FAIR TRADE: ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ?

Όταν μιλάμε για fair trade (δίκαιο εμπόριο), δεν εννοεί όλος ο κόσμος το ίδιο. Μέσα στο ίδιο το κίνημα του δίκαιου εμπορίου, συναντάμε διαφορετικές προσεγγίσεις, που είναι μέχρι και αντιθετικές μεταξύ τους. Τοποθετώντας τους εαυτούς μας σε μια «παγκόσμια και εναλλακτική» οπτική του δίκαιου εμπορίου, υπερασπιζόμαστε μια σφαιρική θεώρησή του, που ξεκινάει από τον παραγωγό μέχρι τον τελικό καταναλωτή, παίρνοντας υπόψη όλη την ενδιάμεση εμπορική αλυσίδα, δουλεύοντας ταυτόχρονα από κοινού με άλλα κοινωνικά κινήματα κριτικά προς το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και αντιτιθέμαστε με εκείνους που χρησιμοποιούν το δίκαιο εμπόριο σαν ένα εργαλείο εταιρικού μάρκετινγκ.

Από την άλλη, μία «παραδοσιακή και κυρίαρχη» θεώρηση μέσα στο κίνημα, υπερασπίζεται το δίκαιο εμπόριο αυστηρά σαν μια εμπορική συναλλαγή Βορρά-Νότου, κάτω από ορισμένα κριτήρια κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης, μία οπτική που δεν λαμβάνει υπόψη της την περιπλοκότητα των εμπορικών διαδικασιών και μπορεί να μας οδηγήσει μέχρι και στη σύναψη συμμαχιών με εκείνους που προωθούν το άδικο εμπορικό σύστημα, ενάντια του οποίου αγωνιζόμαστε: την αγροδιατροφική βιομηχανία και τα μεγάλα πολυκαταστήματα.

Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι, από την εταιρική οπτική, το δίκαιο εμπόριο είναι ένα μερίδιο της αγοράς που παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη και που αποδίδει μια καλή εικόνα σε εκείνους που το προωθούν. Οι μεγάλες πολυεθνικές διατροφής και διακίνησης δεν θέλουν να αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη και μετατρέπουν το δίκαιο εμπόριο σε μια ακόμη επιχειρηματική εναλλακτική, που επιπλέον τους προσφέρει σημαντικά οφέλη για το εμπορικό σήμα και την γενικότερη εικόνα τους.

Μία θεώρηση «παγκόσμια και εναλλακτική» ή «παραδοσιακή και κυρίαρχη»;

Από την «παγκόσμια και εναλλακτική» οπτική, υπερασπιζόμαστε μια σφαιρική θεώρηση του δίκαιου εμπορίου, που παίρνει υπόψη της όλη την εμπορική αλυσίδα και όχι μόνο την προέλευση παραγωγής των προϊόντων. Σύμφωνα με αυτή την οπτική είναι το ίδιο σημαντικό από ποιον, πού, και πώς παράγονται τα προϊόντα με το από ποιον, πού, και πώς πωλούνται, εξετάζοντας επιπλέον και τα υπόλοιπα, ενδιάμεσα στάδια της αλυσίδας (μεταφορά, επεξεργασία, διακίνηση). Μέσω αυτής της προσέγγισης είναι που αντιτιθέμαστε συνολικά με τη χρήση του δίκαιου εμπορίου από την αγροδιατροφική βιομηχανία και τη μεγάλη διακίνηση, σαν ένα εργαλείο εταιρικού μάρκετινγκ που στοχεύει στην απόκτηση μιας «υπεύθυνης» εικόνας και στη δικαιολόγηση των εμπορικών, εργασιακών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πολιτικών τους…που σφύζουν από αδικία.

