Το κίνημα των συνελεύσεων στην Αργεντινή. Απολογισμός μιας εμπειρίας

του Ezequiel Adamovsky

Αμέσως μετά την εξέγερση της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή αναδύθηκε ένα καινούργιο κοινωνικό κίνημα των "λαϊκών συνελεύσεων". Σε πολύ λίγο χρόνο, περισσότερες οπό 150 συνελεύσεις από 15 με 300 γείτονες σχηματίστηκαν αυθόρμητα στο Buenos Aires και άλλες σε C?rdoba, Rosario, Marietta, Santa Fe και σε άλλες πόλεις Ήδη τον Ιανουάριο του 2002 οργανώθηκε ένα συντονιστικό αυτών των συνελεύσεων, πρώτα σε επίπεδο πόλης και μετά σε εθνικό επίπεδο η "Διαγειτονική Συνέλευση του Πάρκου Centenario" και η "Διαγειτονική Εθνική". Το φαινόμενο υποσχόταν να μετατραπεί σι μία σαρωτική κοινωνική δύναμη. Μετά από ένα σχεδόν χρόνο έντονης δραστηριότητας, ωστόσο, το κίνημα των συνελεύσεων άρχισε να δείχνει σημάδια φθοράς πολλοί γείτονες απομακρύνθηκαν και οι "διαγειτονικές", ακόμη και πολλές τοπικές συνελεύσεις, εξαφανίστηκαν Σήμερα περισσότερο από δύο χρόνια μετά την εξέγερση, μόνο κάποιες από εκείνες τις αρχικές συνελεύσεις συνεχίζουν να δουλεύουν, παρηκμασμένες σε ενέργεια και σύμπτωση.

Αυτό που ακολουθεί είναι μία προσπάθεια πραγματοποίησης ενός κριτικού απολογισμού του κινήματος, βασισμένου στην εμπειρία μου ως μέλους της Λαϊκής Συνέλευσης Cid Campeador και σε προηγούμενες προσπάθειες νια να σκεφτούμε τις πρακτικές μας.

Η σημασία ενός νέου κινήματος

Όπως κάθε νέο κοινωνικό κίνημα, το κίνημα των συνελεύσεων αναδύθηκε σε μία ρωγμή του συστήματος της αντιπροσώπευσης. Στην Αργεντινή του τέλους της δεκαετίας του '90, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, η πολιτικο-θεσμική πλαισιοδομή σχεδιασμένη για να καναλιζαρει/απαλλοτριώνει την ενέργεια των κατοίκων έδινε δείγματα κάθε φορά και μεγαλύτερης ανεπάρκειας. Αντιληπτό πριν από δύο αιώνες και τελειοποιημένο από τότε, το σύστημα που είναι γνωστό ως "φιλελεύθερη δημοκρατία" γίνεται κάθε φορά και πιο ανεπαρκές τη στιγμή της συγκράτησης των εντάσεων του καπιταλισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης Στην Αργεντινή, αυτή η διαδικασία βιώθηκε με ιδιαίτερα κοφτερό τρόπο νεοφιλελεύθερες πολιτικές μεγαλύτερου βάθους και βίας απ' ό,τι σε άλλες περιπτώσεις παρήγαγαν ισχυρά καταστροφικά του οικονομικού και διαλυτικά του πολιτικού αποτελέσματα. Η γρήγορη οικονομική χειροτέρευση της Αργεντινής από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1976 - επιταχυνόμενη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 - και η απώλεια της πιστότητας του πολιτικού καθεστώτος - διεφθαρμένου από την εξουσία του χρήματος και κάθε φορά πιο πολύ εξαρτώμενου από τη βούληση του ΔΝΤ και των μεγάλων οργανισμών - είναι αρκετά γνωστές και δε θα επιστρέψω εδώ σ' αυτά τα ζητήματα. Το σημαντικό είναι να απεικονίσουμε τις μετατοπίσεις του πολιτικού νοήματος αυτού που οι ρωγμές του συστήματος είναι ταυτόχρονα ενδείξεις και παραγωγικοί παράγοντες "Να φύγουν όλοι" (que se vayan todos, QSVT), το αρχικό σύνθημα της εξέγερσης είναι μία από αυτές τις μετατοπίσεις του νοήματος Οι συνελεύσεις, από τη μεριά τους. προκύπτουν απρόσμενα στον ανοιχτό ορίζοντα των πιθανοτήτων για αυτό το σύνθημα.

