Η καθυστερημένη ανάπτυξη των καταναλωτικών συνεταιρισμών στον ελλαδικό χώρο

Η καθυστερημένη ανάπτυξη των καταναλωτικών συνεταιρισμών στον ελλαδικό χώρο

Το συνεταιριστικό κίνημα στον ελλαδικό χώρο εμφανίσθηκε και αναπτύχθηκε κυρίως ως αγροτικό λόγω της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης του τόπου. Παρόλα αυτά ο πρώτος συνεταιρισμός ήταν καταναλωτικός με τίτλο «εταιρία εργατικού λαού, η αυτοβοήθεια». Ιδρύθηκε το 1870 στην Αθήνα και η γρήγορη του ανάπτυξη τα πρώτα δύο με τρία χρόνια ανακόπηκε και τελικά οδηγήθηκε σε διάλυση.

Οπως είναι λογικό, μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν στην ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος, είναι το επίπεδο ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας σε συνδυασμό με το μέγεθος του πληθυσμού και την κοινωνική του σύνθεση.

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα στη χώρα έχουμε το κράτος της κλειστής οικιακής οικονομίας και βιοτεχνίας δεδομένου ότι δεν υπήρχε αναπτυγμένη βιομηχανία και συνεπώς ούτε πληθωπαραγωγή προς πώληση. Μετά το 1821, πάνω από το 80% του πληθυσμού ήταν αγρότες και από αυτούς μόνο ένα μικρό ποσοστό ήταν ελεύθεροι ανεξάρτητοι παραγωγοί, ενώ ένας μεγάλος αριθμός αγροτών ήταν κολλίγοι. Η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα ήταν η αγροτική. Η παραγωγή της προοριζόταν για αυτοκατανάλωση, ενώ οι οι εξαγωγές ήταν ελάχιστες, έως ανύπαρκτες. Στα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται καινούρια αστικά κέντρα και σταδιακά αρχίζει να αναπτύσσεται η εμπορευματική παραγωγή καθώς επίσης να διευρύνεται σιγά-σιγά και η εσωτερική αγορά με αποτέλεσμα την αργή ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας.

Η ανάπτυξη που σημειώθηκε στη βιομηχανία συνέτεινε στη μεγαλύτερη εμπορικοποίηση και τον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που επέδρασε και στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, με τη μείωση του αγροτικού και την αύξηση του αστικού πληθυσμού Η περαιτέρω αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού οδήγησε βαθμιαία στη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με τη σχετική ανάπτυξη των βιοτεχνιών -βιομηχανιών επεξεργασίας εγχωρίων πρώτων υλών, αρχίζει να δημιουργείται η εργατική τάξη. Στην περίοδο 1880-1910 συγκροτείται και αναπτύσεται το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα σε βαθμό που να παρουσιάζει κάποια αναλογία με τα συνδικαλιστικά κινήματα των τότε αναπτυγμένων χωρών.

Η αργοπορημένη εμφάνιση του καταναλωτικού συνεταιριστικού κινήματος στην πατρίδα μας συνδέεται με την καθυστερημένη γενικά οικονομία και την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο καθώς επίσης και από το χαρακτήρα του ελληνικού κεφαλαίου που ήταν για μεγάλη περίοδο κατά βάση εμπορομεταπρατικό.

Οι προσπάθειες που έγιναν από τους εργαζόμενους για την ανάπτυξη καταναλωτικών συνεταιρισμών ήταν γενικά αδύναμες και ασυντόνιστες.

Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν στη χώρα μας η κυρίαρχη αντίληψη για τους συνεταιρισμούς και τον ρόλο τους στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση και ανάπτυξη δεν ξεπέρασε τα πλαίσια και τη νοοτροπία μιας οικονομίστικης επιχειρηματικής γλώσσας. Η ιδεολογική αυτή παραμόρφωση του συνεταιρισμού και ο αφοπλισμός του στον αγώνα για την οικονομική και κοινωνική χειραφέτηση -απελευθέρωση των εργαζομένων είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται η συνεταιριστική ιδέα ως άχρωμη, περιθωριοποιημένη, υποβαθμισμένη και ταξικά ουδέτερη. Ξέπεσε στη συνείδηση, του λαού και ιδιαίτερα των εργατικών στρωμάτων, ως ένας θεσμός χωρίς δυνατότητες συμβολής στην επίλυση των λαϊκών προβλημάτων.