Επιπλέον, θεωρούμε ότι το δίκαιο εμπόριο δεν πρέπει να ασχολείται μόνο με τις εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου, αλλά επίσης με αυτές που πραγματοποιούνται εδώ (δίκαιο εμπόριο Βορρά-Βορρά) και στις χώρες του Νότου (δίκαιο εμπόριο Νότου-Νότου). Είναι πολύ σημαντικό να συνδέσουμε το δίκαιο εμπόριο με την υπεράσπιση του δικαιώματος στη διατροφική κυριαρχία, και την προώθηση των σύντομων εμπορικών κυκλωμάτων και του εμπορίου της εγγύτητας. Βάσει αυτών των αρχών, δεν θα καταναλώσουμε μέλι από το Εκουαδόρ ή κρασί από τη Χιλή, αν αυτά παράγονται εδώ, με τα ίδια κριτήρια οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.

Διαφοροποιούμενη, όμως, από αυτή την οπτική, η «παραδοσιακή και κυρίαρχη» θεώρηση, της οποίας ηγούνται οι μεγάλοι εισαγωγείς μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Intermon Oxfam, παίρνει μια αντίθετη θέση. Βασίζει τον ορισμό του δίκαιου εμπορίου στα κριτήρια της παραγωγής στις χώρες προέλευσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην εμπορική αλυσίδα. Αυτή η ανάλυση νομιμοποιεί την πώληση των προϊόντων του δίκαιου εμπορίου σε αλυσίδες πολυκαταστημάτων όπως η Carrefour, η Mercadona, η Wal-Mart….και την δημιουργία εμπορευμάτων δίκαιου εμπορίου από πολυεθνικές της αγροδιατροφικής βιομηχανίας όπως η Nestle, η Chiquita, η Kraft. Η στρατηγική αυτή δικαιολογείται με το πρόσχημα ότι η πώληση μέσω των πολυκαταστημάτων προσφέρει πρόσβαση σε πιο ευρύ κοινό και έτσι αυξάνονται οι πωλήσεις: περισσότερα χρήματα για το Νότο, περισσότερη βοήθεια.

Είναι, όμως, απαραίτητο να απομυθοποιήσουμε αυτή την ψευδαίσθηση. Καταρχήν, το να πουλάμε μέσω των μεγάλων πολυκαταστημάτων ή συμμαχώντας με την αγροδιατροφική βιομηχανία, δεν θα μας επιτρέψει ποτέ να τροποποιήσουμε τους άδικους κανόνες του εμπορικού συστήματος, τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Και, κατά δεύτερον, από μια ποσοτική οπτική, αν θέλουμε να αυξήσουμε τις πωλήσεις δεν χρειαζόμαστε τα μεγάλα πολυκαταστήματα. Σύμφωνα με την έκδοση της Sodepaz, H σπαζοκεφαλιά της ισοτιμίας (El rompecabezas de la equidad, Carraro, Fernandez y Verdu, 2006), οι άνθρωποι που ήδη καταναλώνουν προϊόντα δίκαιου εμπορίου καλύπτουν με αυτά μόνο το 30% των σχετικών αναγκών τους και έτσι «χωρίς την προσθήκη νέων προϊόντων, χωρίς να αυξηθεί ο αριθμός των καταναλωτών, χωρίς να αυξηθεί η συχνότητα των αγορών τους, οι πωλήσεις θα μπορούσαν τουλάχιστον να τριπλασιαστούν». Απλά προωθώντας μια υπεύθυνη κατανάλωση, όπου τα προϊόντα δίκαιου εμπορίου θα αποτελούσαν σταθερό κομμάτι των αγορών του κόσμου.

Φθάνοντας σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναρωτηθούμε την ουσία του δίκαιου εμπορίου. Στόχος του είναι η αύξηση των πωλήσεων ή η αλλαγή των άδικων κανόνων του παιχνιδιού; Το δίκαιο εμπόριο είναι μια νέα εξειδικευμένη αγορά ή είμαστε ένα κοινωνικό κίνημα που παλεύει για τον μετασχηματισμό του συστήματος και την κατάργηση των αδικιών και των ανισοτήτων;

