρόνο και ουσιαστικά αυτοανακηρυχτήκαμε σε «γκέτο των δίκαιων αιτημάτων».

Τα διάφορα φόρουμ δικτύωσης που ξεφύτρωσαν πρόσφατα σ’ όλη τη χώρα (Rebel Alliance στο Brighton, NASA στο Nottingham, Riotous Assembly στο Manchester, το London Underground, κ.α.) έχουν ένα παρόμοιο στόχο: να φέρουν σε επαφή τις ακτιβιστικές ομάδες κάθε περιοχής. Σε καμία περίπτωση δεν καταδικάζω κάτι τέτοιο - είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε περαιτέρω δράση - αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, όσον αφορά τη ‘δημιουργία δεσμών’ είναι, από μόνο του, ανεπαρκές. Έχει ενδιαφέρον επίσης η διαπίστωση, ότι το κοινό σημείο αναφοράς αυτών των ομάδων είναι ο ‘ακτιβισμός’ – το με τι πραγματικά ασχολούνται φαίνεται ότι περνά σε δεύτερη μοίρα.

Δεν αρκεί να δημιουργήσουμε δεσμούς μεταξύ όλων των ακτιβιστών του κόσμου, όπως δεν αρκεί το να προσπαθούμε να ‘προσηλυτίσουμε’ τους πάντες στον ακτιβισμό. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν κάποιοι, δε θα είμαστε πιο κοντά σε μια επανάσταση αν γεμίσει ο κόσμος ακτιβιστές. Ο Vaneigem λέει: «Επανάσταση γίνεται κάθε μέρα, αντίθετα με όσα λένε οι ‘ειδικοί’ της επανάστασης».

Οι αγωνιστές κι οι ακτιβιστές είναι οι σπεσιαλίστες της κοινωνικής αλλαγής ή της επανάστασης. Ο σπεσιαλίστας στρατολογεί άλλους στο δικό του στενό χώρο εξειδίκευσης, αποκτώντας έτσι ο ίδιος μεγαλύτερη δύναμη. Προσπαθεί έτσι, να ανασκευάσει τη δική του αίσθηση αδυναμίας. «Ο ειδικός επιστρατεύει τον εαυτό του με σκοπό, στη συνέχεια, να επιστρατεύσει κι άλλους.» Όπως σ’ ένα πυραμιδικό σύστημα πωλήσεων, (‘αεροπλανάκι’), η ιεραρχία αυτο-αναπαράγεται: κάποιος σε στρατολογεί και, για να μην είσαι εσύ στη βάση της πυραμίδας, πρέπει να στρατολογήσεις κι άλλους κάτω από σένα. Αυτοί, με τη σειρά τους, κάνουν ακριβώς το ίδιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ‘ειδικοί’ αναπαράγουν την αλλοτριωμένη κοινωνία των ρόλων.

Ο Jacques Camatte, στο κείμενό του ‘Περί Οργάνωσης’(1969), κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι οι πολιτικές ομάδες συχνά καταλήγουν να μοιάζουν με ‘συμμορίες’, που αυτο-προσδιορίζονται μέσω του αποκλεισμού των υπολοίπων. Η πρωταρχική αφοσίωση του μέλους είναι στην ομάδα, όχι στον αγώνα. Η κριτική του απευθύνεται στις μυριάδες αριστερές σέχτες και γκρούπες της εποχής του, αλλά ισχύει και για τη νοοτροπία του ακτιβιστή.