Στο παρελθόν το καταναλωτικό συνεταιριστικό κίνημα δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί όχι μόνο γιατί το κράτος δεν στήριξε ουσιαστικά τέτοιες προσπάθειες, αλλά γιατί τις περισσότερες φορές καταπολεμήθηκε επειδή στην πράξη αμφισβητούσε τις επιλογές της επίσημης πολιτείας για το μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Σήμαντική υπήρξε επίσης και η αδυναμία των προοδευτικών διανοουμένων να κατανοήσουν τη σημασία της ύπαρξης και λειτουργίας καταναλωτικού συνεταιριστικού κινήματος και να προωθήσουν αυτή την αντίληψη στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα.

Παράλληλα, τα προοδευτικά κόμματα -ακόμα και σήμερα- δεν ανέπτυξαν και εξειδίκευσαν θέσεις για τη δημιουργία καταναλωτικών συνεταιρισμών και την ανάπτυξη καταναλωτικού συνεταιριστικού κινήματος. Αντίθετα, η παραδοσιακή αριστερά στη χώρα μας αντιμετώπισε την ανάπτυξη τών συνεταιρισμών αρνητικά και σήμερα μένει αμέτοχος θεατής των εξελίξεων στο χώρο των καταναλωτικών συνεταιρισμών. Η θέση αυτή της παραδοσιακής αριστεράς έχει τις καταβολές της κυρίως στην ιδεολογική και θεωρητική συγκρότηση του εργατικού κινήματος στη χώρα μας.

Η παραδοσιακή αριστερά εγκλωβισμένη στη θεωρία της αστικοδημοκρατικής ολοκλήρωσης και της εξελικτικής αντίληψης για την ιστορία δεν μπόρεσε να προσδιορίσει ταξικά τον συνεταιρισμό μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Ο συνεταιρισμός ως μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης εμπεριέχει (ως ενός βαθμού) τη δυνατότητα μιας διαδικασίας απελευθέρωσης των εργαζομένων, αφού πλέον οι ίδιοι εξουσιάζουν τα μέσα παραγωγής και το κεφάλαιο, και επί πλέον διαχειρίζονται την υπεραξία προς όφελός τους αλλά και της κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό θέτουν σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του κεφαλαίου τόσο στα μέσα παραγωγής όσο και στο δικαίωμα διαχείρησης της υπεραξίας προς όφελος του κεφαλαίου.

Η υποβάθμιση της σημασίας του ρόλου του συνεταιρισμού στην ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οδήγησε στην παραίτηση του εργατικού κινήματος από την οργάνωσή του σε συνεταιρισμούς. Έτσι «... ο συνεταιρισμός αποκόπηκε από την ταξική πάλη κύρια γιατί μέχρι σήμερα στη χώρα μας η έννοια της ταξικής πάλης νοήθηκε στο επίπεδο της ιδεολογίας και της πολιτικής (κόμμα -συνδικάτο) αλλά όχι στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης, των εργασιακών σχέσεων, στο εργοστάσιο, στο χωράφι, στο γραφείο (εργατικός έλεγχος, εργατικά συμβούλια, συνεταιρισμοί)...»