Μια επιχειρηματική ευκαιρία

Η πιο μετριοπαθής λογική του δίκαιου εμπορίου, που στηρίζεται στην παροχή βοήθειας (σ.μ. στους αδικημένους του Νότου), έχει εξυπηρετήσει στην υφαρπαγή της έννοιας από τις αγροδιατροφικές πολυεθνικές και τη μεγάλη διακίνηση, που βλέπουν σε αυτό μια νέα εξειδικευμένη αγορά και μια ευκαιρία για εταιρικό μάρκετινγκ.
Οι επιχειρηματικές κινήσεις είναι εμφανείς, είτε με τη δημιουργία ιδίων εμπορικών σημάτων ή σειρών προϊόντων δίκαιου εμπορίου, είτε αποκτώντας νέα τμήματα καταναλωτών, οι οποίοι προτιμούν να ψωνίζουν σε αλυσίδες καταστημάτων που έχουν την υποστήριξη συγκεκριμένων κοινωνικών οργανώσεων. Το δεύτερο αποτελεί καθαρό παράδειγμα συνεργασίας εταιρίας και ΜΚΟ, με τη δικαιολογία της αύξησης των πωλήσεων. Επιπλέον, η ένταξη των προϊόντων αυτών στα ράφια των μεγάλων πολυκαταστημάτων θα τους προσδώσει και βελτίωση της εικόνας της επιχείρησης, προσφέροντάς της μια προστιθέμενη αξία ποιότητας και υπευθυνότητας, που θα τις διαφοροποιήσει από άλλες αλυσίδες διακίνησης. Όπως αναφέρει η έκδοση της Καταλανικής Υπηρεσίας Κατανάλωσης, Το δίκαιο εμπόριο και η μεγάλη διακίνηση στην Καταλωνία (El comerc just i la gran distirbucio a Catalunya, 2006): “To γεγονός ότι η [μεγάλη] διακίνηση προσφέρει στα ράφια της, με συνέχεια και σταθερότητα, προϊόντα δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου, συνδέει την επιχείρηση με ανερχόμενες κοινωνικές αξίες: αλληλεγγύη, υπευθυνότητα στην κατανάλωση, σεβασμός στο φυσικό περιβάλλον». Η μπίζνα είναι προφανής.

Πιστοποίηση: για ποιόν;

Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο, η πιστοποίηση των προϊόντων δίκαιου εμπορίου υπηρετεί μια εμπορική λογική. Η σφραγίδα FLO International αντικαθιστά το μαγαζί του δίκαιου εμπορίου σαν εγγύηση του χαρακτήρα των προϊόντων, και συνεπώς μετατρέπεται σε εγγυήτρια των συνθηκών παραγωγής στη χώρα προέλευσης. Με αυτόν τον τρόπο, οποιοδήποτε μαγαζί, σούπερ-μάρκετ ή μεγάλο πολυκατάστημα νομιμοποιείται να πουλάει ένα προϊόν δίκαιου εμπορίου, αρκεί αυτό να έχει την αντίστοιχη σφραγίδα. Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την Wal-mart, την Carrefour, την Mercadona…να διαθέτουν στα καταστήματά τους προϊόντα δίκαιου εμπορίου, ούτε τη Nestle, την Chiquita ή την Dole να προωθούν δικές τους μάρκες δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου. Ο «παραδοσιακός και κυρίαρχος» τομέας του κινήματος θεωρεί ότι αυτό είναι μια νίκη των καταναλωτών, που αυξάνοντας τις αγορές τους, πιέζουν τη μεγάλη διακίνηση να πουλάει τα προϊόντα αυτά.

Η πιστοποίηση, όμως, όχι μόνο νομιμοποιεί τακτικές πώλησης που είναι ξεκάθαρα κατακριτέες, εστιάζοντας μόνο στην παραγωγή στη χώρα προέλευσης και αφήνοντας απ’έξω τα υπόλοιπα στάδια της εμπορικής αλυσίδας, αλλά επιπλέον αποκλείει τους παραγωγούς που διαθέτουν λιγότερους πόρους, καθώς για να αποκτήσουν τη σφραγίδα FLO International πρέπει να έχουν δίκτυο αγοραστών, δομή και παραγωγική ικανότητα που να πληρούν τα κριτήρια της πιστοποίησης.

