Ενάντια στον τεχνοφασισμό των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων και των πολυεθνικών

Τι είναι η τεχνολογία της γενετικής τροποποίησης;

Γενετική μηχανική είναι η τεχνολογία που επεμβαίνει και τροποποιεί το DNA, το γενετικό υλικό των ζωντανών οργανισμών, τη βάση δηλαδή στην οποία στηρίζεται η διαιώνιση των χαρακτηριστικών του κάθε οργανισμού, τη βάση της ίδιας της ζωής. Χρησιμοποιώντας μια σειρά μοριακών τεχνικών στο εργαστήριο, συνήθως με τη χρήση βακτηρίων ή ιών, οι επιστήμονες της μοριακής γενετικής κόβουν, ράβουν, αντιγράφουν και πολλαπλασιάζουν συγκεκριμένες μονάδες γενετικού υλικού (τα αποκαλούμενα γονίδια) από έναν οργανισμό και τα μεταφέρουν στα κύτταρα ενός άλλου, που ανήκει ακόμη και σε εντελώς διαφορετικό είδος. Για παράδειγμα μπορούν να εισάγουν γονίδια ανθρώπου σε βακτηρίδια για να παράγουν ινσουλίνη, ή να εισάγουν γονίδια βακτηριδίων σε φυτά ώστε να παράγουν από μόνα τους εντομοκτόνες ουσίες. Έτσι, βέβαια, κατασκευάζονται νέα και πρωτόγνωρα στη φύση γονιδιακά σύνολα (ή γονιδιώματα), δηλαδή, στην ουσία, νέα είδη, που ήδη κάποιοι τα ονόμασαν “είδη Φράνκενστάϊν”!

Τι ακριβώς είναι το γενετικό υλικό των ζωντανών οργανισμών στο οποίο επεμβαίνει η συγκεκριμένη τεχνολογία; (Ένα μικρό μάθημα βιολογίας)

Το σώμα των ανώτερων οργανισμών, φυτών και ζώων, αποτελείται από εκατομμύρια κύτταρα, εξειδικευμένα σε ομάδες (π.χ. επιδερμικά ή νευρικά κύτταρα). Κάθε κύτταρο είναι φορέας ζωής. Γεννιέται, αναπαράγεται και πεθαίνει, διατηρώντας, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κύτταρα, ζωντανό και ανανεώνοντας το σύνολο του οργανισμού στον οποίο συμμετέχει. Όλες τις πληροφορίες για την επιτέλεση των λειτουργιών του, το κύτταρο τις περιέχει στον πυρήνα του. Εκεί βρίσκονται μεγάλα πολύπλοκα μόρια DNA, που έχουν τη μορφή διπλής έλικας και είναι “πακεταρισμένα” σε δομές που τις ονομάζουμε χρωμοσώματα. Κάθε σωματικό κύτταρο φέρει δύο σειρές χρωμοσωμάτων. Η μια σειρά προέρχεται από τον πατρικό και η άλλη από το μητρικό οργανισμό. Τα γενετικά κύτταρα των γονέων (σπερματοζωάρια και ωάρια για τα ζώα, γύρη και ωάρια για τα φυτά) φέρουν από μια σειρά χρωμοσωμάτων, τα οποία συνδυάζονται κατά τη στιγμή της γονιμοποίησης για να δώσουν ένα πλήρες κύτταρο. Το DNA διαθέτει τη μοναδική στη φύση ιδιότητα να αυτοδιπλασιάζεται και να αναπαράγεται. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το πρώτο κύτταρο, το DNA διπλασιάζεται και το αρχικό κύτταρο διχοτομείται δίνοντας δύο πανομοιότυπα κύτταρα. Με τη σειρά τους τα δύο κύτταρα γίνονται τέσσερα, μετά δεκάξι και ούτω καθ’ εξής, μέχρι την πλήρη ανάπτυξη του εμβρύου και τη γέννηση του νέου οργανισμού. Αυτός ο οργανισμός θα φέρει σε κάθε κύτταρό του τα χρωμοσώματα που κληρονόμησε από τους δύο γονείς, συνδυασμένα σε έναν νέο και ανεπανάληπτο συνδυασμό, που του προσδίδει άλλωστε και τη μοναδικότητά του.

Το DNA αποτελείται από επι μέρους λειτουργικές μονάδες, που ονομάζονται γονίδια. Αυτά τα τμήματα του DNA είναι υπεύθυνα για την παραγωγή συγκεκριμένων ουσιών ή χημικών μηνυμάτων, ή του τρόπου δόμησης κάποιου σωματικού οργάνου. Για παράδειγμα, ένα γονίδιο μπορεί να είναι υπεύθυνο για την παραγωγή μιας πρωτεϊνης ή (σε συνδυασμό με άλλα) για το χρώμα των ματιών μας. Έτσι, το σύνολο των γονιδίων και των χρωμοσωμάτων (που αποτελούν το γονιδίωμα) αποτελεί το σύνολο των πληροφοριών, βάσει των οποίων δομείται και λειτουργεί ο οργανισμός. Άρα δικαίως ονομάζεται η βάση της ζωής. Αυτό το σύνολο δεν λειτουργεί απλά, ως εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής, αλλά αλληλοεξαρτάται και επηρρεάζεται καθοριστικά και από το περιβάλλον.

Εκτός του ότι κάθε άτομο διαθέτει τη δική του μοναδική σειρά γονιδίων, κάθε είδος ζώου ή φυτού διαθέτει έναν χαρακτηριστικά δικό του αριθμό χρωμοσωμάτων και μια ποικιλία γονιδίων που το χαρακτηρίζει. Αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο άτομα διαφορετικών ειδών δεν μπορούν να αναπαραχθούν φυσικά, έστω και αν έρθουν σε σύζευξη. Ο χρωμοσωμικός αριθμός διαφέρει κι έτσι το γονιμοποιημένο ωάριο δεν μπορεί να έχει ένα πλήρως αντιστοιχισμένο ζεύγος χρωμοσωμάτων. Αυτό θεωρείται ως το γενετικό εμπόδιο της φύσης για τη μη αναπαραγωγή ειδών διαφορετικών μεταξύ τους και ένα κριτήριο που μας κάνει να διακρίνουμε διαφορετικά είδη.