Είναι δύσκολο να εγκαθιδρύσουμε της καταγωγή του QSVT και πολύ περισσότερο να παρακολουθήσουμε τις πολλαπλές σημασίες που απέκτησε μέσα στο χρόνο. Είναι πιθανό ότι το σύνθημα έχει αναδυθεί, παραδόξως, από μία διαφοροποίηση του νοήματος των προηγούμενων νεοφιλελεύθερων μηνυμάτων. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, ο mainstream τύπος έχει αφιερωθεί σε μία συστηματική εκστρατεία δυσφήμισης των πολιτικών και του κράτους γενικά με σκοπό να νομιμοποιήσει το αντικοινωνικά σχέδιο και το σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή την επικράτηση της αγοράς ως μοναδικού μηχανισμού οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Αυτή ή κριτική συνδυαζόταν με άλλη στο ίδιο πνεύμα αλλά πιο καθαρό ηθικού χαρακτήρα, ενάντια στη σκανδαλώδη διαφθορά των δημόσιων λειτουργιών. Η επίθεση στους πολιτικούς και στην πολιτική έφθασε τέτοιο κακοήθη επίπεδα που μεγαλοτομείς του τύπου έφτασαν να υποκινήσουν την αποχή ή την εσκεμμένη ακύρωση της ψήφου στις προηγούμενες της εξέγερσης νομοθετικές εκλογές Μπροστά στην αδεξιότητα της κυβέρνησης του De la R?a να χειριστεί την οικονομική κρίση, ο κόσμος που συμμετείχε στην κατσαρολάδα τη νύχτα της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001 ξανάπιασε και έφτασε στα άκρα το μήνυμα που είχε μάθει στα χρόνιο της αντιπολιτικής εκστρατείας και χάραξε το QSVT. Αλλά η αλλαγή στην πράξη της διατύπωσης του αντιπολιτικού μηνύματος άνοιξε τις πόρτες σε μία βαθιά μεταστροφή του νοήματος. Με τη μετακίνηση του κηρύγματος από τον τύπο, που προσλαμβανόταν παθητικά από τους θεατές, στη φωνή χιλιάδων κινητοποιημένων γειτόνων στους δρόμους με δική τους απόφαση, η απόρριψη των πολιτικών απέκτησε μία σημασία απολύτως διαφορετική. Για τους νεοφιλελεύθερους, το "έξω οι πολιτικοί" σήμαινε έναν κόσμο καταναλωτών, χωρίς πολίτες'' οι γείτονες που τραγουδούσαν το QSVT στην Πλατεία του Μαΐου και καταλάμβαναν το δημόσιο χώρο σε όλη την πόλη, αντιθέτως, διαβεβαίωναν την πολιτική τους κυριαρχία μέσω της ίδιας αυτής της πράξης.

"Να φύγουν αυτοί, εδώ είμαστε εμείς". Από αυτή τη διαφοροποίηση του νοήματος αναδύθηκαν οι συνελεύσεις. Ο ορίζοντας των πιθανοτήτων ανοιχτός από μία προοπτική ενός κόσμου χωρίς πολιτικούς αλλά με δραστήρια υποκείμενα συναντήθηκε στο δρυμό, άνοιξε τη ρωγμή από την οποία, χωρίς προμελέτη γλίστρησαν οι συναντήσεις των αποφασισμένων, να απελευθερωθούν και ν' αποφασίσουν για τους εαυτούς τους, γειτόνων. Ίσως αυτές οι πρώτες συναντήσεις να υπάκουαν σε μία σχεδόν ενστικτώδη ορμή μπροστά στο συναίσθημα της ερήμωσης που παραγόταν από μία οικονομία και ένα πολιτικό σύστημα που ήταν θρύψαλα. Κανείς δεν τις σχεδίασε και δεν τις οργάνωσε προκαταβολικά. Κανένα κόμμα ή ηγέτης δεν τις είχε προτείνει ή συγκαλέσει. Μπροστά στην κατάρρευση μίας κοινωνίας οργανωμένης από την αγορά και τα κράτος (της), πολλοί γείτονες απλώς γύρισαν στο σημείο μηδέν της κοινωνικής ζωής η συνάντηση με το επόμενο μέσω της λέξης.

Σ’ αυτή την πρωτογενή μορφή και περιεχόμενο - η συνάντηση και η λέξη - αθροίστηκαν πιο πολύπλοκες μορφές και περιεχόμενα που δεν ήταν ούτε πρόδηλα ούτε απαραίτητα. Από το ίδιο το όνομα "συνέλευση", οι συναντήσεις των γειτόνων ποτίστηκαν από τις λίγες διαθέσιμες και ανυποψίαστες εμπειρίες και λόγους και προσαρμόστηκαν στη δική της πραγματικότητα. Η απόρριψη κάθε μορφής αντιπροσώπευσης, πολύ δυνατά κατακτημένη από την αρχή, ήταν σίγουρα αποτέλεσμα της δυσπιστίας σχετικά με τους αντιπροσώπους και τα κόμματα, και τα δύο σε βαθιά απώλεια κύρους. Παράλληλα, το μέσο της άμεσης δράσης (δε χρησιμοποιούσαμε αυτή τη λέξη στην αρχή) απορρέει από μία τέτοια απόρριψη των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Η υπεράσπιση της "οριζοντιότητας" - άλλη καινοτομία στο πολιτικό λεξιλόγιο αυτών των ημερών - επίσης. μεταμορφώθηκε σε μία από τις αρχικές κατευθύνσεις των συνελεύσεων. Στην καταγωγή του, ήταν σίγουρα τόσο η δυσπιστία σχετικά με τούς ηγέτες και τις υπάρχουσες αρχές, όσο και η αντίδραση μπροστά στους αγωνιζόμενους των κομμάτων της ιεραρχικής αριστεράς που προσπαθούσαν να μας χειραγωγήσουν και να μας επιβάλλουν τα "προγράμματα" τους. Άλλες μορφές και περιεχόμενα εισήχθησαν σταδιακά και πολλά παρέμειναν ως έδαφος διαμάχης μέσα στο κίνημα. Πολλές συνελεύσεις, για παράδειγμα, σύντομα υιοθέτησαν ένα καθαρά αντί καπιταλιστικό λόγο. Στο καθαρά τυπικό-διαδικαστικό πλάνο, κάποιες συνελεύσεις επέλεξαν ανάμεσα στις λίστες ομιλητών ή ψηφοφοριών με μειοψηφία και πλειοψηφία, ενώ άλλες προτίμησαν την αυθόρμητη συζήτηση ή τις αποφάσεις με συναίνεση. Οι επιλογές με τη μία ή την άλλη έννοια εξαρτιόταν τόσο από την παρουσία κόσμου με αυτή ή την άλλη προηγούμενη εμπειρία, όσο και από το βαθμό αμοιβαίας πίστης και σεβασμού που οι γείτονες κατάφεραν να παράγουν.