Μέσα σε αυτό το οι όποιες πρωτοβουλίες ξεκινούσαν από τους εργαζόμενους, μέχρι πρόσφατα, ήταν στην πλειοψηφία τους περιπτωσιακές, ασυντόνιστες μεταξύ τους και ξεκομένες από το λαϊκό κίνημα. Χωρίς να αξιοποιούν την κοινωνική δυναμική στην κατεύθυνση της δημιουργίας καταναλωτικού συνεταιριστικού κινήματος με αρχές, στόχους, στρατηγική, αλλά και ενιαία διάρθρωση, δομή και λειτουργία. Ετσι εμφανίσθηκαν μέσα στους κόλπους του συνεταιριστικού κινήματος, κακέκτυπα οργανώσεων που καταχρηστικά έφεραν τον τίτλο των καταναλωτικών συνεταιρισμών και επήλθε ο αποπροσανατολισμός του συνεταιριστικού κινήματος από τις αρχές που διέπουν το διεθνές συνεταιριστικό κίνημα, τους στόχους και το περιεχόμενό του.

«Η φύση του συνεταιριστικού τομέα, που ως ένας ισχυρός πόλος έλξης συνενώνει τις μικρές, αδύναμες και διασκορπισμένες κοινωνικές μονάδες και μπορεί δυνητικά να αποτελέσει έναν ισχυρό θεσμό κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, προσελκύει το ενδιαφέρον του κράτους, το οποίο προσπαθεί να προσεταιριστεί το συνεταιριστικό θεσμό είτε για να περάσει μέσω αυτού την πολιτική του, είτε για να ελέγξει τις κοινωνικές ομάδες που το απαρτίζουν».

Με την πάροδο του χρόνου, «η εξάρτηση στην ετεροδιαχειριστική λογική του κράτους και τελικά η υποδούλωση του συνεταιριστικού θεσμού στην κυριαρχική βουλιμία του ουσιαστικά αποξενώνει έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο θεσμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και τον μετατρέπει σε ένα θεσμό της κρατικής γραφειοκρατίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η παρέμβαση και ο έλεγχος του κράτους, τόσο πιο γραφειοκρατικός και υποανάπτυκτος παραμένει ο συνεταιρισμός». Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η ύπαρξη ενός συλλογικού εγχειρήματος, όπως οι συνεταιρισμοί υπό εργατικό έλεγχο, είναι κατ’ ανάγκη κοινωνικά απελευθερωτικοί στην προοπτική τους.

Η στάση των εμπόρων απέναντι στους συνεταιρισμούς

Τη στάση των εμπόρων απέναντι στο αναπτυσσόμενο συνεταιριστικό κίνημα της εποχής παρουσιάζει ο Σωκράτης Ιασεμίδης που έγραφε το 1917 τα εξής:

«... οι παρ ημίν έμποροι (....) εκ της μικράς συναλλαγής των εννοούσι να σχηματίσωσι περιουσίας και δι απλής συνεννοήσεώς των κατωρθώνουσι να ορίζωσι τιμάς πωλήσεως των ειδών των τοιαύτας, ώστε ο γνωστός νόμος της προσφοράς και ζητήσεως να μην έχη δι’ αυτούς καμμίαν σχεδόν εφαρμογήν. Οι μεσίται και τα διάφορα μεσάζοντα χέρια είναι πάρα πολλά και κερδίζουν περισσότερα ασφαλώς των παραγωγών, υπερδιπλασιάζοντα τουλάχιστον την τιμήν των διαφόρων ειδών.

Ο συνεταιρισμός των παραγωγών π.χ. δια την από κοινού πώλησιν (....) ως και των καταναλωτών (....) δια την από κοινού αγοράν κτλ. είναι δια τους μεσίτας, μεσάζοντας και μικρεμπόρους (....) ο μεγαλύτερος εχθρός. Είναι φυσική επομένως η παρ’ αυτών αντίδρασις κατά του συνεταιρισμού οιουδήποτε είδους...».

Δυστυχώς το συνεταιριστικό Κίνημα είχε -και έχει- απέναντί του έναν οργανωμένο αντίπαλο που με τις διασυνδέσεις του με τον πολιτικό κόσμο, κατόρθωσε πολλές φορές να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην εξέλιξη του συνεταιριστικού - καταναλωτικού κινήματος στην χώμα μας.