Η πιστοποίηση FLO International δεν έχει διαφύγει τις κριτικές των ίδιων των παραγωγών του Νότου που την διαθέτουν. Μία από τις πιο πολεμικές από αυτές, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι οργανώσεις του Νότου δεν μπορούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες της FLO International και έτσι η κυριαρχία στην πιστοποίηση και στην θέσπιση των κριτηρίων βρίσκεται, αποκλειστικά, στο Βορρά. Ένα άλλο αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι η πιστοποίηση ιδιωτικών φυτειών, με σκοπό την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης προϊόντων δίκαιου εμπορίου. Το Συντονιστικό Mικρών Παραγωγών Δίκαιου Εμπορίου της Λατ.Αμερικής και Καραϊβικής (Coordinadora Latinoamericana y del Caribe de Pequenos Productores de Comercio Justo – CLAC) καταγγέλλει την πρακτική αυτή, θεωρώντας ότι βάζει τα συμφέροντα της αγοράς πάνω από αυτά των μικρών παραγωγών. Όμως, παρά τις κριτικές, οι πολυεθνικές της βιομηχανίας μπανάνας, όπως η Chiquita και η Dole, έχουν ήδη αποκτήσει την πιστοποίηση κάποιων φυτειών τους, και οι μπανάνες τους φιγουράρουν σε σούπερ-μάρκετ της Βρετανίας και των Η.Π.Α. σαν προϊόντα «δίκαιου εμπορίου».

Οι περιπτώσεις της Wal-Mart και της Tesco

Παρά την ασυμβατότητα του δίκαιου εμπορίου με τη μεγάλη διακίνηση, υπάρχει πληθώρα περιπτώσεων όπου υπερκαταστήματα και σούπερ-μάρκετς διαθέτουν στα ράφια τους προϊόντα πιστοποιημένα ως δίκαια και αλληλέγγυα. Δεν χρειάζεται να ψάξεις κανείς πολύ: οι γίγαντες της μεγάλης διακίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο, Wal-Mart, Carrefour και Tesco, πωλούν προϊόντα δίκαιου εμπορίου και προωθούν τις δικές τους μάρκες, αποκτώντας μια εικόνα υπευθυνότητας και δικαιοσύνης. Στην Ισπανία, 11 εμπορικές αλυσίδες πωλούν προϊόντα πιστοποιημένα σαν δίκαια, σε ένα σύνολο 1.000 σούπερ-μάρκετς και άλλων σημείων πώλησης. Αλλά η πίεση στους προμηθευτές για χαμηλότερες τιμές, οι αντισυνδικαλιστικές πρακτικές, οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον…ίδια χαρακτηριστικά των εταιριών αυτών, παραμένουν σε ισχύ όταν εμπορεύονται προϊόντα επονομαζόμενα ως δίκαια. Και η πρακτική της μεγάλης εμπορικής διακίνησης, η λογική του μέγιστου κέρδους, παραμένει η ίδια με ή χωρίς δίκαιο εμπόριο. Σαν συνέπεια, η θεωρία και η πράξη δεν έχουν καμία σχέση και η πώληση των προϊόντων εξυπηρετεί μόνο μια στρατηγική εταιρικού μάρκετινγκ και ωραιοποίησης της εικόνας των εταιρειών αυτών.

Η περίπτωση της Wal-Mart, της μεγαλύτερης εταιρείας λιανικής πώλησης στον κόσμο [σ. και της δεύτερης μεγαλύτερης επιχείρησης παγκοσμίως, πίσω μόνο από την Exxon-Mobil, με τζίρο 50% μεγαλύτερο από το ΑΕΠ ολόκληρης της Ελλάδας], είναι ένα καλό παράδειγμα. Η μάχη για χαμηλότερες τιμές, το σήμα κατατεθέν της εταιρίας, έφτασε και στα προϊόντα του δίκαιου εμπορίου. Αν μέχρι πρόσφατα η μάρκα-αστέρι του καφέ δίκαιου εμπορίου που πωλούσε ήταν η Millstone Club, η μάχη για χαμηλότερες οδήγησε στην αναζήτηση νέων προμηθευτών, που θα μπορούσαν να προσφέρουν χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Η στρατηγική της Wal-Mart για να χαμηλώνει το κόστος, στηρίζεται στον έλεγχο όλης της αλυσίδας εμπορευματοποίησης των προϊόντων, ξεκινώντας από την παραγωγή τους. Έτσι, η Wal-Mart ήρθε σε επαφή με μια μικρή κοοπερατίβα στην περιοχή Minas Gerais της Βραζιλίας, η οποία μπορούσε να προσφέρει μειωμένο κόστος παραγωγής. Η Transfair USA (το τμήμα της FLO International στις Η.Π.Α.), νομιμοποιώντας της στρατηγική της Wal-Mart, πιστοποίησε την παραγωγή.