Άλλο πεδίο διαμάχης ήταν και συνεχίζει να είναι εκείνο της πολιτικής στρατηγικής για να υιοθετηθεί σχετικά με την κατασκευή της εξουσίας και του κράτους. Για κάποιους, η Έννοια της "αυτονομίας" - άλλη καινοτομία στο πολιτικό μας λεξιλόγιο - συνδυασμένη με την οριζοντιότητα, βοήθησε να σκεφτούμε στρατηγικές που δεν ήταν επικεντρωμένες στην "κατάληψη της εξουσίας" μέσω των κομμάτων και να κατασκευάσουμε, στη θέση της, "ανιιεξουσίες" πιο δεμένες στην εδαφική δουλεία και μέσω δικτύων χωρίς κεντρική εξουσία. Το κύμα καταλήψεων κτιρίων και η εγκατάσταση αυτόνομων κοινωνικών κέντρων που πρωταγωνίστησε στις συνελεύσεις προς τα μέσα του 2002 είναι ένα καλό παράδειγμα αυτού. Αλλά μέλη συνελεύσεων, ωστόσο, συνεχίζουν να προσκολλώνται στη σοσιαλιστική ή λαϊκιστική κληρονομιά και φαντάζονται την κατασκευή ενός κινήματος που φέρνει "έναν από εμάς" στην εξουσία. Στην ανάγκη, όλες αυτές τις καινοφανείς ιδέες τις εκμεταλλεύονταν ομάδες ακτιβιστών ήδη, τουλάχιστον, από τα μέσα της δεκαετίας του '90. Αλλά ήταν η ανοιχτή από το QSVT ρωγμή, η μετατόπιση της έννοιας που έφερε την εξέγερση αυτό που επέτρεψε τη μόλυνση ευρέων μέχρι τότε ερμητικά κλειστών τομέων της κοινωνίας με αυτές τις γνώσεις.

Εν πάση περιπτώσει, και πιο κει από σαφή περιεχόμενα και τυπικές διαδικασίες, αυτό που πιο πολύ ενδιαφέρει από το κίνημα των συνελεύσεων είναι οι διαδικασίες και οι σχεδόν αόρατες αλλαγές που η καθημερινή λειτουργία τους παράγει και εγγυάται. Το σχέδιο όπου αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές είναι αυτό των κοινωνικο-πολιτικών ταυτοτήτων. Τόσο ή ετερογενής σύνθεση των συνελεύσεων όσο και οι κανόνες της οριζόντιας λειτουργίας τους έκαναν απαραίτητη μία συνεχή διαδικασία διαπραγμάτευσης των διαφορών και την αμφισβήτηση των κληροδοτημένων ταυτοτήτων.

Στην περίπτωση της συνέλευσης μου αυτό φάνηκε με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, στην επίμονη απόρριψη του να αναγνωριστεί ως "μεσαίας τάξης", συμφωνά με τη γρήγορη κοινωνιολογία που πρότειναν τα μέσα επικοινωνίας, από την άλλη, ούτε οι ταυτότητες που πρότεινε ο λόγος της παραδοσιακής αριστεράς μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς έναν εμφανή εξαναγκασμό δεν ήμαστε ούτε "εργατική τάξη", ούτε ήμαατε διαθέσιμοι να φέρουμε με ευθύνη μία ταυτότητα "μικροαστών". Η συνέλευση ανέλαβε με υπερηφάνεια, στη δική της αυτοαντίληψη, τη σιωπηρή συμμαχία που η εξέγερση εγκατέστησε ανάμεσα στη μεσαία τάξη και τους λαϊκούς τομείς. Από τα πρώτα μέλη της συνέλευσης, ωστόσο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συμμετείχαν στη μεσαία τάξη του Buenos Aires. Και, έστω κι έτσι, η βούληση να σπάσει τις διαιρέσεις των τάξεων τις οποίες μας επιβάλλει το σύστημα συντέλεσε ώστε η συνέλευση να ανατρέπεται διαρκώς για να υφάνει δεσμούς με τις λαϊκές τάξεις μέχρι να, μετά το πέρασμα κάποιων μηνών, ενσωματώσει αποτελεσματικά μέλη αυτών των τάξεων. Πιο πολύ πρέπει να πούμε ότι αυτό δεν ήταν μία απλή διαδικασία ούτε πολύ περισσότερο περατωμένη, οι εντάσεις και οι ταξικές προκαταλήψεις πέρασαν απαρατήρητες και συνεχίζουν να περνούν με χίλιους τρόπους στη γλωσσά, τη συμπεριφορά, το μοίρασμα εργασιών, κτλ.