Ο άνθρωπος δεν προσπαθούσε από παλιά να βελτιώσει τις ποικιλίες των εξημερωμένων ζώων και φυτών; Τί αλλάζει τώρα;

Ο άνθρωπος πάντα προσπαθούσε να βελτιώσει τις ποικιλίες των φυτών που καλλιεργούσε και των ζώων που αναπαρήγαγε. Μέχρι πρόσφατα όμως, το έκανε ακολουθώντας φυσικές διαδικασίες, συνήθως φέρνοντας σε φυσική αναπαραγωγή συγγενικές φυλές του ίδιου είδους. Στο πρώτο κύμα ανάπτυξης της γενετικής μηχανικής, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, είχαμε επεμβάσεις μόνο σε μικροοργανισμούς και μόνο μέσα σε αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίων. Και τότε είχε αναπτυχθεί έντονη αντίδραση στα πειράματα με τη ζωή, φέρνοντας στο προσκήνιο κυρίως τις ανησυχίες για κάποια πιθανή απελευθέρωση τέτοιων οργανισμών στο περιβάλλον από ατύχημα ή απροσεξία. Στη δεκαετία του ’90 όμως, ξεκίνησε το δεύτερο κύμα της γενετικής μηχανικής, με επεμβάσεις σε φυτά καλλιεργειών για τρόφιμα (μεταφορά γονιδίων από βακτήρια, ποντίκια ή άλλα φυτά σε γεωργικά είδη φυτών) και καλλιέργειες τέτοιων γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ για συντομία) στη φύση! Τα γενετικά τροποποιημένα φυτά που προορίζονται για την παραγωγή τροφίμων ή ζωοτροφών περιέχουν γονίδια άλλων ειδών, που ενισχύουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους, π.χ. αντίσταση σε ζιζανιοκτόνα, καθυστέρηση του σαπίσματος ή αυξημένη περιεκτικότητα αμύλου. Δεν παύουν όμως να αποτελούν πειράματα με τη ζωή (και μάλιστα με τις αναπαραγωγικές της διαδικασίες), απελευθερωμένα στη φύση!

Το τρίτο κύμα της γενετικής μηχανικής αναμένεται να είναι η παραγωγή τροποποιημένων ή κλωνοποιημένων (δηλαδή πανομοιότυπων με το μητρικό) ζώων και η εργαστηριακή “παραγωγή” ανθρώπινων οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Η κλωνοποίηση στον άνθρωπο έχει απαγορευθεί για σκοπούς αναπαραγωγής, αλλά ήδη επιτρέπεται, με πρόσφατη απόφαση στη Βρετανία, για λόγους θεραπευτικούς (δηλαδή για έρευνα που αφορά στη δημιουργία οργάνων για μεταμόσχευση από βλαστικά κύτταρα κλωνοποιημένων ανθρώπινων εμβρύων).
Με ποιά επιχειρήματα γίνεται προσπάθεια να εισαχθεί η συγκεκριμένη τεχνολογία στην παραγωγή τροφίμων;
Τα κύρια επιχειρήματα αφορούν στη βελτίωση της αντοχής των καλλιεργητικών φυτών στα έντομα, τα ζιζάνια, τις αρρώστιες, το κρύο, την ξηρασία και την αλατότητα. Με άλλα λόγια, γίνεται οικονομικότερη η καλλιέργειά τους και ανταγωνιστικότερη, ακόμη και σε περιοχές όπου δεν επικρατούν οι φυσικές περιβαλλοντικές συνθήκες για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων φυτικών ειδών. Ενισχυτικά στα πιο πάνω χρησιμοποιούνται και τα επιχειρήματα για την αντιμετώπιση του υποσιτισμού στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, την φτηνότερη παραγωγή και πρακτικότερη χρησιμοποίηση φαρμάκων και εμβολίων, όπως και τη χρησιμοποίηση τροποποιημένων φυτών για την αντιμετώπιση ορισμένων μορφών ρύπανσης του εδάφους.

Ποιούς κινδύνους ενέχει;

