Οικονομία και περιβάλλον
Ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο «Οικονομία και περιβάλλον (μια βιοοικονομική προσέγγιση)» του RENE PASSET. Αν θέλετε μπορείτε να τα κατεβάσετε σε ένα αρχείο Plugin <em></em> Not Found ή Plugin <em></em> Not Found.
I.
Για τον Alfred Marshall «η οικονομία είναι μια επιστήμη της ζωής, κοντινότερη μάλλον προς την βιολογία, παρά προς την μηχανική».
Κι αυτή φαίνεται νάναι πράγματι η πραγματικότητα εφ’ όσον: α) ο άνθρωπος σαν μέσο, σαν φορέας απόφασης και σκοπού, βρίσκεται σ’ όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας, β) η οικονομική δραστηριότητα εκτυλίσσεται στα πλαίσια ενός ζωντανού χώρου τον οποίο μεταμορφώνει, γ) η λογική σκέψη αποβλέποντας στην άντληση της μέγιστης δυνατής ικανοποίησης από τους περιορισμένους πόρους που διαθέτουν οι άνθρωποι συμβάλλει ταυτόχρονα στην ανάπτυξη της ποσότητας και της ποιότητας της ζωής την οποία μπορεί να φέρει ο κόσμος.
Η λογική της δεν πρέπει φαίνεται νάναι άλλη απ’ αυτή της ζωής.
Η διαστρεβλωμένη όμως θεώρηση που συνδέεται με τους υπολογισμούς της αποτελεσματικότητας, δεν επιθυμεί να διαμορφώνουμε τιμές, παρά μόνο σ’ ότι είναι σπάνιο, μη υπολογίζοντας καθόλου οτιδήποτε φαίνεται να πλεονάζει. Στο μέτρο που το κεφάλαιο, τόσο στην τεχνική όσο και στην χρηματική του μορφή, εμφανίσθηκε, εδώ και καιρό, σαν ο περιοριστικός παράγοντας, η ανεπαρκής συσσώρευση του οποίου παρεμπόδιζε την παραγωγή αγαθών, στον ίδιο βαθμό που η αβεβαιότητα του επιπέδου ζωής οδηγούσε στην σύγχυση του «ευ ζειν» με την συσσώρευση υλικών αγαθών, η επιταγή αυτή, απόλυτα δικαιολογημένη σε τεχνικό επίπεδο, οδήγησε στην συγκέντρωση της προσοχής στην διαχείριση των άψυχων πραγμάτων. Στη συνέχεια, σύμφωνα με μια ιστορική διαδικασία και για λόγους που θάπρεπε να λάβουμε υπ’ όψη μας, μια και το κεντρικό αντικείμενο των υπολογισμών συγχεόταν με τον τελικό τους σκοπό, η σχέση του μέσου με τον σκοπό αντιστρεφόταν και η λογική των νεκρών πραγμάτων, γινόταν ο ανώτατος νόμος της οικονομίας. Και φαίνεται ότι σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα.
Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να εκπλησσόμαστε από το γεγονός, ότι την στιγμή ακριβώς που η δύναμη της παραγωγικής μηχανής θέτει, αναφορικά με τη ζωή, το πρόβλημα της διαχρονικής αναπαραγωγής του φυσικού περιβάλλοντος, η οικονομική επιστήμη, βασισμένη, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις, σ’ αυτή και μόνο την λογική, παρουσιάζεται ιδιαίτερα στερημένη επιχειρημάτων μπροστά στις πραγματικές καταστάσεις. Ποτέ αναμφίβολα, στην πορεία της ιστορίας της, δεν φάνηκε λιγότερο ικανή από σήμερα, όχι μόνο να λύσει τα κυριότερα προβλήματα της εποχής της, αλλά και να τα επισημάνει ακόμα.
Μια θεώρηση περιορισμένη μόνο στους τομείς της παραγωγής και της ανταλλαγής, της απαγορεύει να τοποθετήσει τα γεγονότα στα πλαίσια της καθολικής συνοχής τους. Κι αυτό συμβάλλει ώστε να μη γνωρίζει, έξω από τον χώρο της, παρά μόνο απομονωμένα γεγονότα. Η καταστροφή της φαίνεται τυχαία κι ο πολλαπλασιασμός των «ατυχημάτων» αυτών θεωρείται σαν μια παρέκκλιση, χαρακτηριστικό μιας κρίσης, από μια τάξη πραγμάτων που την προσδιορίζει σαν κάτι το κανονικό.
Ωστόσο, δεν είναι η έννοια της κρίσης, αλλ’ εκείνη της μεταλλαγής που μοιάζει να χαρακτηρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται μπλεγμένος ο σύγχρονος κόσμος.
Η κρίση υποδηλώνει την ύπαρξη μιας κανονικής κατάστασης που στιγμιαία έχει ανατραπεί και η οποία καλείται να επανορθωθεί. Η μεταλλαγή αντίθετα, αφορά αμετάκλητες ανατροπές που τοποθετούνται στην λογική της εξέλιξης. Και είναι ακριβώς εδώ το σημείο που ο ίδιος ο κανόνας μεταμορφώνεται, που μια τάξη σβήνει και μια άλλη διαμορφώνεται.
Η σύγχρονη «κρίση» είναι υπερβολικά γενική και οι επιμέρους κρίσεις παρουσιάζονται υπερβολικά πολυάριθμες, για να μην εκφράζουν, να μην αποδεικνύουν μια θεμελιακή μεταμόρφωση των μηχανισμών με τους οποίους λειτουργούν οι κοινωνίες• τούτο δε ταυτόχρονα με μια παρατηρούμενη υποχώρηση των συστημάτων αξιών από τα οποία αντλούν την δικαίωση τους.
Από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος που συγκεκριμενοποιείται με το παράδειγμα του ναυαγίου ενός γιγάντιου πετρελαιοφόρου, την κακοποίηση της ατομικής συνείδησης και περνώντας μέσα από την εξάντληση των φυσικών πόρων, την υποαπασχόληση ή τις υπερβολές ορισμένων ιδιοτελών συμφερόντων οδηγούμαστε στα εξής:
α) Στο γεγονός ότι το τυχαίο κακό δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν τέτοιο, παρά μόνο στο επίπεδο του μεμονωμένου συμβάντος. Επανατοποθετούμενο δε στο πλαίσιο του, παρουσιάζεται σαν μια στατιστικά αναπόφευκτη συνέπεια μιας ορισμένης λογικής υλικής αποτελεσματικότητας ή της αποδοτικότητας που αγνοεί, τόσο την αλληλεγγύη και τις αλληλεξαρτήσεις, όσο και τους κοινωνικούς κινδύνους.
β)Στο γεγονός, ότι εκεί όπου η επιδίωξη κοινών αξιών συγκεντρώνει τους ανθρώπους, η κατάκτηση του υλικού πλούτου τους φέρνει αντιμέτωπους κάνοντας τον καθένα να ξεχνά ότι βλάπτει τους άλλους.
Εκείνο που κρύβεται σαν αίτιο πίσω απ’ αυτά τα γεγονότα είναι η οικονομική προτεραιότητα που εμφανίζεται σαν τελικός σκοπός της ατομικής συμπεριφοράς και σαν τελικό κριτήριο των μεγάλων δημοσίων αποφάσεων.
II.
Ωστόσο, οι δραστηριότητες της παραγωγής, της ανταλλαγής της κατανάλωσης, χάρη στον αποτελεσματικό συνδυασμό των «σπάνιων μέσων μ’ εναλλακτικές χρήσεις» δεν συνιστούν στην πραγματικότητα παρά μια πρώτη σφαίρα ανάπτυξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η σφαίρα αυτή αντιπροσωπεύει καλά αυτό το «σκόπιμο σύνολο» το αποτελούμενο από αλληλοεξαρτημένα μεταξύ τους στοιχεία, με βάση το οποίο γενικά συμφωνούμε να ορίσουμε ένα σύστημα. Πράγματι, η σφαίρα αυτή:
α) Καθορίζεται από τον σκοπό της, την ικανοποίηση δηλαδή των ανθρωπίνων αναγκών.