Έτσι ακριβώς, η συνέλευση επέτρεψε μέχρι κάποιο βαθμό τη διαπραγμάτευση των εθνικών ταυτοτήτων, λίγο με τη συμβολή του συνειδητού διεθνισμού κάποιων μελών και άλλο λίγο με την παρουσία μελών που, εκ των πραγμάτων, δεν είχαν γεννηθεί στην Αργεντινή. Αναδρομικά, γίνεται φανερό ότι περάσαμε ατπ' το να θεωρούμαστε πρωταγωνιστές ενός καθαρά εθνικού αγώνα στο να σκεφτόμαστε ως τμήμα του διεθνούς αγώνα. Σε αυτή τη διαδικασία ήταν θεμελιώδης η δική μας εικόνα που μας επέστρεφε τον ξένο Άλλο: οι δεκάδες των διεθνών αγωνιστών που πέρασαν από τη συνέλευση μας, οι πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο των αγώνων μας και των ιδεών μας σε άλλες χώρες και η συμμετοχή σε δράσεις αλληλεγγύης σε κινήματα σε μακρινά μέρη του κόσμου ενίσχυσαν την τάση προς την αποδυνάμωση ταυ Εθνικού στοιχειού στις αρχικές μας ταυτότητες. Άλλες μορφές διαπραγμάτευσης των ταυτοτήτων - για παράδειγμα, εκείνων του γένους και των γενεών – έγιναν, επίσης, εμφανείς. Συνοψίζοντας, οι συνελεύσεις όχι μόνο δεν είναι προϊόν μίας πολλαπλότητας των κοινωνικών υποκείμενων αλλά, επίσης, τουλάχιστον εν δυνάμει παράγοντες που παράγουν την πολλαπλότητα.

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η ιστορική σημασία του κινήματος των συνελεύσεων έγκειται στο ότι σημαίνει (με τη διπλή του έννοια: μαρτυρά και παράγει), μαζί με αλλά παρόμοια κινήματα, τη μετάβαση προς μια νέο μέθοδο αντίληψης της απελευθερωτικής πολιτικής. Ανακτώντας πολλά από την κληρονομιά της παραδοσιακής αριστεράς, οι συνελεύσεις, ωστόσο, σημειώνουν μετατοπίσεις σε διαφορές θεμελιώδεις έννοιες. Στην παραγωγή χωρών απελευθέρωσης αυτονομίας και άμεσης δράσης το κίνημα διαχωρίζεται απ' την καθαρά κρατική και αντιπροσωπευτική πολιτική? στην οριζόντια λειτουργία του όπως και στην παραγωγή οριζοντιότητας και πολλαπλότητας, οι συνελεύσεις απομακρύνονται από την ιεραρχική πολιτική και αρχή της παλιάς αριστεράς και την ουσιοκρατική και περιορισμένη της αντίληψη του απελευθερωτικού υποκειμένου. Εν τέλει, οι συνελεύσεις παράγουν μια υπερθέση των σημείων της "μορφής" και του "περιεχομένου" και εκείνων του "μέσου" και του "τέλους", ταυτόχρονα με το να θέτουν σε αμφισβήτηση τη γραμμική αντίληψη του ίδιου του χρόνου των προηγουμένων ιστοριών της αριστεράς. Έχει ασκηθεί πολλές φορές η κριτική στις συνελεύσεις ότι στερούνται ενός πολιτικού "προγράμματος". Ωστόσο, στη λειτουργία των συνελεύσεων είναι η ίδια η διαδικασία (η μορφή) όπου γονιμοποιούνται το περιεχόμενα Το "πρόγραμμα" μιας συνέλευσης - αν μπορούσε να ονομαστεί έτσι - συνίσταται στην πολλαπλότητα των χωρών συνέλευσης, δηλαδή στη δημιουργία ενός κόσμου κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση: οριζόντιου, πολλαπλού, ανοιχτού και ελεύθερου (δηλαδή, αυτόνομου). Γι' αυτό σε αντίθεση με την εργαλειακή αντίληψη της ίδιας της πολιτικής της παλιάς αριστεράς - που γεννά ένα διαχωρισμό ανάμεσα στα μέσα (ιεραρχικά και εξουσιαστικά) και τους σκοπούς (ισότητα και ελευθερία) - στην πολιτική των συνελεύσεων τα μέσα και οι σκοποί συμπίπτουν. Με άλλα λόγια, οι συνελεύσεις προσχηματίζουν ή προβλέπουν τον κόσμο που επιθυμούν.

Είναι για όλο αυτό που οι συνελεύσεις, επίσης, υπονομεύουν την αντίληψη του χρόνου που συναντάται στις επαναστατικές παραδόσεις του παρελθόντος. Η απελευθερωτική παραδοσιακή πολιτική βασίζεται στην αφήγηση ενός γραμμικού χρόνου, στον οποίο η δουλειά του παρόντος είναι να καταστρέψει το παρελθόν και να συσσωρεύσει δυνάμεις για να προχωρήσει προς ένα ακτινοβόλο και γνωστό σημείο, τοποθετημένο στο μέλλον. Έτσι, η ταυτότητα του απελευθερωτικού υποκείμενου – η "εργατική (αλάνθαστα) επαναστατική τάξη" - όσο και ο εργαλειακός χαρακτήρας του τρόπου οργάνωσης (το συγκεντρωτικό κόμμα που συσσωρεύει εξουσία) και το περιεχόμενο του 'προγράμματος" (η κομμουνιστική κοινωνία) δείχνουν προς το μέλλον. Η προστακτική ενός γραμμικού χρόνου που γίνεται αντιληπτός έτσι είναι τέτοια που το παρελθόν - δηλαδή τα υποκείμενα που φτάνουν στον αγώνα με τις ταυτότητες τους σφυρηλατημένες από τη δική τους ζωτική εμπειρία - και το παρόν - η στιγμή του αγώνα και η κατασκευή ενός απελευθερωτικού κινήματος - θυσιάζονται για χάρη ενός προσχηματισμενου μέλλοντος. Το παρόν διαβάζεται ως τελεολογικός κώδικας: έχει νόημα μονό αν εκβάλει στο αναμενόμενο μέλλον. Από αυτά το σημείο οπτικής, η πραγματική κάμψη των συνελεύσεων μόνο μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτυχία: δε συσσωρεύουν, άρα οπισθοχωρούν στο μονοπάτι? εξαφανίζονται άρα δεν εξυπηρέτησαν τελικά.