Βασικά αυτό το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί από τους ίδιους τους επιστήμονες που ανέπτυξαν αυτή την τεχνολογία. Δεν έχουν ιδέα ούτε για τους κινδύνους, αλλά ούτε και για το πώς θα αντιδράσουν αυτοί οι οργανισμοί στη φύση. Ουσιαστικά δηλαδή, διεξάγουν ένα τερατώδες πείραμα, στο οποίο συμμετέχουμε άθελά μας όλοι μας!
Το βασικότερο αντεπιχείρημα λοιπόν, στην χρήση ΓΤΟ έξω στη φύση είναι ότι Η ΓΝΩΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ. Το γενετικό υλικό και ο τρόπος που αυτό λειτουργεί και εκφράζεται αποτελεί γνώση που δεν έχει γίνει ακόμη απόλυτα κατανοητή από την επιστημονική κοινότητα. Είναι γνωστός ο τρόπος για να κόψουμε, να ράψουμε και να μεταφέρουμε γενετικό υλικό, αλλά ελάχιστα γνωρίζουμε για το πως θα συμπεριφερθεί αυτό το νέο γενετικό σύνολο στη φύση. Έχει ειπωθεί ότι ακόμη και ελαφρές αλλαγές στη θερμοκρασία μπορούν να μεταβάλλουν την έκφραση ενός γονιδιακού συνόλου. Σε ΓΤ βαμβακοκαλλιέργειες στο Τέξας και το Μισσισιπή για παράδειγμα, παρατηρήθηκαν αποβολές ανθοφορίας, αυτοκαταστροφή, υποανάπτυξη και χαμηλή παραγωγικότητα λόγω υψηλών θερμοκρασιών (Kleiner K. “Monsanto’s cotton gets the Mississippi blues.” New Scientist, 1 Nov. 1997). Εάν αναλογιστούμε την εμπειρία του DDT και άλλων τοξικών χημικών ουσιών (που έχουν παραχθεί από τις ίδιες πάνω κάτω εταιρείες που προωθούν τώρα ΓΤΟ), χρειάστηκαν 20-30 χρόνια για να προσδιοριστούν οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Η δράση των ΓΤΟ στο περιβάλλον και τον άνθρωπο είναι εξίσου αν όχι περισσότερο απρόβλεπτη (λόγω της ευμετάβλητης δομής και έκφρασης του γονιδιώματος), αντίθετα από τους ισχυρισμούς του λόμπυ της γενετικής μηχανικής.
Η γενική αυτή αβεβαιότητα για την αντίδραση των ΓΤΟ οργανισμών στη φύση, προκαλεί ανησυχίες για την ανθρώπινη υγεία και το φυσικό περιβάλλον. Οι ταχείες και χωρίς την προαπαιτούμενη έρευνα εφαρμογές από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, βεβαια, θέτει και ανησυχίες για τις αλλαγές στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις που πρόκειται να προκληθούν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ας τις εξετάσουμε λοιπόν αυτές τις τρεις κατηγορίες ανησυχιών αναλυτικά.

Κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία

Τα πρώτα σοβαρά περιστατικά όπου κάτι πήγε στραβά και είχαμε επικίνδυνες παρενέργειες στην ανθρώπινη υγεία αφορούν σε τοξικά φαινόμενα και σε περιστατικά αλλεργιών (αφού ο καταναλωτής δεν γνωρίζει τους αρχικούς οργανισμούς από όπου ελήφθησαν γονίδια). Παραπροϊόντα της βιολογικής παραγωγικής διαδικασίας στην περίπτωση διατροφικού συμπληρώματος αμινοξέως Τρυπτοφάνης, που παρήχθη από ΓΤ βακτήρια στην Ιαπωνία προκάλεσαν τοξικά φαινόμενα σε ανθρώπους, με αποτέλεσμα 37 νεκρούς και χιλιάδες νοσηλευόμενους στις ΗΠΑ, το 1989. Κατά τη μεταφορά γονιδίων από ένα είδος βραζιλιάνικου φυτού σε σόγια, βρέθηκε ότι όντως υπάρχει και μπορεί να προκληθεί αλλεργία σε ανθρώπους που θα την καταναλώσουν και αποσύρθηκε πριν κυκλοφορήσει στο εμπόριο (Nordlee J.A. et al. “Identification of a brazil-nut allergen in transgenic soybeans.” N. Eng. J. Med. 1996 Mar 14; 334(11):688-692).

Άλλο ένα επιχείρημα που έχει να κάνει με την υγεία αφορά στα αντιβιοτικά που μπορούν να παράγουν ενδογενώς τέτοιοι εδώδιμοι οργανισμοί. Πολλοί γιατροί και η ίδια η Βρετανική Ιατρική Ένωση εκφράζουν την ανησυχία τους για την αύξηση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά των ασθενειών που οφείλονται σε βακτήρια ή ιούς και τη συνδέεουν με την αυξημένη παρουσία αντιβιοτικών σε ΓΤΟ που καταλήγουν στο πιάτο μας. Για να διαλέξουν τα κύτταρα στο γενετικό υλικό των οποίων επιτυχώς προσκολήθηκαν νέα γονίδια, οι επιστήμονες κολλούν στα μεταφερόμενα γονίδια κι ένα γονίδιο που προσδίδει ανθεκτικότητα σε κάποια αντιβιοτική ουσία. Έτσι όταν γίνει η γονιδιακή μεταφορά, καλλιεργούν τα κύτταρα μέσα στο συγκεκριμένο αντιβιοτικό και όποια κύτταρα επιζήσουν έχουν αποδεδειγμένα πλέον αποκτήσει τα νεα γονίδια. Τα κύτταρα αυτά όμως όταν αναπτυχθούν σε νέους οργανισμούς θα παράγουν τρόφιμα που θα εξουδετερώνουν συγκεκριμένες αντιβιοτικές ουσίες. Έτσι, εάν σε κάποια πιθανή ασθένεια ενός καταναλωτή που τρώει τέτοια τρόφιμα, ο γιατρός δώσει το συγκεκριμένο αντιβιοτικό, τότε αυτό δεν θα έχει καμμιά απολύτως θεραπευτική επίδραση.

Ένα ακόμη ζήτημα σχετίζεται με την πιθανή πρόκληση γονιδιακών μεταλλάξεων στους οργανισμούς που καταναλώνουν ΓΤΟ, αλλά οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα, παρά ορισμένες ανησυχητικές ενδείξεις, δεν έχουν παράσχει τεκμηριωμένες αποδείξεις.
Αναφορικά με την θρεπτικότητα ή τη γευστικότητα τέτοιων προϊόντων, έχει βρεθεί ότι κάποια θρεπτικά συστατικά μπορεί να λείπουν από ΓΤΟ. Σε μια παρόμοια μελέτη του 1999, βρέθηκε ότι ΓΤ σόγια περιείχε χαμηλότερη περιεκτικότητα σε φυτοοιστρογόνα, ουσίες που προστατεύουν από καρδιακές παθήσεις και καρκίνους (“Alterations in clinically important phytoestrogens in genetically modified, herbicide-tolerant soybeans”, Maryanne Liebert Publishers, Journal of Medicinal Food, vol. 1(4), 6 Jul. 1999).