Με αυτή την κίνηση, ο καφές δίκαιου εμπορίου σε ένα σούπερ-μάρκετ Sam’s Club της Wal-Mart κοστίζει σχεδόν τρεις φορές λιγότερο από τις άλλες μάρκες δίκαιου εμπορίου. Τα Sam’s Club έχουν μετατραπεί σε έναν από τους τρεις μεγαλύτερους διακινητές δίκαιου εμπορίου στις Η.Π.Α., πουλώντας τον φθηνότερο καφέ δίκαιου εμπορίου σε περίπου 1.000 καταστήματα της εταιρείας. Τα στελέχη της εταιρείας μιλάνε για ένα νέο στάδιο, όπου οι έννοιες της «βιώσιμης ανάπτυξης» και του «δίκαιου εμπορίου» έχουν συνενωθεί με το σλόγκαν της εταιρείας: «Όλο και πιο χαμηλές τιμές». Αλλά τι θα απογίνει η μικρή κοοπερατίβα της Minas Gerais όταν μια μέρα η Wal-Mart βρει πιο φθηνό προμηθευτή;

Η Tesco, η κυριότερη επιχείρηση λιανικής πώλησης στη Μ.Βρετανία, δεν έχει αφήσει ούτε αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μ.Βρετανία είναι, μετά την Ελβετία, η δεύτερη σημαντικότερη αγορά προϊόντων δίκαιου εμπορίου, με μια ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 40%. Η Tesco διαφημίζει την «μεγαλύτερη προσφορά προϊόντων δίκαιου εμπορίου», από φρούτα μέχρι μπισκότα, μούσλι, τσάι, χυμούς…συνολικά διαθέτει περισσότερα από 90 προϊόντα, μερικά από τα οποία με δική της μάρκα. Μια σταγόνα στον ωκεανό, αν συγκριθούν με τα 40.000 προϊόντα που εμπορεύεται η εταιρεία, αποτελώντας μόλις το 0,2% της συνολικής προσφορας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ενδιαφέρον της Tesco για το δίκαιο εμπόριο αυξήθηκε όταν η αλυσίδα σούπερ-μάρκετς Co-operative Group επέλεξε να παράγει τις σοκολάτες της βάσει των αρχών του δίκαιου εμπορίου και να διπλασιάσει τον χώρο που διαθέτει στα προϊόντα δίκαιου εμπορίου.

Από την γκάμα των προϊόντων δίκαιου εμπορίου που διαθέτει η Tesco, το προϊόν-αστέρι, χωρίς αμφιβολία, είναι τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Η εταιρεία πραγματοποίησε ένα δημόσιο λανσάρισμα που δεν είχε προηγούμενο, διαβεβαιώνοντας ότι επρόκειτο για τα πρώτα λουλούδια δίκαιου εμπορίου στη Μ.Βρετανία, τα οποία εγγυούνταν «μια καλύτερη οικονομική συναλλαγή για τους μικρούς παραγωγούς του αναπτυσσόμενου κόσμου». Όμως, η πραγματικότητα απείχε από τα διαφημιστικά σλόγκαν. Σύμφωνα με την Felicity Lawrence (The Guardian, 5/3/05), καμία από τις δύο προμηθεύτριες εταιρείες των κενυατικών τριαντάφυλλων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν «μικροί παραγωγοί», καθώς και οι δύο ήταν πολυεθνικές με 4.500 και 2.500 εργαζομένους αντίστοιχα, η μεγαλύτερη ολλανδικής ιδιοκτησίας, και οι κοινότητες που ωφελούνταν δεν ήταν συνεταιρισμοί παραγωγών, όπως πολλοί καταναλωτές μπορεί να νόμιζαν, αλλά μετανάστες που ζούσαν σε καλύβες που άνηκαν στις εταιρείες.