Ωστόσο, η νέα χειραφετητική πολιτική που το κίνημα των συνελεύσεων εξήγει, με παραδείγματα, αμφισβητεί τη χρονική γραμμικότητα του μονοπατιού προς τη χειραφέτηση. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συμβιώνουν "συμφιλιωμένα" σε ένα παρόν το οποίο είναι αυτό που ενσαρκώνει τη στιγμή της ουτοπίας. Η διαδικασία της δαπραγμάτευσης των διαφορών που περιγράφθηκε παραπάνω υπονοεί μία διαλεκτική αμοιβαίας αναγνώρισης των αγωνιζόμενων υποκειμένων που, από την ίδια της την φύση, προϋποθέτει την αποδοχή (αναγνώριση) του παρελθόντος ως συστατικού του παρόντος με το δίκιο του. Αλλά, ταυτόχρονα, η διαπραγμάτευση των διαφορών στο παρόν προσανατολίζεται όχι προς ένα εξωτερικό και προαποφασισμένο μέλλον αλλά προς ένα ορίζοντα προσδοκιών και δυνατοτήτων που ο ίδιος ο παρών αγώνας κατασκευάζει και που συνεπώς, παραμένει αναγκαστικά ανοιχτός. Για όλο αυτά η πολιτική αποτελεσματικότητα των συνελεύσεων δεν μπορεί να μετρηθεί με όρους ενός υποτιθεμένου μέλλοντος που τους είναι

ξένο ούτε στη λειτουργία της συσσώρευσης εξουσίας ή στην αδιάκοπτη συνεχεία τους. Αντιθέτως, η "παραγωγικότητα" του γεγονότος των συνελεύσεων μπορεί μονό να μετρηθεί με ορούς των οριζόντων της πιθανότητας που εγκαινιάζει, των ερωτήσεων που επιτρέπει, των μετατοπίσεων και των ρήξεων που γεννά στη διαδικασία της εφεύρεσης μίας νέας πολιτικής κουλτούρας. Και, στο βαθμό που αυτή η διαδικασία είναι συλλογική και παγκόσμια - δηλαδή ξεπερνά την κατάσταση του αργεντίνικου κινήματος των συνελεύσεων - η επιτυχία ή η αποτυχία των συνελεύσεων, επίσης, δεν μπορεί να μετρηθεί από την απλή χρονική τους συνέχεια. Οι συνελεύσεις θα μπορούσαν να εξαφανιστούν τελείως και, ωστόσο, αυτό δε θα προϋπέθετε απαραίτητα την αποτυχία του κινήματος ως τέτοιου: οι πολιτικές μεταστροφές που συνεισέφεραν στο να γεννηθούν, οι ιδέες και οι εμπειρίες που εξερεύνησαν, θα μπορούσαν να μεταβάλλουν τη μορφή η/και να θρέψουν και να «μολύνουν» άλλα κινήματα. Αντιθέτως, η αδιάκοπτη συνέχεια του ίδιου μέσα στο χρόνο, χωρίς αλλαγές μορφών, μπορεί καλά να είναι σημάδι πολιτικής στειρότητας (απόδειξη αυτού είναι η μη παραγωγική επιβίωση των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς).

Μ’ αυτή την έννοια, αποδεικνύεται αναμφισβήτητο το ότι το κίνημα των συνελεύσεων, μαζί με αλλά παρόμοια κινήματα ήταν μία τεράστια χειραφετητική παραγωγικότητα ακριβώς επειδή συνεισέφερε στο να διακοπούν οι αφηγήσεις της εξουσίας (τόσο αυτές του κράτους όσο και αυτές της παραδοσιακής αριστεράς). Στην Αργεντινή, μία χωρά σημαδεμένη από μία ισχυρά ιεραρχική πολιτική φαντασία - όχι μόνο στη λαϊκίστικη - περονικη πλευρά της αλλά ακόμα και σ' εκείνη της αριστεράς - η επιδρομή ιδεών και πρακτικών βασισμένων στην οριζοντιότητα, την πολλαπλότητα και την αυτονομία αντιπροσωπεύουν μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση. Τα αποτελέσματα αυτής της ρήξης απ' τη μία πλευρά, τοποθετήθηκαν πιο κει από τα σύνορα; Όχι μόνο η ηχώ της δικής μας εξέγερσης (συμπεριλαμβανομένων των συνελεύσεων) έχουν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο εμπνέοντας πολλά κινήματα: την ίδια την ιδέα της οριζοντιότητας "έμαθαν" ακτιβιστές σε πολλά γεωγραφικά πλάτη από τη σκέψη που πήγασε από τις συνελεύσεις μας και τα μη ιεραρχικά κινήματα. Πως να ποσοτικοποιηθούν τα πιθανά αποτελέσματα αυτής της "μικρής" αλλαγής; Πόσοι βλαστοί ων συνελεύσεων θα μπορούν ακόμα να ανθίσουν σε μέρη και με μορφές απροσδόκητες;