Κίνδυνοι για την περιβαλλοντική ισορροπία και τη βιοποικιλότητα

Υπό τα νέα δεδομένα, η έννοια των κινδύνων για την υγεία διευρύνεται κατά πολύ και συνδέεται με τις επιπτώσεις στη φύση. Οι επιπτώσεις αυτές μέχρι στιγμής, ελέγχονται με πειραματικές δοκιμαστικές καλλιέργειες στη φύση, οι οποίες όμως κρίνονται επιστημονικά ανεπαρκείς αφού, α) είναι μεμονωμένες και μικρής κλίμακας και άρα ακατάλληλες για να εξαχθούν καθολικότερα συμπεράσματα, β) είναι χρονικά περιορισμένες σε μια ή δύο εποχές ανάπτυξης και συνεπώς αδύνατο να εντοπισθούν ζιζάνια, έντομα ή μικροοργανισμοί με νέα ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά, γ) είναι χωρικά περιορισμένες και αποκλεισμένες υπό αυστηρή επιτήρηση για τυχόν διαφυγή σπόρων ή γύρης σε γειτονικά φυτά, κατάσταση που δεν ισχύει σε φυσικές συνθήκες και δ) είναι αδύνατο να εκτιμηθούν οι συνέπειες στα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που τρέφονται από τέτοιους οργανισμούς και από τις καινοφανείς ουσίες (ένζυμα, πρωτεϊνες, τοξίνες, κλπ.) που αυτά παράγουν για πρώτη φορά στη βιολογική ιστορία της γης.

Το απρόβλεπτο στην έκφραση του γονιδιώματος των ΓΤΟ μπορεί να προκαλέσει ποικίλες ανατροπές στις φυσικές περιβαλλοντικές διαδικασίες. Μέσω της γύρης μπορεί να προκληθεί γενετική μόλυνση τόσο σε κοντινές κλασικές ή οικολογικές καλλιέργειες, όσο και σε άγρια φυτικά είδη. Γι’ αυτό άλλωστε απαγορεύεται η καλλιέργεια άλλων ειδών σε απόσταση τουλάχιστον 100 μέτρων από ΓΤ καλλιέργειες. Διασπορά γονιδίων όμως έχει παρατηρηθεί και σε απόσταση μεγαλύτερη από 2000 μέτρα! Ακόμη, ΓΤΟ μπορεί να προκαλούν το θάνατο σε είδη της άγριας φύσης. Είναι γνωστό το παράδειγμα ενός είδους πεταλούδας, που βρέθηκε πως πεθαίνει όταν τρέφεται με γύρη από γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι (Losey J.E. “Transgenic pollen harms monarch larvae.” Nature, vol. 399, May 1999:314).

Επίσης, αντίθετα με τους ισχυρισμούς των μεγάλων πολυεθνικών εμπορίας ΓΤΟ, η χρήση ζιζανιοκτόνων αντί να μειώνεται αυξάνεται! Κι αυτό γιατί εφευρίσκονται φυτά ανθεκτικά στα ζιζανιοκτόνα των ίδιων εταιρειών. Έτσι, οι αγρότες που πριν ψέκαζαν επιλεκτικά σε κάποια ζιζάνια, ή περιφερειακά του αγρού, τώρα μπορούν να ψεκάζουν ολόκληρο το χωράφι. Για παράδειγμα, η κατανάλωση του γνωστού ζιζανιοκτόνου Round-up της Mosanto, που είναι απαραίτητο για την χρήση της πατενταρισμένης ΓΤ σόγιας της ίδιας εταιρείας (την οποία μάλιστα η εταιρεία ονομάζει “Round-up Ready”), αυξήθηκε κατά 50% τα τελευταία χρόνια (Antoniou, Genetic pollution, 1996). Και δεν πρόκειται για ήπια ζιζανιοκτόνα, αλλά για ισχυρά φυτοφάρμακα ευρέως φάσματος! Μια τόσο γενικευμένη χρήση μπορεί να προκαλέσει ανθεκτικότητα σε αρκετά από τα είδη των ζιζανίων κι έτσι να χρειαστεί να αυξηθεί η χρησιμοποιούμενη ποσότητα στο μέλλον. Ακόμη τα νέα αυτά υπερ-ανθεκτικά ζιζάνια μπορεί να προκαλέσουν ακόμη σοβαρότερα προβλήματα στις συμβατικές ή οικολογικές καλλιέργειες.

Το σημαντικότερο ίσως επιχείρημα εδώ όμως, έχει να κάνει με τη δημιουργία νέων ειδών, γεγονός που αποκτά όχι μόνο περιβαλλοντικές αλλά και ηθικές διαστάσεις. Έτσι, όχι μόνο νέα είδη μπορεί να κυριαρχήσουν, άλλα να υποχωρήσουν και άλλα να εξαφανισθούν εντελώς, αλλά να έχουμε και μια πλήρη φυσική απορρύθμιση, με γρήγορους ρυθμούς μεταβολών, μέσα από περισσότερα μεταλλαγμένα στελέχη που θα τροφοδοτήσουν με πολύ περισσότερο υλικό τη φυσική εξέλιξη. Τα φράγματα μεταξύ των ειδών λοιπόν πέφτουν και η ίδια η φύση της φύσης θα αλλάξει. Οι δυνατότητες πρόβλεψης της λειτουργίας των φυσικών συστημάτων θα γίνουν δυσκολότερες.