β) Ζωογονείται από τους παράγοντες της (τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις το κράτος...) με την κυριολεκτική έννοια τους, δηλαδή σαν οντότητες που δρουν, που πραγματοποιούν.
γ) Χαρακτηρίζεται από τις αλληλεπιδράσεις της και συντονίζεται από τις κανονικότητες της. Η προσφορά και η ζήτηση καθορίζουν τις τιμές, αλλά οι τιμές καθορίζουν με την σειρά τους το επίπεδο προσαρμογής της προσφοράς και της ζήτησης.
Εν τούτοις, παρ’ όλο που είναι τόσο βασικές, οι δραστηριότητες αυτές, δεν μπορούν να καλύψουν το σύνολο των ανθρωπίνων επιδιώξεων. Πέρα από το βασίλειο της οικονομικής λογικής, υπάρχει το βασίλειο της έμπνευσης, της ευαισθησίας, της αισθητικής, του ιερού... μέσα στο οποίο, οι άνθρωποι βρίσκουν γενικά τον λόγο της ύπαρξης τους. Οι θέσεις αρχής, στο σημείο αυτό, είναι σχεδόν ομόφωνες:
α) Από την φιλελεύθερη σκοπιά (A.Marshall) η οικονομία αντιπροσωπεύει, μας λένε, το μέρος εκείνο της ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την απόκτηση και την χρήση υλικών αγαθών, αναγκαίων για την ευζωία και η επιστήμη που τα ερευνά δεν μπορεί παρά να είναι «ένα μέρος της μελέτης του Ανθρώπου».
β) Από την Μαρξιστική σκοπιά (Godelier), υπογραμμίζεται ότι η οικονομία πανταχού παρούσα, αλλά κι απέχουσα πολύ από το να είναι τα πάντα, δεν συνιστά παρά «ένα ιδιαίτερο πεδίο δραστηριότητας που προσανατολίζεται στην παραγωγή, στην αναδιανομή και στην κατανάλωση υλικών αντικειμένων... όντας ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη πλευρά όλων των μη οικονομικών δραστηριοτήτων».
Και το ανθρώπινο στοιχείο, απλώνεται με την σειρά του στο ευρύτερο σύμπαν της έμψυχης και άψυχης ύλης, τη βιόσφαιρα, που το περικλείει και το υπερβαίνει.
Η απλή αυτή σχέση έγκλισης μεταξύ τριών σφαιρών, όπου η κάθε μια περικλείεται στην αμέσως μεγαλύτερη, αρκεί για να μας θέσει μπροστά σ’ έναν ορισμένο αριθμό προφανών στοιχείων:
α) Αν οι οικονομικές δραστηριότητες δεν έχουν έννοια παρά μόνον αναφορικά με τους ανθρώπους, βρίσκουν τότε την πλήρωση τους στη σφαίρα των ανθρωπίνων σχέσεων και όχι σ’ αυτό καθ’ ευατό το περιεχόμενο τους. Η κοινωνική ευημερία δεν περιορίζεται σε μια απλή συσσώρευση αγαθών και υπηρεσιών.
β) Η αναπαραγωγή κάθε μιας των σφαιρών αυτών, περνά μέσα από την αναπαραγωγή των δυο άλλων. Η οικονομία και ο άνθρωπος δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν μέσα στον χρόνο χωρίς την φύση που τους στηρίζει και η τελευταία αυτή δεν θα ήταν η ίδια αν ο άνθρωπος που σφραγίζει την κατάληξη της μακρόχρονης εξέλιξης της εξαφανίζονταν.
γ) Κι αν εξ ορισμού όλα τα στοιχεία ενός συνόλου ανήκουν στο ευρύτερο σύνολο που τα περιλαμβάνει, όλα τα στοιχεία αυτού του τελευταίου δεν ανήκουν στο προηγούμενο. Με άλλα λόγια, τα στοιχεία της οικονομικής σφαίρας ανήκουν στην βιόσφαιρα και υπόκεινται στους νόμους της, αλλά κι όλα τα στοιχεία της βιόσφαιρας δεν ανήκουν στην οικονομία και δεν υπάγονται στους κανόνες της.
Ωστόσο, η οικονομία, σαν λογική δραστηριότητα που διεξάγεται από συνειδητά όντα, είναι στην ουσία της, μετασχηματισμός της φύσης. Οι σχέσεις της μ’ αυτήν τοποθετούνται σε δύο επίπεδα:
α) Εκείνο μιας πρώτης αφαίρεσης υλικών στα οποία δίνονται χρήσιμες μορφές (και τα οποία βρίσκονται επομένως σχηματισμένα (in-formes) με την αριστοτελική έννοια του όρου)∙ από την άποψη αυτή πρόκειται για μια δραστηριότητα δομούσα, δημιουργό τάξης, που συμμετέχει στην ανάπτυξη της ζωής.
β) Εκείνο μιας αποκατάστασης των καταλοίπων των αγαθών που αποσχηματίζονται μετά την χρήση τους. Σ’ αυτό το σημείο η οικονομία μοιάζει σαν μια αποδομούσα δραστηριότητα που καταστρέφει την τάξη, που συμβάλλει δηλαδή στον υποβιβασμό του χώρου μέσα στον οποίο αναπτύσσεται.
III
Η οικονομική επιστήμη 1, όντας μια μορφή σκέψης στα πλαίσια της πιο περιορισμένης σφαίρας, καταλήγει στον προσδιορισμό συνδυασμών και στην εξεύρεση καταλλήλων διόδων που μπορεί να είναι πολυτιμότατοι όσον αφορά την παραγωγή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση, αλλά δεν αναφέρονται παρά σ’ ένα μόνο μέρος των ανθρωπίνων κινήτρων και δεν έχουν καμιά σχέση με τους μηχανισμούς που διέπουν την λειτουργία του φυσικού περιβάλλοντος,
Ο ανέκκλητα καθοριστικός, χαρακτήρας που αποδίδεται στην οικονομία έχει συνεπώς σαν αποτέλεσμα την υπαγωγή του ανθρώπου και της φύσης σ’ ένα νόμο που δεν είναι δικός τους. Η συνεκτική τάξη της βιόσφαιρας, κατέχοντας κι αυτή την δική της λογική, τους κανόνες της και τους νόμους της αναπαραγωγής της -πράγμα που της επιτρέπει να αποτελεί ένα αυθεντικό σύστημα- παρουσιάζεται στην πραγματικότητα εξαρτημένη από ένα υποσύστημα της.
Όσο η σημασία των ροών που τίθενται σε κίνηση από τις οικονομικές δραστηριότητες παρέμενε αρκετά περιορισμένη, σε τρόπο ώστε να μη τίθενται σε κίνδυνο το σύνολο αυτό των μηχανισμών, η οικονομική σφαίρα αναπτυσσόταν και η βιόσφαιρα αποκαθιστούσε μόνη της τις δικές της ισορροπίες. Όμως, είναι αδύνατο να συνεχίζεται πλέον η ίδια κατάσταση, μια και το σύνολο των παραγόντων, που συνδέονται με τις αυξανόμενες επιπτώσεις των τεχνικών μεθόδων από τις οποίες εξυπηρετούνται, θέτουν σε αμφισβήτηση την αναπαραγωγή του χώρου ο οποίος τους φιλοξενεί. Η ποιοτική υποβάθμιση που προκύπτει -εξάντληση των πόρων, αλλοίωση του ζωτικού χώρου- αντανακλά σε όλα τα επίπεδα και, προκαλώντας ένα είδος αντιστροφής, εκθέτει με την σειρά της σε κίνδυνο την αναπαραγωγή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων.