Η πολιτική ομάδα (ή το κόμμα) υποκαθιστά το προλεταριάτο και η δική της επιβίωση και αναπαραγωγή καθίστανται πρωταρχικής σημασίας: η επαναστατική δράση γίνεται συνώνυμο με την επέκταση του κόμματος και τη στρατολόγηση νέων μελών. Η ομάδα θεωρεί ότι κατέχει μια μοναδική προσέγγιση της αλήθειας κι οι εκτός ομάδας αντιμετωπίζονται ως ηλίθιοι που πρέπει να εκπαιδευτούν από την πρωτοπορία. Αντί του ισότιμου διαλόγου μεταξύ συντρόφων, κυριαρχεί η διαίρεση μεταξύ θεωρίας και προπαγάνδας. Η ομάδα έχει αναπτύξει τη δική της θεωρία, η οποία όμως διατηρείται σχεδόν μυστική με το σκεπτικό ότι τα λιγότερο έξυπνα μέλη πρέπει πρώτα να προσελκυσθούν στην οργάνωση με κάποια λαϊκιστική στρατηγική και μόνο σε μια μετέπειτα φάση, ξαφνικά κι ως δια μαγείας, θα ξεπηδήσει μπροστά τους το πολιτικό όραμα. Αυτή η ανειλικρινής μέθοδος χειρισμού των όσων βρίσκονται εκτός ομάδας θυμίζει θρησκευτική σέκτα – ούτε αυτοί πρόκειται ποτέ να σου πουν εξαρχής περί τίνος πρόκειται.

Εδώ βλέπουμε κάποιες ομοιότητες με τον ακτιβισμό. Συχνά οι ακτιβιστικές ομάδες αποκτούν τα χαρακτηριστικά συμμορίας. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κι η σύναψη συμμαχιών με άλλες ‘συμμορίες’ που μπορεί να συμπεριλαμβάνουν και φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές, αφού κι αυτοί θεωρούνται ‘ακτιβιστές’. Το βασικό βέβαια είναι ότι η αφοσίωση στη ‘συμμορία’ υποκαθιστά την αφοσίωση στον αγώνα. Η ‘συμμορία’ ανάγεται σε εικονική κοινότητα κι αυτό μας αποπροσανατολίζει από τη δημιουργία μιας ευρύτερης κοινότητας αντίστασης. Η κριτική του Camatte είναι στην ουσία μια επίθεση στο διαχωρισμό της ομάδας από την τάξη. Η τάση να θεωρούμε τους εαυτούς μας ακτιβιστές μας αποκόπτει από τη μάζα των εργαζόμενων ανθρώπων. Ο στόχος μας θα έπρεπε να είναι η άμεση διενέργεια ενός πραγματικού αγώνα κι όχι η επιβεβαίωση της διαφορετικότητάς μας ως ομάδα.

Στις μαρξιστικές ομάδες κυριαρχούν αυτοί που κατέχουν τη ‘θεωρία’. Στις ακτιβιστικές ομάδες δεν συμβαίνει αυτό, συμβαίνει όμως κάτι παρόμοιο. Αυτό που καθορίζει τη ‘δύναμη’ ενός μέλους είναι η γνώση, η εμπειρία, οι επαφές, ο εξοπλισμός κλπ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ακτιβισμός αναπαράγει τη δομή αυτής της κοινωνίας. «Όταν ο εξεγερμένος αρχίσει να πιστεύει ότι πολεμά για έναν ανώτερο σκοπό, δίνει ώθηση στο εξουσιαστικό αίσθημα.» Αυτό δεν είναι ένα επιμέρους ζήτημα, βρίσκεται στη βάση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνική συνθήκη μεταξύ ανθρώπων η οποία είναι, στην ουσία της, διαμεσολαβητική. Η αλλοτρίωση έγκειται στο ότι ζούμε τις ζωές μας με βάση τη διαμεσολάβηση ‘αξιών/αγαθών’ που έχουμε κατασκευάσει εμείς οι ίδιοι. Αν αναπαράγουμε αυτή τη δομή στο όνομα μιας ‘αντικαπιταλιστικής’ πολιτικής, έχουμε χάσει εκ προοιμίου. Δεν μπορείς να πολεμήσεις την αλλοτρίωση με αλλοτριωμένα μέσα.