Κίνδυνοι για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ισορροπία των ανθρώπινων κοινωνιών

Η κύρια πηγή ανησυχίας εδώ είναι η μονοπώληση της αγοράς και η κυριαρχία επί των αγροτών από λίγες πολυεθνικές, όπως και η εξωθεσμική επιβολή των δικών τους επιλογών ενάντια στις επιθυμίες των καταναλωτών και τις αποφάσεις των κυβερνήσεων. Εταιρείες όπως η Monsanto, Novartis, Zeneca, Aventis, Du Pont, που ήδη έχουν αναπτύξει πλήθος αγροχημικών, φαρμακευτικών και παρα-διατροφικών (π.χ. συντηρητικά, πρόσθετα, γλυκαντικά, κλπ.) προϊόντων, έχουν εξαγοράσει πλήθος μικρών εταιρειών βιοτεχνολογίας, ελέγχουν την έρευνα σε ολόκληρα πανεπιστημιακά συγκροτήματα, συντονίζουν τις ενέργειές τους έχοντας δημιουργήσει λόμπυ άσκησης πολιτικών πιέσεων και επιβάλουν τη θέλησή τους σε παγκόσμιους οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ).

Η διασπορά φημών για το ότι η εμπορία ΓΤΟ θα αποτελέσει το εμπορικό “χρυσωρυχείο” του μέλλοντος έχει τινάξει τις μετοχές αυτών των εταιρειών στα ύψη και έχει προκαλέσει τρομακτικές προσδοκίες κερδών, η κατάρρευση των οποίων προκαλεί εφιάλτες σε πολιτικούς και οικονομολόγους, δημιουργώντας πρόσθετες πιέσεις για την αποδοχή τους. Πρόσθετο άγχος στις πολυεθνικές προκαλεί και το ύψος των επενδύσεων που έχουν ρίξει σ’ αυτή την τεχνολογία, όπως και η μακροπρόθεσμη στρατηγική τους, που αν καταρρεύσει κινδυνεύει και η ίδια η ύπαρξή τους. Θέλοντας να δημιουργήσουν αντίβαρο σ’ αυτή την ψυχολογική καπιταλιστική τρομοκρατία και την ψευδή οικονομική εικόνα των πολυεθνικών, πολλές οικολογικές οργανώσεις προτείνουν ακόμα και σ’ εκείνους που έχουν μετοχές στο χρηματιστήριο να ξεφορτωθούν όσες μετοχές πολυεθνικών γενετικής μηχανικής έχουν ώστε να ελαχιστοποιηθεί η οικονομική τους κυριαρχία. Πολλοί μέτοχοι βέβαια δεν ξέρουν καν ότι στο χαρτοφυλάκιό τους μπορεί να υπάρχουν και τέτοιες μετοχές. Από μια έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ, ποσοστά επενδεδυμένα στην εταιρεία Monsanto βρέθηκαν σε 343 άλλες μετοχές (από τις οποίες πάνω από 50% αφορούσαν σε αμοιβαία κεφάλαια).

Οι προσδοκίες κερδών δεν έχουν προκληθεί μόνο από το γεγονός ανάπτυξης μιας νέας τεχνολογίας, αλλά και από την προοπτική κυριάρχησης και ελέγχου ολόκληρης της αγοράς. Πρώτα απ’ όλα, προβλέπεται μια απόλυτη κυριαρχία επί των παραγωγών και μια προοπτική που ορισμένοι μάλιστα έχουν χαρακτηρίσει ως υποδούλωση στις εταιρείες. Κι αυτό γιατί μέσω της υπογραφής δεσμευτικών συμβολαίων θα υποχρεούνται όχι μόνο να καλλιεργούν αποκλειστικά τα προϊόντα μιας εταιρείας, αλλά να μην παράγουν μόνοι τους τους σπόρους της επόμενης χρονιάς (τεχνολογία γονιδίων “εξολοθρευτών” - Terminator genes - που καταστούν τους σπόρους άγονους στη δεύτερη γενιά) όντας εξαναγκασμένοι έτσι να αγοράζουν σπόρο κάθε χρόνο, να υπόκεινται ελέγχους στο χωράφι τους από την εταιρεία όποτε αυτή το θεωρεί σκόπιμο (και να επιβάλει τα ανάλογα πρόστιμα όποτε διαπιστώνει παρατυπίες), να πληρώνουν ποσοστά χρήσης τεχνολογίας και να χρησιμοποιούν αποκλειστικά τα υπόλοιπα προϊόντα της ίδιας εταιρείας, όπως π.χ. τα ζιζανιοκτόνα της.

Το πατεντάρισμα (δηλαδή το δικαίωμα αποκλειστικής ιδιοκτησίας και διακίνησης) ζωντανών οργανισμών, ποικιλιών και ειδών θα δίνει το δικαίωμα στις εταιρείες να πληρώνονται από τους παραγωγούς απλά για να χρησιμοποιήσουν οργανισμούς που παλιά τους έβρισκαν δωρεάν στη φύση. Τοπικές ποικιλίες στις χώρες του τρίτου κόσμου και αλλού έτσι μπορεί να εγκαταληφθούν και να υπάρξει μια πλήρης εξάρτηση από “εταιρικές” ποικιλίες. Έτσι οι εταιρείες γίνονται ιδιοκτήτριες μικροοργανισμών, φυτών και ζώων, αλλά και παραγωγών και ολόκληρων καλλιεργητικών εκτάσεων. Ουσιαστικά οι αγρότες θα “ενοικιάζουν” τους οργανισμούς από τις εταιρείες και δεν θα τους δανείζονται από τη φύση. Επιστρέφουμε έτσι στο σύστημα της φεουδαρχίας, πολύ περισσότερο εάν από τυχόν χρέη οι εταιρείες θα κατάσχουν τα χωράφια.