Ολόκληρη η βιόσφαιρα υπεισέρχεται επομένως στο περιβάλλον του οικονομικού στοιχείου, σ’ εκείνο δηλαδή το τμήμα του σύμπαντος των δεδομένων που, παρ’ όλο που βρίσκονται έξω από το κυρίως σύστημα, επηρεάζουν την λειτουργία του ή επηρεάζονται απ’ αυτήν. Σ’ εθνική κλίμακα και, πολύ περισσότερο, σε πλανητική κλίμακα, το οικονομικό στοιχείο δεν συνιστά οπωσδήποτε ένα στοιχείο που αφορά την φυσική ή την βιολογική ισορροπία του κόσμου. Η ισορροπία αυτή δεν έχει σχέση με τις παραγωγικές δραστηριότητες και δεν μπορεί επομένως να αναδράσει (retroagir) πάνω σ’ αυτές. Το οικονομικό στοιχείο λοιπόν, μακριά από του να μπορεί να γίνει αντιληπτό περιοριζόμενο στα στενά πλαίσια του, πρέπει να θεωρείται σε συνάρτηση ενός συνόλου μηχανισμών τους οποίους δεν μπορεί να ανατρέψει χωρίς και το ίδιο να καταστραφεί.
Απομονωμένος στην αγορά, φαινομενικά κύριος του πεπρωμένου του, ο Άνθρωπος θα ήταν δυνατό να εμφανίζεται σαν ένα όν ανεξάρτητο που κυβερνά και διαμορφώνει την Φύση όντας κατά έναν τρόπο εκτός αυτής. Η ανθρωποκεντρική όμως αυτή στάση συγκρούεται με όλα όσα γνωρίζουμε για την εξέλιξη. Και πραγματικά:
α) Ο Άνθρωπος είναι μέσα στην φύση, είναι ένα είδος εντελώς διαφορετικό από τα άλλα κι ωστόσο ανάμεσα στα άλλα. «Είναι ένα ζωντανό ον, λέγει ο Linne το οποίο αποτελεί μέρος του ζωικού βασιλείου, της συνομοταξίας των σπονδυλωτών, της ομοταξίας των θηλαστικών της τάξης των ανθρωποειδών, της οικογένειας των ανθρωποειδών, του γένους Homo, του είδους Homo Sapiens». Από την άποψη αυτή ανήκει σ’ ένα χώρο στου οποίου τους νόμους υπακούει: νόμους που είτε διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των βιολογικών ειδών, είτε διευθύνουν τις σχέσεις των ειδών αυτών με το φυσικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται.
β) Η Φύση είναι μέσα στον Άνθρωπο. Το υλικό που τον αποτελεί δεν είναι άλλο απ’ το υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Είναι το υλικό που κυκλοφορεί και κινείται αιώνια μεταξύ του αψύχου και του εμψύχου. Σήμερα ξέρουμε ότι, από την άποψη αυτή, το οργανικό δεν αντιτίθεται στο ανόργανο, το ένα και τ’ άλλο όντας ουσιαστικά δύο καταστάσεις από τις οποίες διέρχονται τα συστατικά στοιχεία του Σύμπαντος. Όπως λοιπόν και καθ’ άλλη δημιουργία, όπως κάθε άλλο όν, ο Άνθρωπος φέρνει επάνω του τους νόμους του κόσμου και διέπεται απ’ αυτούς. Οι κοσμικοί ρυθμοί για παράδειγμα, οι ρυθμοί δηλαδή στους οποίους υπόκειται η ύλη από την οποία αποτελείται ο Άνθρωπος εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, επηρεάζουν, και θα το δούμε παρακάτω αυτό, ακόμα και τις πλέον εσώτερες ίνες του και διέπουν την συμπεριφορά του.
γ) Ο Άνθρωπος τέλος είναι η Φύση: αντιπροσωπεύει την σημερινή κατάληξη μιας μακρόχρονης εξέλιξης που αρχίζει με μια διαδικασία προοδευτικής αύξησης της συνθετότητας της ύλης και μεταφράζεται στην κατοπινή εμφάνιση της ζωής η οποία είναι δημιουργός οργάνωσης, συνείδησης και αυτοσυνείδησης που συνιστά το κύριο της χαρακτηριστικό. Ο ανθρώπινος οργανισμός φέρει τα ίχνη των σταδίων που έχει διαλέξει η ύλη για να φτάσει μέχρι αυτόν. Το κύτταρο κρατά ακόμα μέσα του ένα κομματάκι του ωκεανού μέσα στον οποίο εμφανίστηκε η ζωή και ο ανθρώπινος εγκέφαλος διατηρεί υλοποιημένες στις δομές του, τις διαδοχικές μορφές της εξέλιξης από το στάδιο των πρώτων ερπετών μέχρι τη σημερινή του μορφή... το ανθρώπινο είδος αντιπροσωπεύει άρα σήμερα την προφυλακή μιας εξέλιξης που είναι η εξέλιξη ολοκλήρου του σύμπαντος από τις απαρχές του.
Το πρόβλημα το οποίο τίθεται είναι το πρόβλημα ενός κυριάρχου είδους που, εξ αιτίας της ίδιας του της κυριαρχίας, βάζει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή του ζωτικού του χώρου του οποίου η πλαστικότητα δεν είναι απεριόριστη. Εκτός όμως αυτού είναι και η πρώτη φορά στην πορεία της εξέλιξης που διακινδυνεύετε παράλληλα και η αναπαραγωγή ενός συνειδητού είδους, που έχει την ικανότητα αντίληψης της κατάστασής του καθώς και αυτή της πρόβλεψης των συνεπειών των πράξεων του στο περιβάλλον.
Για πολλές χιλιετηρίδες, η παραγωγική δραστηριότητα των ανθρώπων στηριζόμενη ουσιαστικά στο κυνήγι, στο ψάρεμα και στη συγκομιδή καρπών και φυτών και στη συνέχεια στη γεωργία και στην κτηνοτροφία εκτυλίχτηκε μέσα στα στενά όρια των μηχανισμών του φυσικού οικοσυστήματος. Η οικονομική σφαίρα έπαιρνε τις διαστάσεις της βιόσφαιρας με την οποία συγχεόταν και της οποίας, οι διαδοχικές γενιές είχαν μάθει εμπειρικά να σέβονται τους νόμους. Η οικονομική σκέψη ήταν ταυτόχρονα μια σκέψη πάνω στη φύση. Η παραγωγή δεν μπορούσε να συνεχιστεί παρά μόνο σεβόμενη την φύση και σκοπιμότητα της ήταν προφανής: να καλύψει τις οργανικές ανάγκες των ανθρώπων.
Πλην όμως, στο μέτρο που οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν με το πέρασμα του χρόνου, τα πράγματα γίνονταν λιγότερο καθαρά. Η δημιουργία ανέσεων ή ευημερίας, παραγκώνιζε τις παραγωγικές προσπάθειες για την απλή μόνο επιβίωση. Εξ αιτίας των ορυκτών υλικών που συνέβαλαν στη δημιουργία των ανέσεων όπως επίσης από τις καπιταλιστικές τεχνικές που έθεταν σε κίνηση ή ακόμη λόγω του τελικού τους σκοπού, όλες αυτές οι παραγωγές ανέσεων και ευημερίας έπαυαν να συμμετέχουν ευθέως στις μεγάλες ζωτικές διαδικασίες. Η έννοια της ανάγκης, παρ’ όλο που η λέξη αυτή έμενε αναλλοίωτη, μετασχηματίζονταν βαθειά. Ο παραγωγικός μηχανισμός πιεζόταν ν’ ανταποκριθεί σε ψυχολογικές καταστάσεις κι επιθυμίες μάλλον, παρά σε φυσιολογικές επιταγές.
Το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγικών διαδικασιών δεν έβρισκε πλέον την δικαίωση του στις οργανικές αναγκαιότητες αλλά στις υποκειμενικές θεωρήσεις. Το πρόβλημα της αξίας περνούσε επομένως σε πρώτο πλάνο: τα αγαθά δεν χρειάζεται να παραχθούν παρά μόνο αν είναι επιθυμητά. Είναι δε επιθυμητά αν έχουν μια αξία για τα άτομα που αποκαλύπτουν το μέτρο της αξίας αυτής προσφέροντας μια ορισμένη ποσότητα χρήματος. Το ζήτημα για τον παραγωγό είναι να γνωρίζει αν το ποσό αυτό του χρήματος του επιτρέπει ή όχι να καλύψει το κόστος των προϊόντων του.