Η περίπτωση των κόκκινων τριαντάφυλλων είναι ένα μόνο παράδειγμα του τι κρύβεται πίσω από την πρακτική του δίκαιου εμπορίου που εφαρμόζουν οι μεγάλοι διακινητές όπως η Tesco. Σύμφωνα με δύο ανεξάρτητες αξιολογήσεις των μεγαλύτερων εταιρειών για το 2004, η Τesco αναδεικνυόταν σε έναν από τους σημαντικότερους παραβάτες σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα και δέχονταν σφοδρή κριτική οι εκθέσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που δημοσίευσε, σαν ελλιπείς και ελάχιστα αξιόπιστες.

Ο ρόλος της αγροβιομηχανίας

Δεν είναι μόνο η μεγάλη διακίνηση που έχει στρέψει το βλέμμα της σε αυτή τη νέα εξειδικευμένη αγορά. Η αγροδιατροφική βιομηχανία δεν έχει ούτε αυτή αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πολυεθνικές όπως η Nestle, η Kraft Foods, η Procter & Gamble και αλυσίδες όπως η Mcdonald’s και η Starbuck’s, μεταξύ άλλων, έχουν προωθήσει δικές τους μάρκες δίκαιου εμπορίου και διακινούν πιστοποιημένα προϊόντα.

Η περίπτωση της Nestle είναι μια από αυτές που έχουν ξυπνήσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, καθώς πρόκειται για την πιο μποϊκοταρισμένη εταιρεία στον πλανήτη, κατηγορούμενη για αντισυνδικαλιστικές πρακτικές, έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τον Οκτώβρη του 2005 η Nestle λανσάρισε τον πρώτο της καφέ δίκαιου εμπορίου: τον Nescafe Partner’s Blend, πιστοποιημένο από το Fairtrade Foundation (το παράρτημα της FLO International στη Μ.Βρετανία). Ο διευθυντής του ιδρύματος πιστοποίησης, Harriet Lamb, δεν έκρυψε την ικανοποίησή του, διαβεβαιώνοντας ότι η απόφαση της Nestle ήταν αποτέλεσμα της πίεσης των πολιτών και δήλωσε ότι θεωρεί την Nestle «μια μεγάλη πολυεθνική που ακούει τον κόσμο και του δίνει αυτό που ζητάει».

Όμως, η πιστοποίηση του καφέ της Nestle στη Μ.Βρετανία προκάλεσε ένα σημαντικό διάλογο μεταξύ των οργανώσεων-μελών της FLO International. Οι ιταλικές οργανώσεις ήταν αυτές που φάνηκαν πιο ενοχλημένες. Στο ανακοινωθέν που υπέγραψαν οι σημαντικότερες ιταλικές οργανώσεις δίκαιου εμπορίου, δηλώνουν: «Πολλές πολυεθνικές εταιρείες προωθούν την αδικία και την ανισότητα…συχνά απορρίπτουν τη λογική και την πρακτική του να πληρώνουν μια δίκαιη τιμή. Το να τις ενσωματώνουμε στο δίκαιο εμπόριο, χάρις και μόνο ενός προϊόντος τους, θα μας οδηγήσει σε τέτοια απώλεια αξιοπιστίας και καθαρότητας του μηνύματός μας, που καμία διεύρυνση της αγοράς του δίκαιου εμπορίου δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει.»