Περιορισμοί και εντάσεις της κατασκευής των συνελεύσεων

Φυσικά και αυτή η εξήγηση σχετικά με τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών κινημάτων θα μπορούσε να εξυπηρετεί για να αρνηθούμε να δούμε τα προβλήματα και τα όρια του κινήματος των συνελεύσεων Δεν πρόκειται εδώ να καθιερώσουμε μια εκ των προτέρων σύγκληση για οποιαδήποτε κατάσταση αγώνα αλλά για να επιτρέψουμε μια ευελιξία γύρω από την έκταση και τα όρια των αγώνων στις πραγματικές τους μορφές. Με όλες τις δυνατότητες τους, οι συνελεύσεις έχουν συναντήσει σημαντικά όρια στην κατασκευή τους και, αναμφίβολο, πολλή από την κάμψη του τους τελευταίους μήνες να υπακούει σ' αυτό. Αυτό που ακολουθεί είναι μία προσπάθεια να τακτοποιηθούν και να αναλυθούν οι πιο σημαντικές.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ (ή οι δυσκολίες της οριζοντιότητας)

Πολλά από τα όρια του κινήματος των συνελεύσεων έχουν σχέση με τη δυσκολία να εγκαταστήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών τους. Ταυτόχρονα, αυτή η δυσκολία σχετίζεται με την ιδιαίτερη μορφή στην οποία γεννήθηκαν οι συνελεύσεις: όπως χώροι 1) που δεν ιδρύθηκαν με προηγούμενες σχέσεις ή τουλάχιστον υποτιθέμενες και 2) ριζοσπαστικά ανοιχτοί και εξισωτικοί.
Οι συνελεύσεις αναδύθηκαν στην πρόκληση σε ένα από τους θεμελιώδεις κανόνες στους οποίους προσανατολίζεται η κατασκευή πολλών από τα νέα αντίκαπιταλιστικά κινήματα: "θα πρέπει να ενωθείς με τους ομοίους σου σε ομάδες "σχέσεων"? με αυτούς που δεν είναι και τόσο κοντινοί, θα διαρθρωθείς σε δίκτυο καθιερώνοντας ορθή συναίνεση στο δυνατό βαθμό". Με το να έχουν αναδυθεί ως αυθόρμητες, ενστικτώδεις ομαδοποιήσεις μπροστά στην κατάρρευση του περιβάλλοντος κόσμου, οι συνελεύσεις ακολούθησαν το αντίστροφο μονοπάτι: από μία αρχή ομαδοποίησαν μία ετερογένεια τέτοια που το να χτίσεις σχέσεις αποδεικνυόταν κάποιες φορές αδύνατο. Οι ενωμένοι γείτονες στις πρώτες συνελεύσεις ήταν νέοι και γέροι? φτωχοί και καλής οικονομικής κατάστασης? με ανώτερη εκπαίδευση και με τη βασική εκπαίδευση? με πολιτική εμπειρία και χωρίς αυτή? στρατευμένοι κομμάτων και αντί-κομματικοί? "μάτσο" και ήπιου ταμπεραμέντου. Επιπλέον, όλοι φέρναμε, σε μεγαλύτερα ή μικρότερο βαθμό, την εξουσιαστική, ατομικιστική, "πολεμική" και μη ανεκτική κουλτούρα στην οποία μας εκπαιδεύει το σύστημα.

Σ' αυτό το πλαίσιο, η διαπραγμάτευση των διαφορών και η παραγωγή της πολλαπλότητας έγιναν τεράστιες δυσκολίες. Με υπερβολική συχνότητα, η διαλεκτική της αναγνώρισης του Άλλου -διαδικασία αργή και κοπιαστική- αντικαταστάθηκε από την πιο γρήγορη και απλή διαδικασία του να πετύχεις τη συνένωση μέσω της "εξόντωσης" του διαφορετικού.

Στη διαδικασία της κατασκευής της συνέλευσης μου, για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα λεκτικής επίθεσης και έμμεσοι μηχανισμοί αποκλεισμού ήταν πάντοτε πολύ παρόντες, με αποτέλεσμα δεκάδες άτομα να "αποβληθούν" έμμεσα σε διάφορα κύματα. Πρώτα, αρκετοί γείτονες χωρίς πολιτική εμπειρία, που πλησίασαν ντροπαλά τις πρώτες μέρες, σύντομο απομακρύνθηκαν πιθανόν μπροστά στην έλλειψη πιθανοτήτων να μιλήσουν χωρίς να υποβληθούν στην "επιδοκιμασία" ή "αποδοκιμασία" του συνόλου και μπροστά στην επαλήθευση του ότι δε χειρίζονταν τις ελάχιστες "γνώσεις" των πιο τολμηρών ομιλητών. Από την άλλη, τα υψηλά επίπεδα λεκτικής επίθεσης απομάκρυναν όλους εκείνους χωρίς την απαραίτητη δύναμη ταμπεραμέντου για να μπορέσουν να τα υποστηρίξουν. Σε ένα δεύτερο κύμα, περίπου μετά από πέντε μήνες δουλειάς μαζί, αναπτύχθηκε μία αιματηρή μάχη λεκτικών επιθέσεων ανάμεσα στα μέλη της συνέλευσης της ριζοσπασιικοποιημένης αριστεράς και εκείνους με πιο "μετριοπαθείς" απόψεις. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση μίας ολόκληρης ομάδας γειτόνων που συμμετείχαν στην Κεντρική των Αργεντινών Εργαζομένων, κι άλλων περισσότερων που τους συμπαθούσαν. Σε ένα τέταρτο κύμα - περίπου στον ενάμισι χρόνο ύπαρξης της συνέλευσης, όταν ήδη όλοι όσοι μείναμε ήμαστε αντικαππαλιστές - η μάχη των επιθέσεων δόθηκε ανάμεσα σε κάποιους από τους πιο "μάτσο" και πολεμοχαρείς αγωνιστές και σε μια ομάδα με πιο καλλιτεχνική και γιορταστική διάθεση. Το αποτέλεσμα: αυτοί σταμάτησαν εγκαταλείποντας τη συνέλευση σε μπλοκ. Και σήμερα, περισσότερο από δυο χρόνια μετά την ίδρυση της συνέλευσης, συνεχίζεται η μάχη ανάμεσα στους "αντικομματικούς" και τους γειτονικούς των κομμάτων της αριστεράς.