Η λογική επομένως, του οικονομικού μηχανισμού μετασχηματίζεται θεμελιακά σε δύο σημεία:
α) Συγχέοντας τα εργαλεία με τους σκοπούς, παύει να έχει σαν αντικείμενο τις φυσικές πραγματικότητες, θέτοντας αποκλειστικά σε ισχύ χρηματικές αξίες επί των οποίων θα ασκηθεί ο λογισμός της μεγιστοποίησης.
β) Αναμορφώνει τις διαστάσεις της βιόσφαιρας της οποίας οι νόμοι της αναπαραγωγής πρέπει να γίνουν σεβαστοί, σύμφωνα με τις διαστάσεις της αγοράς στην οποία πριν απ’ όλα, ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει την ισορροπία.
Τόσο με το περιεχόμενο της, όσο και με την σκοπιμότητα της, η λογική αυτή, παίρνοντας μια πιο αφηρημένη κατεύθυνση αποσυνδέεται κατά συνέπεια ριζικά από εκείνη του φυσικού οικοσυστήματος. Και η αποσύνδεση αυτή για λόγους που θα ενδιαφερθούμε να δείξουμε παρακάτω επιδεινώνεται με τον χρόνο:
α) Στο μέτρο που επεκτείνονται οι επιπτώσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων
β) Στο μέτρο που το πεδίο της ανάλυσης δεν παύει, παραδόξως, να περιορίζεται.
γ) Τέλος, στο μέτρο που πολυάριθμα γεγονότα τα οποία απομονωμένα φαίνονται να έχουν τυχαίο χαρακτήρα, δείχνουν την πραγματική τους εμβέλεια. Παρουσιάζονται σαν αναπόφευκτη συνέπεια της σύγκρουσης των δύο μορφών λογικής των οποίων οι απαιτήσεις σε πολλά σημεία, βρίσκονται σε ριζική αντίθεση.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Εκείνο που αμφισβητείται εδώ, δεν είναι προφανώς ο ειδικός χαρακτήρας της οικονομίας, αλλά η δυνατότητα θεώρησης της δραστηριότητας αυτής ανεξάρτητα από το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων, ή των φαινομένων της βιόσφαιρας στην οποία συμμετέχει. Ένας τέτοιος επιμερισμός του πραγματικού γενόμενος συμβατικά αποδεκτός, όσο οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τριών σφαιρών που προσδιορίστηκαν πιο πάνω, παρέμεναν δευτερεύουσες σε σχέση με τα φαινόμενα που προσιδιάζουν στην κάθε μια τους, δεν γίνεται πλέον αποδεκτός σήμερα.
Θα συγκεντρώσουμε σε μερικές γραμμές ένα σύνολο γενικά γνωστών γεγονότων των οποίων η ακριβής υπόμνηση μας φαίνεται αναγκαία προκειμένου ν’ αποδείξουμε την δυσαρμονία των φάσεων που πιστεύουμε ότι μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ανάμεσα στην εξέλιξη του πραγματικού και της θεωρίας. Από την άποψη αυτή τέσσερις ομάδες φαινομένων μας φαίνονται ουσιαστικές:
α) Η δύναμη του μετασχηματισμού ενός αυξανόμενου πληθυσμού, εφοδιασμένου με όλο και περισσότερο αποτελεσματικές εγκαταστάσεις, φτάνει κάποτε στην «κρίσιμη μάζα», σημείο από το οποίο και μετά οι φυσικοί μηχανισμοί μπορούν να διαταραχθούν.
β) Οι μεταλλαγές που επηρεάζουν την βάση και το πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης επαναξιολογούν την παρεμβολή της ανάπτυξης αυτής στις φυσικές διαδικασίες.
γ) Οι ρυθμοί επιταχύνονται και δεν αφήνουν πια στους ανθρώπους, αλλ’ ούτε και στην φύση τον αναγκαίο χρόνο προσαρμογής.
δ) Τέλος, για πρώτη φορά οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τα, όρια του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν και διερωτώνται για τις δυνατότητες μιας συνεχούς επιδίωξης της ανάπτυξης που γίνεται αντιληπτή σαν τέτοια πάνω σε μια βάση που είναι ουσιαστικά υλική. Γνωρίζουν ότι «οι δυνάμεις και οι διαδικασίες που τώρα καταφέρνουν όλο και καλύτερα να τιθασεύουν αρχίζουν να ταυτίζονται, σε μέγεθος και σε ένταση μ’ αυτή την ίδια τη φύση».
I. Το σωρευτικό φαινόμενο
Μετά από μια μακρά περίοδο επώασης η οποία οριοθετείτε από δύο περιόδους, την περίοδο του νεολιθικού πολιτισμού και την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, οι 100.000 ανθρωπίδες που κατοικούσαν στην Αφρική πριν ένα δισεκατομμύριο χρόνια, εξαπλώθηκαν στο σύνολο της επιφάνειας της γης. Ο αριθμός τους πέρασε από ένα δισεκατομμύριο το 1850, σε δύο το 1930, τρία το 1960, τέσσερα το 1975 και, σύμφωνα με τις μετριοπαθέστερες προβλέψεις θα πρέπει να φτάσουν τα έξι δισεκατομμύρια στο τέλος του αιώνα. Ένα κυρίαρχο είδος αλώνει το σύνολο των «οικολογικών εστιών» και θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη όλων των υπολοίπων... επί των οποίων ωστόσο στηρίζεται η ίδια του επιβίωση.
Τ’ αποτελέσματα αυτής της καθαρά αριθμητικής αύξησης πολλαπλασιάζονται από την μεγεθυνόμενη αποτελεσματικότητα των εγκαταστάσεων και των εργαλείων με τα οποία κατάφεραν να εξοπλιστούν οι άνθρωποι. Η αποτελεσματικότητα αυτή μεταφράζεται:
Α) Σε αύξηση ισχύος.
Β) Σε αύξηση ταχύτητας
Γ) Σε αύξηση αποδόσεων.
Ένα όριο, που θα ξαναβρούμε και πιο κάτω, έχει ήδη διασκελισθεί. Το ανθρώπινο είδος ανασκαλεύει ρυπαίνει και διαταράσσει το περιβάλλον του.
Στα 1970, ο B.DE JOUVENEL υπολογίζει σε 34,3 τόνους κατά κάτοικο (δηλ. 7,5 δισεκατομμύρια τόνους για 216 εκατομμύρια ατόμων) τις εισροές που χρησιμοποιεί κάθε χρόνο η αμερικανική οικονομία.
Όλα όμως όσα εισέρχονται στην οικονομία, προορίζονται να βγουν απ’ αυτή με τη μορφή απορριμμάτων. Η ελάττωση επίσης της διάρκειας ζωής των αγαθών είναι δυνατό να μας οδηγήσει στην εκτίμηση ότι, κατά την διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου, οι δύο αυτές ροές δεν πρέπει να διαφέρουν σημαντικά.
Η κατανάλωση κατά κεφαλή ενέργειας, εκφράζει αναμφίβολα του καλύτερο δείκτη των δυνάμεων που ενεργοποιούνται για να μετασχηματίσουν τον κόσμο. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, πριν από την ανακάλυψη της φωτιάς, δεν κατανάλωνε από την άποψη αυτή παρά μόνο την τροφή του, δηλαδή 2.000 με 3.000 χιλιοθερμίδες την μέρα. Έπειτα, έμαθε να χρησιμοποιεί τη φωτιά, να εξημερώνει τα ζώα, να χρησιμοποιεί τη δύναμη των ανέμων και του νερού, του ατμού, του ηλεκτρισμού, του πετρελαίου, όλων των ορυκτών, και φυσικό - χημικών καυσίμων. Η κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας θα περάσει έτσι σε 12.000 χιλιοθερμίδες στις πρώτες αγροτικές κοινωνίες γύρω στα 8.000 π.χ. σε 26.000 χιλιοθερμίδες τον 15ο αιώνα, σε 77.000 χιλιοθερμίδες στα τέλη του 19ου αιώνα και σε 150.000 χιλιοθερμίδες σήμερα στην Ευρώπη ή σε περισσότερες από 230.000 σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
II. Οι μεταλλαγές
Τα φαινόμενα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά μεταλλαγών που αφορούν τόσο στις βάσεις, όσο και στο πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης.