Όμως οι συγκεκριμένες εταιρείες προσπαθούν να ασκήσουν την ίδια κυριαρχία και επί των καταναλωτών. Δεν τους επιτρέπουν το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής (κατοχυρωμένο ακόμα και από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με μανία), αλλά θεωρούν ότι τα προϊόντα τους δεν έχουν καμμιά διαφορά από τα υπόλοιπα κι έτσι δεν χρειάζεται να σημαίνονται. Εάν όμως πραγματικά δεν διαφέρουν αυτά τα προϊόντα τότε γιατί θα πρέπει να παίρνουν την πατέντα και να μην διατίθενται χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας;

Τέλος, η εταιρική κυριαρχία επιβάλλεται μέσω των μη-εκλεγμένων παγκόσμιων οργανισμών επί των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Ο ΠΟΕ για παράδειγμα, μέσω των διεθνών εμπορικών συμβάσεων που προωθεί, επιχειρεί να απαγορεύσει από τις κυβερνήσεις να αρνηθούν την εισαγωγή ενός προϊόντος στη χώρα τους εάν έχουν σοβαρές επιφυλάξεις για τυχόν μελλοντικές επιπτώσεις στην υγεία των πολιτών τους και το περιβάλλον της χώρας τους.

Μια νέα “μέθοδος” που έχει “ανακαλυφθεί” πρόσφατα για να παρακαμφθούν οι επιφυλάξεις πολλών χωρών, είναι να παρέχονται από τις ΗΠΑ φορτία σπόρων συμβατικά καλλιεργημένων όπως απαιτούν οι χώρες εισαγωγείς, αλλά επιμολυσμένων με ΓΤΟ. Έτσι, οι σπόροι που θα καλλιεργηθούν θα αναπτυχθούν σε φυτά, ένα ποσοστό των οποίων θα είναι γενετικά τροποποιημένα. Αντί να αναγκασθούν να καταστρέψουν τεράστιες ποσότητες προϊόντων οι χώρες αυτές όταν αντιληφθούν τη λαθροχειρία και χάσουν τεράστια ποσά, δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν την κατανάλωση αυτών των προϊόντων (στην Ελλάδα η πρόσφατη ανακάλυψη επιμολυσμένου βαμβακόσπορου οδήγησε στην καταστροφή ενός πολύ μικρού τμήματος της παραγωγής - ένα μεγάλο μέρος ανακοινώθηκε ότι μπορεί να εξαγόταν σε χώρες του τρίτου κόσμου!).

Έτσι, επιβάλεται με δικτατορικό τρόπο όχι μόνο η κατανάλωση, αλλά και η παραγωγή ΓΤΟ. Η φασιστική επιβολή μιας ανεπιθύμητης επιλογής έτσι ολοκληρώνεται.
Ενισχυτική σε αυτή την πρακτική είναι και η επίτευξη συμφωνιών με αδύναμες ή εύκολα χειραγωγούμενες χώρες για καλλιέργεια ΓΤΟ. Χώρες όπως η Βραζιλία, η Κίνα και η Ινδία, θέλοντας να έχουν κάποια δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης και διατροφικής επάρκειας υπό την απειλή του αμερικανικού ανταγωνισμού έχουν δεχτεί να μετατρέψουν μεγάλο ποσοστό των αγροτικών τους εκτάσεων σε καλλιεργούμενες με ΓΤΟ. Στην ίδια απόφαση οδηγήθηκε και η Ισπανία, ενώ οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ακόμη αντιστέκονται. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση από τους πολίτες αυτών των χωρών τόσο μεγαλύτερη θα μπορέσει να είναι και η αντίστασή τους στην αμερικανική επιβολή. Ο αγώνας των περιβαλλοντικών, οικολογικών, καταναλωτικών και αγροτικών οργανώσεων τώρα πλέον μεταφέρεται μέσα στις ΗΠΑ, με μεγάλες καμπάνιες να μεταπειστεί ο ανενημέρωτος μέσος αμερικανός πολίτης και παραγωγός. Επίσης, με τις μεγάλες διαμαρτυρίες κατά τις συνεδριάσεις του ΠΟΕ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο Σηάτλ, την Ουάσινγκτον και την Πράγα γίνεται μια προσπάθεια να καταδειχθεί και η χρήση αυτών των παγκόσμιων οργανώσεων ως “δούρειων ίππων” που προωθούν τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών και όχι των πλέον αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων και χωρών.

Θα αντιμετωπιστεί τελικά η πείνα των φτωχών ή μόνο η δίψα κυριαρχίας και κέρδους των πολυεθνικών;

Με τα πιο πάνω στοιχεία και επιχειρήματα, ο ισχυρισμός περί βελτίωσης των καλλιεργούμενων ποικιλιών καταρρίπτεται λόγω της άγνοιας των κινδύνων, των εμπεριστατωμένων παρενεργειών και των αναμενόμενων φυσικών ανατροπών. Οι κίνδυνοι με άλλα λόγια μπορεί να είναι μεγαλύτεροι από τα πλεονεκτήματα. Ο ισχυρισμός περί οικονομικής ανταγωνιστικότητας επίσης απορρίπτεται, λόγω των καλλιεργητικών αποτυχιών, των διαφορών στη γευστικότητα και τη διατροφική αξία, αλλά και της απόρριψης από πλευράς καταναλωτών που δείχνουν να προτιμούν τα φυσικά προϊόντα. Η ανταγωνιστικότητα έγκειται κυρίως στην ποιότητα. Τα εν λόγω προϊόντα ως λιγότερο επιλέξιμα από τους καταναλωτές, θα γίνουν ανταγωνιστικά μόνο εάν είναι εξευτελιστικά φτηνά (ή εάν αναμιχθούν με φυσικά). Δεν γνωρίζουμε όμως ακόμη πόσο μπορεί να συμπιεσθεί το ποσοστό κέρδους αυτών των προϊόντων για να συμφέρει η ανάπτυξη και η εμπορία τους στις εταιρείες. Γι’ αυτό πιστεύουν πολλοί πως το άγχος και ο πόλεμος για να επιβάλουν με διαδικασίες εκτός αγοράς τα προϊόντα αυτά οι εταιρείες είναι ενδεικτικό του ότι δεν θα μπορούσαν να “σταθούν” από μόνα τους στην αγορά. Ότι δηλαδή, δεν θα ήταν ανταγωνιστικά και αποδοτικά σε σχέση με το επενδεδυμένο σε αυτά κεφάλαιο, χωρίς την υποχρεωτική επιβολή τους.