Η Mc Donald’s έχει επίσης προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Ελβετία, κατά τη διάρκεια του 2003, τα 140 εστιατόρια αυτού του γίγαντα του fast food, άρχισαν να διακινούν καφέ δίκαιου εμπορίου, με την πιστοποίηση της Max Havelaar (FLO International). Mία πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στην βελτίωση της εικόνας της πολυεθνικής, μετά από ένα οικονομικό έτος (2002) όπου στην Ελβετία η εταιρεία είχε παρουσιάσει ζημιές. Το 2005, τα καταστήματα της Mc Donald’s στην περιοχή Νέας Αγγλίας και του Albany (Νέα Υόρκη), στις Η.Π.Α., ακολούθησαν το ελβετικό παράδειγμα. Περισσότερα από 600 εστιατόρια στα βορειοανατολικά της χώρας συμπεριέλαβαν στα μενού τους πιστοποιημένο καφέ δίκαιου εμπορίου. Οργανώσεις όπως η Oxfam America και η Transfair USA (το παράρτημα της FLO International στις Η.Π.Α.) συνεχάρησαν την εταιρεία και την παρακίνησαν να ενσωματώσει προϊόντα δίκαιου εμπορίου σε όλα της τα εστιατόρια. Ο Πρόεδρος της Transfair USA, Paul Rice, δήλωσε πως η είσοδος της Mc Donald’s στο δίκαιο εμπόριο «έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στην διατροφική βιομηχανία, δείχνοντας ότι το δίκαιο εμπόριο σημαίνει ποιότητα», θεωρώντας παράλληλα ότι αυτό το βήμα θα επιτάχυνε την είσοδο και άλλων εταιρειών στην αγορά του δίκαιου εμπορίου.

Μια στρατηγική εταιρικού μάρκετινγκ

Το δίκαιο εμπόριο έχει αρχίσει αποτελεί κομμάτι της στρατηγικής Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) της αγροδιατροφικής βιομηχανίας και της μεγάλης διακίνησης. Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρούν να συνδέσουν την εικόνα τους με έννοιες όπως η οικολογία, η αλληλεγγύη, η συνεργασία με το Νότο… στοχεύοντας στο να δώσουν στις εταιρίες τους μια υπεύθυνη και μετριοπαθή εικόνα, που θα τους επιτρέψει να αυξήσουν τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους και να τις απαλλάξει από τις συνέπειες που έχουν οι «ανεύθυνες» πρακτικές που τις χαρακτηρίζουν.

Η έκδοση της Καταλανικής Υπηρεσίας Κατανάλωσης, Το δίκαιο εμπόριο και η μεγάλη διακίνηση στην Καταλωνία (El comerc just i la gran distirbucio a Catalunya, 2006), δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη:

«Το κοινωνικό στοιχείο είναι μια σημαντική παράμετρος για το εταιρικό σήμα και προσδίδει αξία και πρεστίζ στις επιχειρήσεις που διαθέτουν περισσότερη λογική. Η προσθήκη προϊόντων δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου στα ράφια των μεγάλων πολυκαταστημάτων δείχνει κατανόηση και διάθεση συνέργεια... Με αυτές τις λεπτομέρειες η εταιρεία αυξάνει με άυλο τρόπο την αξία των προϊόντων, μέχρι και στο διπλάσιο της λογιστικής του αξίας στην αγορά.»

Με αυτό τον τρόπο, η πλειοψηφία των μεγάλων διακινητών διαθέτουν δικά τους ιδρύματα, ή συμμετέχουν σε άλλα ευρύτερα που επιβάλλει ο εταιρικός κόσμος, που στοχεύουν στην προώθηση της «κοινωνικά υπεύθυνης» εικόνας τους. Ο γίγαντας της μεγάλης διακίνησης, Wal-Mart, διαθέτει το ίδρυμα Wal-Mart, μέσω του οποίου χρηματοδοτεί κυρίως δραστηριότητες σε τοπικό επίπεδο. Όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της: «Ανέκαθεν ήταν σκοπός μας να βρίσκουμε τρόπους για να βοηθήσουμε τις τοπικές κοινότητες όπου συναντάμε και όπου ζούνε οι πελάτες μας». Είναι στο τοπικό επίπεδο όπου η εικόνα της Wal-Mart δέχεται τα ισχυρότερα πλήγματα, εξαιτίας των αντισυνδικαλιστικών πρακτικών και του «πολέμου των τιμών» που εφαρμόζει, που έχουν ως συνέπεια τον αφανισμό του μικρού εμπορίου και την επικράτηση επισφαλών συνθηκών εργασίας.