1. Μέχρι την βιομηχανική επανάσταση, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην εκμετάλλευση διαφόρων μορφών ζωής. Τα δημητριακά και το κρέας παρείχαν την τροφή Οι πρώτες ύλες ήταν το λινό, η κάνναβη, το ξύλο, το δέρμα, το μαλλί, το μετάξι. Από τα άψυχα υλικά μόνο η χρήση της πέτρας σε οικοδομές αποκτούσε κάποια σημασία. Το σίδερο, που χρησιμοποιούνταν πάνω απ’ όλα για πολεμικούς σκοπούς, δεν είχε παρά συμπληρωματικό ρόλο. Οι κινητήριες δυνάμεις προέρχονταν από την ανθρώπινη εργασία, από τα ζώα τον άνεμο και τις υδατοπτώσεις. Σ’ όλες τις περιπτώσεις επρόκειτο για στοιχεία τέλεια ενσωματωμένα στη φύση, που υπάκουαν στους νόμους της, σέβονταν τους ρυθμούς της και υποτάσσονταν στους κύκλους της. Έτσι, η δραστηριότητα των ανθρώπων προσαρμοζόταν αναγκαστικά στις απαιτήσεις του φυσικού οικοσυστήματος. Οι περιορισμένης ισχύος παραγωγικές δυνάμεις δεν απειλούσαν την ύπαρξη των αποθεμάτων που ανανεώνονταν κανονικά. Τα απορρίμματα της παραγωγής, απορρίμματα της ζωής, συμμετείχαν στον κύκλο της ζωής. Οι ρυθμοί της παραγωγής συγχρονίζονταν με τους κοσμικούς ρυθμούς.
Σ’ όλα αυτά τα σημεία, η βιομηχανική επανάσταση προκαλεί μια ρήξη. Τα άψυχα υλικά αντικαθιστούν τις έμβιες μορφές. Η ενέργεια των ορυκτών και φυσικο - χημικών καυσίμων παίρνει σταδιακά την σκυτάλη από τις μορφές φυσικής ενέργειας.
Τα υλικά και οι μορφές αυτές της ενέργειας δεν ανασυστήνονται πια στην πορεία ετήσιων κύκλων. Σχηματισμένα αργά κατά την διάρκεια ολοκλήρων γεωλογικών αιώνων, εμφανίζονται πλέον σαν αποθέματα που είναι δυνατό να εξαντληθούν. Οι ρυθμοί της εκμετάλλευσης τους, ανεξάρτητοι από τα φυσικά φαινόμενα, δεν βρίσκονται σε αρμονία με τους κοσμικούς ρυθμούς. Τα απορρίμματα τους δεν μπαίνουν πια ουσιαστικά στον κύκλο της ζωής: «Στα πλαίσια των σχέσεων αυτών, μπορεί να θεωρήσει κανείς τις μηχανές που δεν κινούνται από βιολογική ενέργεια, σαν έναν ιδιόμορφο νέο πληθυσμό που έχει τον δικό του μεταβολισμό κι ο οποίος προσθέτει τ’ αποτελέσματα του μεταβολισμού του αυτού σ’ εκείνα του ζωικού μεταβολισμού... Η γήινη μηχανή μας, φαίνεται να είναι συναρμολογημένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε τι που είναι οργανικό απόβλητο της ζωής, μπορεί να ανασυσταθεί έτσι που ν’ αποτελεί τροφή για την ζωή. Τα απόβλητα όμως του βιομηχανικού μας πολιτισμού, σε αυξανόμενες αναλογίες, δεν είναι καθόλου οργανικά απόβλητα της ζωής, αλλά αποσυνθέσεις και ανασυνθέσεις της ανόργανης ύλης. Η Φύση δε φαίνεται να διαθέτει τους κατάλληλους εκείνους μηχανισμούς που είναι ικανοί να αντιστρέψουν αυτές τις μεταμορφώσεις».
2. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης ενισχύονται από την ρήξη του γεωγραφικού χώρου που την προκαλεί η ανάπτυξη τον βιομηχανικού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια χιλιετηρίδων οι πληθυσμοί έζησαν στους κόλπους αυτής καθ’ εαυτής της φύσης. Οι τόποι κατοικίας, εργασίας και ανάπαυσης τον βρίσκονταν εντός αυτού του ίδιου πλαισίου. Τα απορρίμματα των δραστηριοτήτων τους, διασκορπισμένα στο περιβάλλον, έβρισκαν επί τόπου τους βιολογικούς εκείνους παράγοντες που ήταν ικανοί να τα αναμορφώσουν. Με την εκβιομηχάνιση όμως αναπτύσσεται το αστικό φαινόμενο. Σημαντικές συγκεντρώσεις ανθρώπων αποβάλλουν ποσότητες εκροών σε χώρους περιορισμένους όπου το ποσοστό συγκέντρωσης τους ξεπερνά τις πιθανότητες απορρόφησης των βιολογικών παραγόντων και βάζει σε κίνδυνο την λειτουργία των μηχανισμών επί των οποίων στηρίζεται η σταθερότητα του περιβάλλοντος και αναπαραγωγή των ζωικών ή φυτικών ειδών που το κατοικούν.
Έτσι εμφανίζονται ταυτόχρονα προβλήματα επιτάχυνσης των ρυθμών, περιορισμού των φυσικών πόρων και υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
ΙΙI. Η επιτάχυνση
Το μόνιμο γεγονός, κοινό σ’ όλες αυτές τις εξελίξεις, δεν είναι άλλο από την επιτάχυνση των ρυθμών με τους οποίους οι εξελίξεις αυτές παράγονται. Έτσι η περίοδος διπλασιασμού του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έπαυσε να ελαττώνεται με το πέρασμα χρόνου. Είναι συνεπώς ένας ρυθμός που αυξάνει εκθετικά, πράγμα που οδηγεί ορισμένους συγγραφείς στο να μιλούν για υπερεκθετική αύξηση (croissance surexponentielle).
Ο ίδιος αυτός χαρακτηρισμός μπορεί ν αποδοθεί στις αυξήσεις της ισχύος των κινητήρων, στην επιτάχυνση των ταχυτήτων των μηχανών, στην απόδοση των μηχανών κ.λ.π. Σ’ όλους αυτούς τους τομείς, οι παλιότεροι δείκτες (εκτίμηση του μεγέθους των προϊστορικών πληθυσμών, αριθμός των εργαλείων που χρησιμοποιούσαν, μήκος λεπίδας παραγόμενη από ένα κιλό πυρόλιθου, ίχνη μόλυβδου στα διάφορα στρώματα των παγετώνων προερχόμενα από ανθρώπινη επεξεργασία...) δείχνουν ότι οι αργές εξελίξεις των πρώτων εποχών δεν ήταν παρά η αρχική φάση των εκθετικών (ή υπερκθετικών) αυξήσεων των οποίων ο αληθινός χαρακτήρας δεν επρόκειτο να αποκαλυφθεί παρά μόνον από τη στιγμή που θα προσέγγιζαν την εκρηκτική περίοδο της διαδρομής τους.
