ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΟΥ

Το κίνημα των comedores (κοινοτικές κουζίνες) που έχει αναπτυχθεί στο Περού δεν έχει το αντίστοιχό του σε λατινοαμερικάνικο και παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο στην πρωτεύουσα Λίμα 500.000 άτομα τρέφονται σήμερα μέσω των λαϊκών συσσιτίων τα οποία προετοιμάζει και διαχειρίζεται ένα κίνημα 150.000 γυναικών. Πρόκειται για μια μορφή συλλογικής οργάνωσης των από κάτω, μέσα από την οποία όχι μόνο αντιμετωπίζεται η επιβίωση των πιο φτωχών στρωμάτων αλλά ταυτόχρονα οι γυναίκες που συμμετέχουν εκπαιδεύονται σε οργανωτικές δραστηριότητες, πραχτικές δημοκρατίας, πώς να ξεπερνούν τις αντιπαραθέσεις τους αλλά και πως να συμπεριφέρονται απέναντι σε οργανισμούς και τη γραφειοκρατία.

Τα πρώτα λαϊκά συσσίτια εμφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70 κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης εκπαιδευτικής απεργίας. Οι εκπαιδευτικοί είχαν καταλάβει τα σχολεία. Σε ορισμένες λαϊκές γειτονιές οι γυναίκες ετοίμαζαν συσσίτια για τους καταληψίες απεργούς. Για βδομάδες τα σχολεία μετατράπηκαν σε χώρους πολιτικής συζήτησης, σε χώρους συνάντησης ανάμεσα στη συνοικία, το σχολείο και τους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες της εποχής.

Στη συνέχεια πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες προχώρησαν στη συγκρότηση συνοικιακών οργανώσεων με σκοπό να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα διατροφής των οικογενειών τους. Σημαντικό ρόλο στην οργάνωσή τους έπαιξαν προοδευτικοί ιερείς του ρεύματος της θεολογίας της απελευθέρωσης που προωθούσαν την αυτοβοήθεια και την αυτοοργάνωση. Η εμπειρία υπήρξε θετική και στη συνέχεια το κράτος άρχισε να εισχωρεί στο κίνημα των συσσιτίων με σκοπό να τo προσεταιριστεί και δημιουργήθηκαν τα «επιδοτούμενα» συσσίτια σε αντίθεση με τα αρχικά
που παρέμεναν «αυτοδιαχειριζόμενα».

Κατά τη δεκαετία του ’80 η οικονομική κρίση που διαπερνούσε τη χώρα εκτόξευσε τον αριθμό των comedores. Το ’89 είχαν φτάσει τις 3.000. Η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση του Φουχιμόρι συνεέλεσε ακόμη περισσότερο στην ενίσχυση του κινήματος. Σε μια απογραφή του 2003 καταγράφηκαν μόνο στη Λίμα 5.000 comedores. Σήμερα υπολογίζεται πως στα «λαϊκά συσσίτια» διατρέφεται το 7% του πληθυσμού της Λίμα.

Κάθε «λαϊκή κουζίνα» παράγει κατά μέσο όρο 100 μερίδες τη μέρα. Το 60% απορροφούν οι γυναίκες που συμμετέχουν στο εγχείρημα και οι οικογένειές τους∙ ένα 12% πηγαίνει στις γυναίκες που μαγειρεύουν σαν προσφορά στη δουλειά που κάνουν ∙ ένα 10% δωρεάν σε άπορα πρόσωπα της γειτονιάς. Το υπόλοιπο 18% πουλιέται σε χαμηλή τιμή σε τρίτους. Οι γυναίκες που συμμετέχουν το αγοράζουν σε μια τιμή χαμηλότερη απ’ ότι οι εξωτερικοί πελάτες. Με τα έσοδα από τις πωλήσεις των μερίδων αγοράζουν τα απαραίτητα τρόφιμα της επόμενης μέρας.

Αρκετές φορές καταφεύγουν στη διοργάνωση φιέστας προκειμένου να καταφέρουν να αποκτήσουν ή να αντικαταστήσουν τον εξοπλισμό τους. Οι comedores λειτουργούν στη βάση της αλληλέγγυας οικονομίας και όχι της αγοράς και δεν υπόκεινται σε λογικές επιχειρήσεων. Δεν αποταμιεύουν ούτε μοιράζονται κέρδη στις γυναίκες που συμμετέχουν. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά μάλλον πρόκειται για ένα σύστημα «στο οποίο οι φτωχοί επιδοτούν τους πιο φτωχούς αφού το 10% των μερίδων προσφέρεται δωρεάν σε ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν.»

Κάθε βδομάδα 2-3 γυναίκες εναλλάξ αναλαμβάνουν το μαγείρεμα. Το ωράριο εργασίας τους ξεκινάει από τις 7 το πρωί όταν πηγαίνουν στην αγορά για να αγοράσουν τα τρόφιμα και τελειώνει στις 3 το μεσημέρι με την καθαριότητα του χώρου. Υπάρχει ακόμη μια Επιτροπή Περιφρούρησης που είναι επιφορτισμένη με τη προστασία των τροφίμων. Μόνο οι μαγείρισσες παίρνουν σαν ανταμοιβή για τη δουλειά τους 5-10 μερίδες ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών που έχει η κάθε μία, αλλά καθώς υπάρχει εναλλαγή στα πρόσωπα επωφελείται το σύνολο των μελών, που κατά μέσο όρο ανέρχεται στις 25 γυναίκες.
Η συνέλευση είναι το όργανο στο οποίο παίρνονται οι αποφάσεις. Στο χώρο που στεγάζονται οι comedores συνήθως λειτουργούν και ορισμένα εργαστήρια συζητήσεων και ζύμωσης, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση της οικογενειακής βίας, του αλκοολισμού και των ναρκωτικών. Μέσα από την εμπλοκή τους στις comedores οι γυναίκες αυτές κατέκτησαν τη δυνατότητα να βγουν από το σπίτι και από την απομόνωση μέσα στην οποία ζούσαν, έχουν ενισχύσει την αυτοεκτίμησή τους και έχουν αποσπάσει τον σεβασμό των λαϊκών γειτονιών, μέσα στις οποίες πρωταγωνιστούν σε κάθε αγώνα που διεξάγεται.