Αυτή η δυναμική της "εξόντωσης" του άλλου δυσκόλεψε την εγκαθίδρυση σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης, απαραίτητων αν θέλει κανείς να εγκαταστήσει μια αληθινή οριζόντια δυναμική. Η συνέλευση απέρριψε συστηματικά τις προτάσεις απόφασης με συναίνεση, ως τρόπου για να αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε μία διαλεκτική αναγνώρισης στη θέση μίας δυναμικής εξόντωσης. Τα επιχειρήματα για μία τέτοια απόρριψη προέρχονταν από εκείνους που ήταν πιο πολύ προσκολλημένοι στην κουλτούρα της παραδοσιακής αριστεράς: "η συναίνεση χρονοτριβεί πολύ", "ποτέ δε πρόκειται να συμφωνήσουμε", κτλ. Όπως συνηθίζεται, αυτά τα επιχειρήματα μεταμορφώθηκαν σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες: όποιοι αισθάνονταν κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας, ποτέ δε διατίθεντο ειλικρινά να διαπραγματευτούν τις διαφορές.

Έτσι ακριβώς, η κουραστική κληρονομιά της παραδοσιακής πολιτικής κουλτούρας έκανε, επίσης, υπερβολικά δύσκολο να βρεθούν μηχανισμοί για να βελτιωθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις. Ως αποτέλεσμα, στα μάτια της κουλτούρας της κληροδοτημένης αριστεράς, το προσωπικό και οι συναισθηματικοί δεσμοί προσλαμβάνονται ως ένα "μη πολιτικό" ή "γυναικείο" περιβάλλον – δηλαδή, αντίθετο στη "σκληραγωγημένη" συμπεριφορά που αναμένεται από έναν αγωνιστή. Σχεδόν όλες οι προτάσεις για να συζητηθεί μία "πολιτική συναισθηματικότητας" - όπως αυτή η φράση του Martin Κ , πρώην μέλους της Colegiales - προσέκρουσαν στην υποψία και το κυνικό βλέμμα των "μάτσο" μελών των συνελεύσεων (ανεξαρτήτως του γένους τους). Σ' αυτό το πλαίσιο, ήταν αδύνατο να αναπτυχθούν διαδικασίες που να παλεύουν τα αναπόφευκτα προσωπικά προβλήματα, που τελείωναν παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ανάπτυξη των μαζώξεων.

Η εγκαθίδρυση οριζόντιων σχέσεων και σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης εξασθένησε και γι' άλλο λόγο: το "ριζικά ανοιχτό" και εξισωτικό χαρακτήρα των συνελεύσεων. Μέσα στον αυθόρμητο και αυτόκλητο χαρακτήρα τους, οι συνελεύσεις καλοδέχονταν πάντοτε οποίον τις πλησίαζε. Δεν υπήρχε καμία διαδικασία επιλογής, αποδοχής και διάπλασης των καινούργιων μελών. Ο καθένας έχει δικαίωμα λόγου και ψήφου από την πρώτη στιγμή και απ' τη στιγμή που πλησιάζει τη συνέλευση είναι "ίσος". Αυτό δεν είναι μια απλή τυπική διατύπωση: κυριολεκτικά, δεν είναι σπάνιο να εμφανίζεται ένα άτομο παντελώς άγνωστο σε μια συνέλευση, να μιλά, να ψηφίζει και ποτέ να μην επιστρέφει. Στην εμπειρία της δικής μου συνέλευσης, για παράδειγμα, αυτό σήμαινε να πρέπει να παλεύεις το ίδιο με άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές ή με μέλη κομμάτων που έρχονταν "καλυμμένα" σκόπιμα, για να κλίνει μία ορθή ψηφοφορία προς αυτή ή εκείνη την πρόταση.

Τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτό το "ριζικό άνοιγμα" και τον εξισωτισμό στις μεθόδους είναι δύσκολο να απεικονιστούν και να παλευτούν εξαιτίας μίας σημαντικής αντίληψης οριζοντιότητας και μίας αφηρημένης ιδέας της ισότητας. Και τα δύο προκύπτουν, ταυτόχρονα, από ένα πλαστά κολεκτιβισμό που εμποδίζει την αντίληψη/αποδοχή των ατομικών διαφορών.

Η υπόσχεση των συνελεύσεων, "όλοι είμαστε ίσοι, άρα όλοι έχουμε τα ίδια δικαιώματα", σταματά να είναι σωστή; Αλλά, στην ανάγκη, ούτε η ισότητα ούτε η οριζοντιότητα υπάρχουν με διάταγμα απλής βούλησης. Μία πολιτική κοινότητα (για παράδειγμα, μία συνέλευση) απαιτεί ένα οριζόντιο χαρακτήρα όχι με μία απλή τυπική απόφαση ότι όλοι όσοι είναι εκεί θα είναι ίσοι αλλά από μία συνειδητή και συνεχή προσπάθεια εγγύησης των συνθηκών για την αληθινή ισότητα. Ένα άτομο χωρίς εμπειρία που πρόσφατα μπήκε σε μία συνέλευση δύο χρονιά αφού αυτή ξεκίνησε να λειτουργεί δεν είναι με κάποιο τρόπο "ίσο" σε κάποια από τα ιδρύματα μέλη. Αυτοί μιλούν με όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες που συντελούν ώστε, στην πράξη, να έχουν πιο πολλές πιθανότητες να εκμεταλλευθούν την "ισότητα" τους σε σχέση με κάποιον που ήρθε πρόσφατα. Αν κανείς δεν αναλαμβάνει τη δουλειά της μετάδοσης της ελάχιστης πληροφορίας σ' αυτόν, λίγη αξία έχει το τυπικό του δικαίωμα στην ισότητα. Απ' την άλλη, ένα πολύ ευαίσθητο στις προσωπικές επιθέσεις άτομο δεν είναι ίσο μ' αυτόν που του επιτίθεται ελλείψει συλλογικής προπαρασκευής, αυτός θα επικρατήσει.