Αυτή η σταθερή επιτάχυνση εισέρχεται κατά κάποιο τρόπο στην φύση των πραγμάτων και στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο σειρές παραγόντων:
α) Την συσσώρευση γνώσεων: «Η πολιτιστική εξέλιξη βρίσκεται σε μόνιμη επιτάχυνση χάρη σε μια σωρευτική διαδικασία που μοιάζει με χιονοστιβάδα. Ο όγκος της γνώσης ενισχυόμενος με κάθε νέα εφεύρεση, δεν παύει να μεγεθύνεται διαχρονικά (με την ενσωμάτωση των εμπειριών της κάθε γενιάς στην πολιτιστική κληρονομιά που αφήνουν οι προηγούμενες γενιές) και διατοπικά (μέσω της διάδοσης, χάρη στην πρόοδο των επικοινωνιών, των γνώσεων που ανήκουν σ’ όλο και μεγαλύτερους πληθυσμούς». Στο μέτρο που οι κρίκοι της γνώσης συσφίγγονται, κάθε νέα ανακάλυψη διαχέεται σ’ έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό συναφών τομέων.
β) Την αλληλεξάρτηση των διαφόρων τομέων της εξέλιξης που στηρίζονται και ενισχύονται αμοιβαία: Με την αλληλεξάρτηση αυτή, η εμφάνιση πλεονασμάτων ευνοεί τον καταμερισμό της εργασίας και την τεχνική πρόοδο που με την σειρά τους, παράγουν και πάλι πλεονάσματα κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό ποικίλες θετικές σπείρες ανάδρασης προσδίδουν μια εκρηκτική χροιά στην εξέλιξη.
Ολ’ αυτά θέτουν προφανώς το πρόβλημα των κοινωνικών προσαρμογών: «Ένα από τα σοβαρότερα και λιγότερο προσεγμένα γεγονότα, διαβεβαιώνει ο Michelet στα τέλη του περασμένου αιώνα, είναι η ροή του χρόνου. Διπλασίασε την ταχύτητα της κατά ένα περίεργο τρόπο. Στην διάρκεια μιας και μόνο ανθρώπινης ζωής, έχω δει δύο επαναστάσεις, οι οποίες άλλοτε θα απείχαν ίσως και δύο χιλιάδες χρόνια μεταξύ τους. Γεννήθηκα στην διάρκεια της μεγάλης εδαφικής επανάστασης και αυτές τις μέρες προτού πεθάνω, βλέπω ν’ ανατέλλει η βιομηχανική επανάσταση». Τι θάλεγε αλήθεια ο Michelet αν ζούσε σήμερα;
IV) Η συνείδηση των ορίων
Για πρώτη φορά επιτέλους, οι άνθρωποι αποκτούν συναίσθηση του γεγονότος ότι οι σημερινές συνθήκες της μεγέθυνσης δεν μπορούν να συνεχιστούν επ’ αόριστο. Αυτή η συναίσθηση εκφράζεται κυρίως με την εικόνα του διαστημικού οχήματος που παρουσιάσθηκε από τον Boulding.
Α. Τα υλικά πρότυπα της ευημερίας των αναπτυγμένων εθνών δεν μπορούν, λέγεται, να επεκταθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο:
Η απλή γενίκευση του γαλλικού επιπέδου ζωής είναι, για τον Tibor Mende, κάτι που δύσκολα μπορεί και να το διανοηθεί ακόμα κανείς: «Αν ο αριθμός των αυτοκινήτων στην Γαλλία θάπρεπε να γίνει παγκόσμιος κανόνας (και είναι, υπ’ όψην, ακόμα μισός εκείνου των Η.Π.Α.) αυτό θα σήμαινε 4 εκατομμύρια αυτοκινήτων στο Κονγκό Κινσάσα, 130 εκατομμύρια αυτοκινήτων στην Ινδία και 200 εκατομμύρια στην Κίνα. Αν πάρουμε υπ’ όψη μας και όλα τα ψυγεία, τα πλυντήρια, τις τηλεοράσεις, τα σχολεία τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία και τις ιδιωτικές πισίνες, κι όλα αυτά σ’ αναφορά με τις ανάγκες σε πετρέλαιο, ατσάλι κι άλλες μορφές ύλης και ενέργειας, θα έχουμε απόλυτο δίκιο αν σκεφθούμε ότι πολύ πριν από μια σοβαρή κρίση στον τομέα της διατροφής ο κόσμος δεν θα έχει πλέον ούτε ατσάλι, ούτε ενέργεια, αλλ’ ούτε ακόμα ατμόσφαιρα ή θάλασσες που δεν θα έχουν μολυνθεί.
Το πρώτο «Rapport» του Club της Ρώμης, στα πλαίσια μιας από τις παγκόσμιου περιεχομένου εκτιμήσεις του, που παραμένουν υποβλητικές στο μέτρο που δεν ζητά κανείς απ’ αυτές περισσότερα απ’ όσα έχουν την πρόθεση να πουν, αναπαριστά με μια μαθηματική καμπύλη την σχέση μεταξύ ακαθάριστου κατά κεφαλή εθνικού προϊόντος και ετήσιας κατά κεφαλή κατανάλωσης φυσικών πόρων. Οι συντάκτες του «Rapport» αυτού δείχνουν λοιπόν ότι η γενίκευση των αμερικανικών προτύπων του 1970, θα συνεπαγόταν έναν πολλαπλασιασμό, της μέσης ατομικής κατανάλωσης των φυσικών πόρων σ’ ολόκληρο τον κόσμο, με του αριθμό 7. Η αμερικανική παραγωγή δημητριακών, σύμφωνα με τον F. Ramade (I.N.R.A.) καταναλώνει 100 φορές περισσότερα ορυκτά καύσιμα απ’ ότι η ινδική γεωργία, προκειμένου να παράγει 1 τροφική χιλιοθερμίδα. Αν η ανθρωπότητα ολόκληρη τρεφόταν σύμφωνα με τις μηχανοποιημένες αμερικανικές τεχνικές, τότε όλα τ’ αποθέματα πετρελαίου του κόσμου θα εξαντλούνταν από την γεωργία και μόνο, μέσα σε 57 χρόνια.
Είναι όμως πιθανό ότι, στην χρονική διάρκεια κάλυψης της απόστασης που χωρίζει τους πλουσιότερους από τους φτωχότερους, το προϊόν των πρώτων θα συνέχιζε να αυξάνεται. Κάνοντας την υπόθεση, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα έφθανε στην χρονική αυτή διάρκεια τα 20 δισεκατομμύρια άτομα και η κατανάλωση κατά κεφαλή ενέργειας θα έφθανε παντού το διπλάσιο αυτής που είναι σήμερα στις Η.Π.Α., ένας ειδικός της ενέργειας ο Α. Robin εκτιμά σε 500 δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας, σε σύγκριση με τα 6,5 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα. Πλην όμως, συνεχίζει ο ίδιος ειδικός, «η κατάσταση αυτή δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί ποτέ, μια και το συνολικό απόθεμα ενεργείας, όλες οι μορφές ενέργειας μαζί, είναι προφανέστατα πολύ κατώτερες από τον αριθμό αυτόν».
Εν τούτοις, τα πραγματικά αδιέξοδα δεν θα βρεθούν, αναμφίβολα, στο επίπεδο της έλλειψης πρώτων υλών ή ενεργείας. Οι προβλέψεις για ελλείψεις τύπου Club της Ρώμης, όσο χρήσιμες κι αν είναι σαν παράγοντες ευαισθητοποίησης απέναντι στους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανάπτυξη δεν έχουν επί του προκειμένου παρά μόνο σχετική αξία. Η προσπάθεια για ανακάλυψη όλο και νέων κοιτασμάτων που να καλύπτουν τους ρυθμούς εξόρυξης των παλιών, η σχέση των γνωστών αποθεμάτων με το μέγεθος της εκμετάλλευσης, δεν έπαυσαν να αυξάνονται μέχρι σήμερα. Πάντοτε η οικονομική ανάπτυξη στηρίχθηκε πάνω στην υποκατάσταση των κινητηρίων δυνάμεων που χρησιμοποιούνταν σε μια δεδομένη στιγμή από νέες κινητήριες δυνάμεις και νέα υλικά. Σε μια πρόσφατη αναφορά ο Leontief υπαναχωρεί, λογικά άλλωστε, σ’ ότι αφορά τις προθεσμίες που δόθηκαν πρόσφατα στον τομέα αυτό• μιλώντας μόνο για την ενέργεια, οι προοπτικές που προσφέρονται από τις πυρηνικές υπεργεννήτριες από την σύνταξη του υδρογόνου κι από την ηλιακή ενέργεια, επιτρέπουν την πρόβλεψη μιας φάσης αφθονίας που θα διαδεχθεί μια, λίγο πολύ, μακρόχρονη περίοδο σχετικών δυσχερειών.