Η Carrefour διαθέτει, επίσης, δικό της ίδρυμα, το Αλληλέγγυο Ίδρυμα Carrefour – Βορρά, μέσω του οποίου προωθεί της δική της στρατηγική Ε.Κ.Ε. Όπως διαβεβαιώνουν οι αρχές του: «Η Carrefour, από τις αρχή της λειτουργίας της, αποτελεί μια εταιρεία κοινωνικά υπεύθυνση, η οποία, έχοντας συνείδηση του ρόλου που διαδραματίζει στην κοινωνία, επιλέγει να υλοποιεί δράσεις κοινωνικής αρωγής, για την βελτίωση της κατάστασης των πιο αδικημένων». Τι λέει, όμως, η Carrefour όταν την κατηγορούν για αντισυνδικαλιστικές πρακτικές, ότι πουλάει σε τιμές κάτω του κόστους, ότι κάνει εργασιακές διακρίσεις ενάντια στους ομοφυλόφιλους, τις λεσβίες και τις ανύπαντρες μητέρες; Που βρίσκεται τότε η «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη» της;

Η Alcampo δεν έχει το δικό της ίδρυμα, αλλά συμμετέχει στο Ίδρυμα Εταιρία και Κοινωνία, στο οποίο εντάχθηκε το 2004 και συγκροτείται από περισσότερες από 60 ισπανικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων διακρίνονται πολυεθνικές όπως οι ΒΒVA, Nike, Ferrovial, Novartis, Telefonica, Iberdrola, Inditex, La Caixa, El Corte Ingles, Sol Melia, Repsol YPF, Philip Morris, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Το Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1995, με στόχο, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του, να «μετατραπεί σε ένα εταιρικό κίνημα που θα δρα σαν παράγοντας κοινωνικής αλλαγής». Πομπώδεις λέξεις για εταιρείες που δεν χαρακτηρίζονται ακριβώς από το σεβασμό τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το φυσικό περιβάλλον.

Αλλά τα «υπεύθυνα» σλόγκαν των ιδιωτικών εταιρειών, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, συναντούν συχνά τη στήριξη Μ.Κ.Ο., που θεωρούν την εταιρεία σαν στρατηγικό σύμμαχο για την επίτευξη αυτού του, τόσο διακηρυγμένου, «άλλου κόσμου που είναι εφικτός». Οι λέξεις του διευθυντή της Setem-Madrid [σ.μ. ισπανική οργάνωση δίκαιου εμπορίου], στην έκδοση «Το Δίκαιο Εμπόριο στην Ισπανία 2004», δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί αυτού:
«Οι εταιρίες, με λιγότερη ή περισσότερη συνέπεια και ειλικρίνεια, έχουν θελήσει επίσης να μετατραπούν σε παράγοντες κοινωνικής αλλαγής…Δεν προσποιούνται ότι έχουν τον τελευταίο λόγο, αλλά πράγματι ο ρόλος τους στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο θα μπορούσε να είναι δίπλα στο κράτος, στις Μ.ΚΟ.»

Λέξεις που μας υποχρεώνουν να θυμίζουμε σε αυτούς που προωθούν την «κοινωνική υπευθυνότητα» των εταιρειών, ότι ένα πραγματικά δίκαιο εμπόριο θα είναι εφικτό μόνο σε ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που θα έρχεται σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σε ένα καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, όπου οι ανισότητες θα είναι απλά πιο «βιώσιμες», το δίκαιο εμπόριο δεν έχει θέση.

Της Εστέρ Βίβας. Συντονίστρια του τομέα ευαισθητοποίησης της Xarxa de Consum Solidari (Δίκτυο Αλληλέγγυας Κατανάλωσης)