Με τον ίδιο τρόπο, λίγο νόημα έχει να παρέχεις ίδιο δικαίωμα λογού και ψήφου σε οποιονδήποτε, αν έχει ανεπαρκές ή κανένα δικαίωμα υπεράσπισης των πιθανών συνεπειών της απόφασης του η της απαραίτητης δουλείας ώστε αυτή η απόφαση να πραγματοποιηθεί με συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αυτή η μορφή της αφηρημένης ισότητας στην πράξη παραβιάζει το δικαίωμα στην αληθινή ισότητα των υπολοίπων. Για παράδειγμα, στη συνέλευση μου υπήρχε κόσμος που ήταν "περαστικός" και που, ωστόσο, επιτρεπόταν να ψηφίζει για να ληφθούν μηχανισμοί ασφαλείας κατά τη διάρκεια μιας άμεσης δράσης στην οποία δεν επρόκειτο να συμμετέχουν ούτε συνεργάζονταν για να την οργανώσουν. Απ' την άλλη, σε μια περίπτωση όλοι ψηφίζαμε "ισότιμα", όταν σύντροφοι μας που κατηγορούνταν απ' τη δικαιοσύνη όφειλαν να αποδεχθούν να παρουσιαστούν μπροστά στο δικαστήριο. Και στις δυο περιπτώσεις, όλοι ήμαστε "ίσοι" την ώρα της συζήτησης και της ψήφισης μέτρων τα προαπαιτούμενα και τα αποτελέσματα των οποίων είχαν "άνισες" επιπτώσεις πάνω στον καθένα.

Η πραγματική οριζοντιότητα δε συνίσταται στο να κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί τις υπάρχουσες ανισότητες αλλά να τις ξεπεράσουμε ή να τις αναγνωρίσουμε. Στην περίπτωση εκείνων των ανισοτήτων που ενδείκνυται ή είναι πιθανό να εξαλείψουμε - για παράδειγμα, εκείνη του πρόσφατα αφιχθέντος που δεν έχει ιδέα για τα θέματα που συζητιούνται ή εκείνη του "ευαίσθητου" - η οριζοντιότητα σημαίνει να δουλεύεις για να τις ξεπεράσεις - για παράδειγμα, προσφέροντας παραδείγματα πολιτικού σχηματισμού για τα καινούργια μέλη ή τρόπους ελέγχου της επιθετικότητας. Για εκείνες τις ανισότητες που είναι αδύνατο ή ανεπιθύμητο να εξαλειφθούν - για παράδειγμα, το γεγονός ότι μονό κάποια άτομα θα υποστούν τις συνέπειες του να μην εμφανιστούν μπροστά στο δικαστήριο ή το γεγονός ότι μόνο κάποιος θα είναι "περαστικός" - το μόνο που μένει είναι να τις αναγνωρίσεις και να συντονίσεις τα πολιτικά δικαιώματα μαζί τους. Με άλλα λόγια, η πραγματική πολιτική ισότητα σε μια οριζόντια οργάνωση συνίσταται σε μία πολύ απλή αρχή: ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ακριβώς στο βαθμό που αυτές οι αποφάσεις τον επηρεάζουν.

Έτσι όπως οι συνελεύσεις γενικά είχαν σοβαρές δυσκολίες για ν' αναπτύξουν τους τραυματικούς μηχανισμούς για να ξεπεράσουν τις εσωτερικές διαφορές, ούτε έφτασαν στη δημιουργία μηχανισμών αναγνώρισης/ξεπεράσματος των πραγματικών ανισοτήτων. Από την άλλη, ο "ριζικά ανοιχτός" χαρακτήρας των συνελεύσεων τις έχει κάνει υπερβολικά τρωτές σε εξωτερικές επιθέσεις και γι' αυτό, έκανε ακόμα πιο περίπλοκη τη δουλειά της επίτευξης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Γι’ αυτούς τους λογούς, η κατασκευή της οριζοντιότητας μέσα στο κίνημα των συνελεύσεων συνάντησε πολύ ακριβή όρια.
Με δεδομένες τις συνθήκες της γέννησης μας σκεφτόμενοι αναδρομικά, μένει να καταλήξουμε ότι οι συνελεύσεις είχαμε λίγες πραγματικές πιθανότητες να υπερπηδήσουμε με επιτυχία αυτά τα προβλήματα "ριζικού ανοίγματος" και κατασκευής από την "έλλειψη συναισθηματικότητας". Αναδυθήκαμε με αυτά τα χαρακτηριστικά - δεν το επιλέξαμε έτσι, μονό μας συνέβη - και ίσως εμφανιζόμαστε με αυτό. Δε φταίει κανείς: το σημαντικό είναι να μαθαίνουμε από την εμπειρία για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε από άλλα μονοπάτια.

Μετάφραση: Θερσίτης.