Φαίνεται έτσι, ότι οι δυσκολίες ανακύπτουν από την πλευρά των αποβλήτων μάλλον παρά από εκείνη των κινητηρίων δυνάμεων. Τα αληθινά όρια της ανάπτυξης των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων προσδιορίζονται από τον ζωτικό χώρο, την ρύπανση, τους πολυάριθμους φυσικούς κανόνες τους οποίους η οικονομική ανάπτυξη απειλεί να καταστρέψει. Περισσότερο από ποσοτικοί, οι φυσικοί αυτοί κανόνες είναι ποιοτικοί και τοποθετούνται στο επίπεδο αυτού που ο Β. de Jouvenel αποκαλεί «παραβίαση του οικολογικού συμβολαίου».
* * *
β) Τέλος όλα τα έθνη δεν έχουν επιτύχει τα ίδια επίπεδα ανάπτυξης. Αν τα μεν φτάνουν ήδη στα όρια του κορεσμού των αναγκών τους σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά και μπορούν προβληματίζονται και ν’ αναρωτιούνται πάνω στο θέμα τι αναγκαιότητας μιας ανάπτυξης στρωμένης σε κατευθύνσεις λιγότερο υλιστικές, αν δε τα άλλα είναι ακόμα ελάχιστα ικανά να καλύψουν (μερικές μάλιστα φορές να καλύψουν πολύ άσχημα) τις ανάγκες επιβίωσης των πληθυσμών τους, τότε είναι φυσιολογικό η κατάσταση να οδηγείται σε μια σύγχυση παραγωγής υλικών αντικειμένων και ευημερίας.
Δύο λάθη πρέπει να αποφευχθούν εδώ: εκείνο, πρώτα που συνίσταται στην επέκταση σε μια ομάδα εθνών, συμπερασμάτων, που προέκυψαν από προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί από την ανάπτυξη άλλων (η ανάπτυξη των φτωχότερων χωρών πρέπει ακόμα να στηρίζεται κυρίως σε υλικές βάσεις). Εκείνο, στην συνέχεια, που συνίσταται στην παραγνώριση των δυσκολιών που γεννιούνται από την υπερανάπτυξη, με πρόσχημα ότι υπάρχει επίσης μια υπανάπτυξη. Μια ανάλυση αναφορικά με τα όρια των δύο αυτών καταστάσεων θα μας είναι κατά συνέπεια απαραίτητη. Τέλος, δεν είναι βέβαιο ότι κριτική εξέταση του προτύπου που προσέφεραν οι πιο αναπτυγμένες χώρες θα μπορούσε να οδηγήσει τις άλλες στην υιοθέτηση λιγότερο καταστρεπτικής τροχιάς.
Νομίζουμε λοιπόν, ότι απ’ όλ’ αυτά προκύπτει ένα συμπέρασμα: μετά την επίτευξη ενός ορισμένου επιπέδου ανάπτυξης και στα πλαίσια των σύγχρονων μορφών της, η ανάπτυξη αυτή επεκτείνει τις συνέπειες της πέρα από την κυρίως οικονομική σφαίρα.
Η αναπαραγωγή της σφαίρας αυτής διαχρονικά, συμπεριλαμβάνοντας και την αναπαραγωγή του περιβάλλοντος που την στηρίζει, θα μπορούσε να μας κάνει να σκεφθούμε ότι η οικονομική σκέψη επεκτείνεται προοδευτικά προς αυτή την νέα κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια εξέλιξη αυστηρά αντίθετη απ’ αυτή που παραδόξως διαπιστώνουμε. Κι αυτό μάλιστα συμβαίνει κατά τρόπο τέτοιο ώστε η συνεχής επέκταση των φαινομένων που αναφέρονται στην οικονομική δραστηριότητα να συνοδεύεται από μια συνεχή συρρίκνωση του πνευματικού προβληματισμού. Τούτο όμως δεν μπορεί πλέον, βέβαια, ν’ αποσιωπήσει την εκδήλωση μιας ολόκληρης σειράς φαινομένων που εκπλήσσουν. Κι όταν η οικονομική επιχειρεί να τα αναλύσει, αισθανόμενη ιδιαίτερα δυνατή μέσα στου χώρο των δικών της εμπορευματικών θεωρήσεων τότε τείνει ουσιαστικά να τα αναγάγει όλα στην δική της λογική, λες και η φύση ασχολείται με τις προσαρμογές των τιμών, του κόστους και του οικονομικού optimum.
Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.
Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης δεν διαχωρίζεται από την αντίληψη που οι άνθρωποι κατάφεραν ν’ απαιτήσουν για τη σχέση τους με την φύση.
1. Στο καθεστώς της εξάρτησης από τις φυσικές δυνάμεις που είναι εκείνο των νομαδικών, αγροτικών ή προβιομηχανικών κοινωνιών, αντιστοιχεί μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα μια ορισμένη στάση υποταγής.
Οι κοινωνίες αυτές είναι εξαρτημένες όπως είδαμε, σ’ όλα τα επίπεδα: στις δυνατότητες επιβίωσης τους που συνδέονται με την μεγαλύτερη ή μικρότερη γενναιοδωρία του περιβάλλοντος, στη φύση των μορφών ενεργείας και των υλικών που χρησιμοποιούν, στους ρυθμούς εργασίας τους που υποτάσσονται στην αιώνια επανάληψη των πραγμάτων (στην εναλλαγή μέρας και νύχτας, στην επανάληψη των εποχών...). Οι παραγωγικές τεχνικές, ακόμα αρχαϊκές, έχουν πρακτικά μηδενικές επιπτώσεις στην βιόσφαιρα.
Η φυσική τάξη ξεπερνά την ανθρώπινη νοημοσύνη. Οι νόμοι της εκφράζουν την θεϊκή τάξη κι επιβάλλονται σ’ όλη την δημιουργία. Είναι η εποχή της απόλυτης βασιλείας των θρησκειών. Η θρησκευτική έννοια του μυστηρίου μεταφράζει με αρκετή ακρίβεια την νοητική αυτή κατάσταση. Το μυστήριο είναι κάτι στο οποίο πρέπει να πιστεύει κανείς χωρίς να ζητά να το κατανοήσει. Οι φυσικές καταστροφές που τα αίτια τους κανείς δεν μπορεί να αναλύσει, ερμηνεύονται σαν ενδείξεις θεϊκής οργής.
Η ανθρωπότητα δεν έχει άλλη εκλογή πλην αυτή της προσαρμογής και της υποταγής. Το σχέδιο της Πολιτείας του Πλάτωνα όπως και η οργάνωση του πρωτόγονου χωριού, αναπαράγουν την κοσμική τάξη. Οι Φυσιοκράτες θέλουν να μεταφέρουν την θεϊκή τάξη ανάμεσα στους ανθρώπους. Πλεονάσματα των χρόνων της αφθονίας επανεπενδύονται στη θρησκεία (πυραμίδες, ναοί, καθεδρικές εκκλησίες) ή προορίζονται ν’ αντισταθμίσουν τις ανεπάρκειες των χρόνων ισχνότητας (οι σιτοβολώνες του Ιωσήφ): «Δεν διατάζουμε την φύση παρά μόνο υπακούοντας την» γράφει ο Francis Bacon.