Μια σεμνή πρόταση

Κάνω μια σεμνή πρόταση: να αναπτύξουμε τρόπους λειτουργίας με τους οποίους θα ενσαρκώνουμε επαρκώς το ριζοσπαστικό μας όραμα. Το ζητούμενο δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο και ο γράφων ΔΕΝ έχει πιο ξεκάθαρη άποψη από τον οποιονδήποτε άλλο, για το πώς μπορεί να επιτευχθεί. Δεν υποστηρίζω ότι η 18η Ιουνίου έπρεπε να εγκαταλειφθεί ή να καταδικαστεί. Ήταν όντως μια γενναία απόπειρα να ξεπεράσουμε τα όριά μας και να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο από αυτό που έχουμε τώρα. Ωστόσο, στην επιδίωξή της να ξεκό
ψει από τις παλιές, σχηματικές μεθόδους δράσης, η απόπειρα αυτή κατέδειξε τα δεσμά που μας δένουν ακόμα με το παρελθόν. Οι επικρίσεις του ακτιβισμού που εξέφρασα πιο πάνω δεν αφορούν, στο σύνολό τους, τη 18η Ιουνίου. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια ακτιβιστική ‘φιλοσοφία’ που, στη χειρότερή της μορφή, συμπεριλαμβάνει όλα όσα ανέφερα πιο πάνω και στις 18η Ιουνίου αυτή η ‘φιλοσοφία’ ήταν παρούσα σε κάποιο βαθμό. Σε ποιο βαθμό, το αφήνω στην κρίση σας.

Ο ακτιβισμός είναι μια μορφή πολιτικής δράσης που υιοθετούμε, εν μέρει, λόγω αδυναμίας. Όπως στη συντονισμένη δράση των Reclaim the Streets και των λιμενεργατών του Liverpool – βρισκόμαστε σε εποχές που η ριζοσπαστική πολιτική είναι συχνά προϊόν αμοιβαίας αδυναμίας κι απομόνωσης. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε το να υπερβούμε το ρόλο του ακτιβιστή μπορεί να μην είναι καν μέσα στις δυνάμεις μας. Σε περιόδους ύφεσης του κοινωνικού αγώνα, αυτοί που συνεχίζουν να μάχονται για κοινωνική αλλαγή πιθανόν να περιθωριοποιούνται και να φαίνονται από τους έξω (ή και να βλέπουν τους εαυτούς τους) ως μια ειδική, ξεχωριστή ομάδα. Πιθανόν αυτό να διορθώνεται μόνο μέσα από μια γενικότερη άνοδο του κινήματος, οπότε δε θα μας βλέπουν ως γραφικούς ή ακραίους αλλά μόνο ως κάποιους που εκφράζουν αυτό που βρίσκεται στο μυαλό όλων. Ωστόσο, η κλιμάκωση του αγώνα προϋποθέτει την απόρριψη του ρόλου του ακτιβιστή στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και μια αδιάκοπη προσπάθεια υπέρβασης των ορίων μας.

Ιστορικά, τα κινήματα που πλησίασαν περισσότερο στην αποσταθεροποίηση ή στην κατάργηση ή στην υπέρβαση του καπιταλισμού, δεν είχαν καθόλου ακτιβιστική μορφή. Ο ακτιβισμός είναι στην ουσία μια μορφή πολιτικής δράσης και μια μέθοδος λειτουργίας που ταιριάζει περισσότερο στο φιλελεύθερο ρεφορμισμό και η οποία, στην παρούσα φάση, επεκτείνεται πέραν των ορίων της και χρησιμοποιείται για επαναστατικούς σκοπούς. Ο ρόλος του ακτιβιστή καθαυτός θα έπρεπε να κρίνεται ως προβληματικός για όσους επιθυμούν την κοινωνική επανάσταση.

Andrew X

[1] ΣτΜ: Στο πρωτότυπο: liberal reformism. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην παράδοση του φιλελευθερισμού, που είναι ευρέως διαδεδομένη στην Αγγλία. Σήμερα, αντιστοιχεί στην αντίληψη περί ‘κοινωνίας των πολιτών’, με κύριους εκφραστές τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Αναδημοσίευση από http://indy.gr/library/paratste-ton-aktibismo-metafrasi