Μένει ο ισχυρισμός περί φτηνών προϊόντων που θα θρέψουν τις πεινασμένες μάζες των φτωχών. Αυτό κατ’ αρχάς είναι προσβλητικό στις ουμανιστικές αρχές, εφόσον όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν φυσικά ποιοτικά προϊόντα θα εξαναγκασθούν στην κατανάλωση προϊόντων αμφιβόλου ποιότητας και επιπτώσεων. Εξ’ ίσου ισχυρό όμως είναι και το επιχείρημα που θεωρεί ότι η τεχνολογία των ΓΤΟ, όπως και η προηγούμενη ανάλογη προσπάθεια της προωθημένης από τις πολυεθνικές των λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων “Πράσινης Επανάστασης”, δεν έρχεται να αντιμετωπίσει τα αίτια που δημιουργούν τη φτώχεια, αλλά τα συμπτώματά της. Το πρώτο που έρχεται να πετύχει η νέα τεχνολογία είναι η εξάρτηση μεγάλων πληθυσμών από τις εταιρείες που την εμπορεύονται. Αλλά και το εάν θα μπορέσουν οι εξαρτημένοι νεο-υπόδουλοι τουλάχιστον να τραφούν από τη χρήση αυτής της τεχνολογίας είναι αμφίβολο. Το ότι οι περισσότερες χώρες του τρίτου κόσμου είναι ήδη υπερχρεωμένες υποθηκεύει οποιοδήποτε εγχείρημα οικονομικής τους ανάκαμψης. Το πιο πιθανό είναι τα χρέη τους να αυξηθούν κι άλλο και οι εταιρείες να τους ταϊζουν μόνο όταν θα θέλουν να επιδείξουν τα αισθήματα φιλανθρωπίας τους ή να κάνουν δωρεάν διαφημιστική επίδειξη.

Εάν θα θέλαμε να αντιμετωπίσουμε ουσιωδέστερα το θέμα της πείνας στον κόσμο θα έπρεπε να εξετάσουμε δύο εξαιρετικά κρίσιμα στοιχεία: το ζήτημα της ανισότητας του πλούτου και της εξουσίας και το ζήτημα του υπερπληθυσμού, τα οποία είναι και αλληλένδετα. Ο πλανήτης δεν μπορεί να αντέξει πολύ παραπάνω από ένα συγκεκριμένο όριο ανθρώπινης παρουσίας. Για να μπορέσουμε να τρεφόμαστε και στο μέλλον και να διατηρήσουμε αυξημένα επίπεδα ποιότητας ζωής, θα πρέπει να τιθασευθούν οι ρυθμοί αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού. Κι αυτό να μην αφεθεί να γίνει στην τύχη από τους θανάτους από πείνα και επιδημίες, αλλά από το αυξημένο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο και από τον συνειδητό οικογενειακό προγραμματισμό, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και επιλογές. Το ζήτημα της μείωσης των οικονομικών ανισοτήτων είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον υπερπληθυσμό και γι’ αυτό όσοι αντιτίθενται στους ΓΤΟ σήμερα θεωρούν πιο σημαντικό το να αναχαιτισθεί η προσπάθεια αύξησης της οικονομικής δύναμης των μεγάλων πολυεθνικών και των δυτικών χωρών εις βάρος των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων και χωρών, παρά να αυξήσουμε τις δυνατότητες παροχής σκουπιδοτροφών στους πεινασμένους, χωρίς να είμαστε σίγουροι ούτε καν για την αντιμετώπιση της πείνας.

Πού καταλήγουμε μετά από όλα αυτά;

Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί αρκετά αιτήματα:

1. Σήμανση των προϊόντων (όχι μόνο ότι περιέχουν ΓΤΟ, αλλά και την όσο το δυνατόν ακριβέστερη σύνθεσή τους).

2. Μεταχείρισή τους όπως και τα νεοεισαγόμενα φάρμακα (με τεστ οξείας τοξικότητας, χρόνιας τοξικότητας, μεταλλαξιγένεσης, καρκινογένεσης, επιπτώσεων στην αναπαραγωγική διαδικασία, αλλά και μακροχρόνιους προληπτικούς ελέγχους και μετέπειτα παρακολούθηση παρενεργειών).

3. Απαγόρευση της χρήσης ανθεκτικών στα αντιβιοτικά γονιδίων (για την επιλογή επιτυχώς τροποποιημένων κυττάρων).

4. Περισσότερη εργαστηριακή έρευνα πριν απελευθερωθούν και καλλιεργηθούν αυτοί οι οργανισμοί στη φύση.
Τα πιο πάνω αιτήματα όμως οδηγούν σε μια σιωπηλή αποδοχή της απελευθέρωσης ΓΤΟ. Από τα προαναφερθέντα στοιχεία έγινε νομίζουμε φανερό ότι η τεχνολογία της γενετικής τροποποίησης ενέχει σήμερα κινδύνους απαράδεκτους για την ανθρωπότητα και τη ζωή στον πλανήτη μας και ότι διεξάγεται ένα τερατώδες πείραμα στη φύση, με όλους εμάς ως άβουλα πειραματόζωα. Θεωρούμε λοιπόν ότι όλοι μας έχουμε δικαίωμα να διαμαρτυρηθούμε και να εκφράσουμε την άποψη ότι ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ, και φυσικά ΟΥΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΖΩΑ. Αλλά και οι επιφυλάξεις για την εργαστηριακή παραγωγή προϊόντων από ΓΤΟ ακόμη ισχύουν. Το αν θα είναι κάποτε σε θέση η ανθρωπότητα (μετά από την εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας, αλλά και του ηθικού προβληματισμού) να αποφανθεί ότι τα προϊόντα αυτά είναι τροφικά, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και ηθικά αποδεκτά, δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας γενικευμένος διάλογος. Όσο για την επιστημονική έρευνα, μπαίνουν πολύ σοβαροί προβληματισμοί για τις κατευθύνσεις που αυτή πρέπει να στραφεί και τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοσθούν πρακτικά οι ανακαλύψεις της. Πολλοί επιστήμονες (μεταξύ των οποίων και ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Τάσος Κουράκης) θεωρούν πως αντί να χρησιμοποιηθεί η γνώση που λαμβάνουμε από την επιστήμη της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας για την αλλαγή του βιολογικού κώδικα των φυτών και των ζώων, θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την καλύτερη κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των γονιδιακών και των περιβαλλοντικών παραμέτρων, με σκοπό τη θεμελίωση μιας οικολογικής διαχείρισης της φύσης και την προληπτική προστασία της υγείας. Σε κάθε περίπτωση, η αναβάθμιση του δημοκρατικού τρόπου στη λήψη αποφάσεων και στην εξάσκηση ελέγχου τόσο στις κατευθύνσεις της έρευνας, όσο και στις πρακτικές εφαρμογές των επιστημονικών ανακαλύψεων από τις εταιρείες πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.

Υπάρχει εναλλακτική λύση!

Και βέβαια υπάρχει ένας άλλος τρόπος γεωργικής παραγωγής, που σέβεται τις φυσικές διαδικασίες και που αποφεύγει όχι μόνο την εργαστηριακή γενετική τροποποίηση, αλλά και τα συνθετικά φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Αυτός ακούει στο όνομα της ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ. Επίσης, τελευταία αναπτύσσσεται πολύ και η οικολογική κτηνοτροφία, ιδιαίτερα μετά τα σκάνδαλα της νόσου των τρελών αγελάδων και των διοξινών. Δυστυχώς στη χώρα μας οι αγρότες δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη τις δυνατότητες αυτών των μεθόδων ενώ δεν υπάρχει και η κατάλληλη καθοδήγηση και εκπαίδευση από τις κρατικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι αυτές οι μέθοδοι να παράγουν ακόμη μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής στη χώρα μας (παρά τις τάσεις αύξησης) ενώ στην Ευρώπη τα βιολογικά και οικολογικά κτήματα έχουν φτάσει να αποτελούν αξιοσημείωτα ποσοστά και ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες διατροφικές κρίσεις να τυγχάνουν εκπληκτικής ενθάρρυνσης, τόσο από κρατικές πολιτικές όσο και από την καταναλωτική ζήτηση. Παρόλα αυτά, η χώρα μας διαθέτει εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη αυτών των μεθόδων, οι οποίες σε αντίθεση με τις φορτισμένες τεχνολογικά μεθόδους διατηρούν τις θέσεις απασχόλησης στη γεωργία αντί να τις μειώνουν. Έτσι, αναμένουμε πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις τα επόμενα χρόνια και για την Ελλάδα ενώ η στροφή των αγροτικών αιτημάτων προς οικολογικές κατευθύνσεις και η σύνδεση του αγροτικού με το οικολογικό κίνημα μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα ριζικών αλλαγών στην ελληνική ύπαιθρο και την ελληνική κοινωνία γενικότερα.

Πώς μπορούμε να αντισταθούμε;

·Απαιτώντας από φορείς πολιτικούς (υπουργεία, κόμματα, βουλευτές, δημαρχιακά - νομαρχιακά συμβούλια και παρατάξεις), κοινωνικούς (αγροτικούς, γεωπονικούς, ιατρικούς, καταναλωτικούς, περιβαλλοντικούς συλλόγους) και οικονομικούς (αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, φαστ φουντ, εταιρείες παραγωγής και εισαγωγής τροφίμων, εμπορικά επιμελητήρια, κ.ά.) να πάρουν αρνητική θέση στο ζήτημα της αποδοχής της καλλιέργειας και διακίνησης γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Ασκώντας πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση και στους Έλληνες εκπροσώπους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργούμε τις προϋποθέσεις ώστε η νομοθεσία της χώρας μας και της Ε.Ε. να απαγορεύσει την καλλιέργεια και εμπορία των γενετικά τροποποιημένων και να προστατεύσει την υγεία των καταναλωτών και το περιβάλλον.

·Γνωρίζοντας τις επιπτώσεις στη διατροφή μας, ποιές εταιρείες κατασκευάζουν γενετικά τροποποιμένα τρόφιμα και ποιοί είναι οι εισαγωγείς γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, όπως και γενετικά επιμολυσμένων σπόρων στη χώρα μας. Μπορούμε έτσι, να μποϋκοτάρουμε αυτές τις εταιρείες και τα προϊόντα τους ή να τους στείλουμε επιστολές διαμαρτυρίας.

·Καταναλώνοντας βιολογικά προϊόντα. Έτσι, εκτός από τα γενετικά τροποποιημένα, αποφεύγουμε φυτοφάρμακα και ορμόνες και ενισχύουμε τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία.

·Με το να γίνουμε συνειδητοί, ενημερωμένοι και ενεργοί καταναλωτές, παραγωγοί και πολίτες, συμμετέχοντας σε οικολογικές, περιβαλλοντικές, καταναλωτικές, αγροτικές οργανώσεις και συλλόγους.

ΠΗΓΗ: http://gmostop.org/thesi.html