Μια ισορροπία που δεν έχει τίποτε το αναγκαστικά ειδυλλιακό εγκαθίσταται ανάμεσα στο περιβάλλον, που τσιγκουνεύεται τους καρπούς του, και στον άνθρωπο. Αυτός, υποκείμενος στους νόμους της φύσης, συμβιώνει με τον κόσμο στον οποίο έχει συνείδηση ότι ανήκει.
2. Μια διάθεση κυριαρχίας επιβεβαιώνεται με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας η ανθρώπινη τάξη φαίνεται να θέλει να επιβληθεί στην φυσική τάξη.
Η τιθάσευση της αποθηκεμένης σε ύλη ενέργειας και χρήση αψύχων υλικών, συνεπάγεται πολλές συνέπειες:
α) Η παραγωγή κινητηρίων δυνάμεων και νέων υλικών εξαρτάται ουσιαστικά από τις προσπάθειες και τα μέσα που οι άνθρωποι αφιερώνουν στην παραγωγή τους. Σ’ όλη τη βιομηχανία που στο εξής θα κυριαρχεί, οι ανθρώπινοι ρυθμοί αποκτούν έτσι την αυτονομία τους. Η γεωργία για περισσότερο καιρό εξαρτημένη βαδίζει στον ίδιο δρόμο . Το αίσθημα που εκδηλώνουν οι άνθρωποι είναι εκείνο μιας αυξανομένης κυριαρχίας στο ίδιο τους το πεπρωμένο.
β) Οι εντυπωσιακές αυξήσεις της παραγωγικότητας επιτρέπουν μια καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών αφήνουν πλεονάσματα που ενθαρρύνουν με τη σειρά τους, την ανάπτυξη των τεχνικών μεθόδων και της παραγωγικότητας. Αυτά τα ίδια πλεονάσματα (που προέρχονται από το ότι ένας περιορισμένος αριθμός ατόμων αρκεί για να ικανοποιήσει τις ζωτικές ανάγκες της κοινότητας) επιτρέπουν την χρηματοδότηση νέων δραστηριοτήτων, εντείνουν τον καταμερισμό της εργασίας και ενισχύουν την αστικοποίηση. Ο οικονομικός μηχανισμός, κατά συνέπεια, αναπτύσσεται από μόνος του και για τον εαυτό του.
γ) Το πλήθος των ενδιαμέσων αγαθών από τα οποία φαίνεται να εξαρτάται αποκλειστικά ο όγκος της παραγωγής, ενεργεί σαν ένα είδος παραπετάσματος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους ανθρώπους και στη φύση. Η επαφή διακόπτεται. Το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο νίκησαν την απόσταση και τον χρόνο. Η μηχανή περιόρισε τις ελλείψεις. Ένα νέο τεχνικό οικοσύστημα, το οποίο δεν υπακούει παρά μόνο στη δική του λογική, αναπτύσσεται δίπλα στο φυσικό οικοσύστημα και του επιβάλλει βαθμιαία την λογική του.
δ) Με λίγα λόγια η κατάσταση αντιστρέφεται. Με τα δημιουργήματα του, ο άνθρωπος φαίνεται να έχει ξεπεράσει τους καταναγκασμούς της προηγουμένης περιόδου και είναι αυτός πια που υποτάσσει την φύση στις επιθυμίες του. Εμφανίζεται σαν ο σκοπός της εξέλιξης, σαν ο τελευταίος κρίκος της και ολόκληρη η δημιουργία φαίνεται σαν να μην είχε άλλο σκοπό παρά να του επιτρέψει την εμφάνιση στον κόσμο. Είναι σαν και σ’ αυτόν τον ίδιο να ενυπάρχει όλη η σκοπιμότητα του κόσμου. Η επιβολή του στον κόσμο δεν εξαρτάται παρά από την κατάσταση των γνώσεων του. Το θρησκευτικό μυστήριο παραχωρεί το έδαφος στη δίψα για επιστημονική μάθηση. Είναι η εποχή του επιστημονισμού και του θετικισμού. Ο νόμος που ο άνθρωπος επιβάλλει στη φύση, είναι αυτός της αποτελεσματικότητας και της βραχυπρόθεσμης υλικής αποδοτικότητας της οποίας η απόδοση και το κέρδος δεν συνιστούν παρά αυτούς τούτους τους παράγοντες του καπιταλισμού: «Η φύση είναι περισσότερο μια λεία προς αρπαγή παρά ένα κεφάλαιο προς διαχείριση» γράφει ο Th. Monod. Όσο τα Μαζικά φαινόμενα, που εξετάστηκαν πιο πάνω, δεν είχαν εμφανιστεί, η λεία εμφανιζόταν σαν ν’ αποδέχεται το ρόλο της και οι βιαιότητες που της επέβαλαν δεν φαινόταν να δημιουργούν προβλήματα στους ανθρώπους. Αντιλαμβάνεται όμως πλέον κανείς ότι δεν επρόκειτο παρά για μια μεταβατική κατάσταση.
3. Η αναζήτηση της ολοκλήρωσης που φαίνεται δελεαστική εδώ και μερικά χρόνια υπογραμμίζεται από την βαθμιαία επανανακάλυψη του γεγονότος ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες τοποθετούνται μέσα σ’ ένα σύνολο φυσικών κανόνων των οποίων ο σεβασμός αποτελεί προϋποθέσεις της επιβίωσης των κοινωνιών.
Από τη στιγμή που οι επιπτώσεις της οικονομίας στο περιβάλλον φτάνουν τα όρια κρισιμότητας που παραπάνω περιγράψαμε τα προηγούμενα δεδομένα ανατρέπονται εντελώς. Το περιβάλλον δεν μπορεί πλέον ν’ αντιμετωπίζεται σαν παθητική ύλη που εξασφαλίζει από μόνη της την αναπαραγωγή της. Η εντύπωση της απελευθέρωσης που είχαν αποκομίσει οι άνθρωποι εξ’ αιτίας της συσσώρευσης τεχνικών μέσων, σβήνει μπροστά στην εμφάνιση νέας μορφής εξαρτήσεων:
α) Η εξάλειψη της έλλειψης αγαθών που μεταφράζεται σε μια εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, μεταθέτει το αρχικό πρόβλημα του επιπέδου των ροών που κάποτε αφθονούσαν, στους συντελεστές παραγωγής και στα αποθέματα που σήμερα απειλούνται με εξάντληση.
β) Οι εγκαταστάσεις που προσωρινά επέτρεψαν την διαφυγή από τους καταναγκασμούς του περιβάλλοντος, έρχονται να ξανανταμώσουν, να ξαναζωντανέψουν την σχέση τους μ’ αυτό στο μέτρο που αυτό είναι εκείνο που διοχετεύει σ’ αυτές τα συστατικά υλικά τους, την ενέργεια που τις ζωντανεύει δεχόμενο ταυτόχρονα τα απορρίμματα τους. Θυμίζοντας το αίσθημα της απελευθέρωσης που παρέχει το αεροπλάνο προς τους φυσικούς περιορισμούς, ο Commoner προσθέτει «Είναι αρκετά εύκολο να διαλύσουμε αυτή την αυταπάτη μια και το αεροπλάνο υπόκειται στην εξάρτηση του γήινου περιβάλλοντος, όπως τα όντα που μεταφέρει. Οι κινητήρες του καταναλώνουν ένα μείγμα βενζίνης και οξυγόνου που είναι προϊόντα των γήινων αποθεμάτων που προέρχονται απολιθωμένα φυτά. Επιστρέφοντας λίγο στο παρελθόν, βλέπουμε ότι κάθε μέρος του μηχανισμού του εξαρτάται, από το περιβάλλον: το ατσάλι προέρχεται από χυτήρια που χρησιμοποιούν άνθρακα νερό και οξυγόνο τα οποία όλα είναι φυσικά προϊόντα. Το αλουμίνιο έχει εξορυχθεί από ορυκτά με την χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας που έχει παραχθεί από καύση βενζίνης και οξυγόνου, ή από την ενέργεια των υδατοπτώσεων. Και πρέπει να μη ξεχνάμε ότι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε μια ορισμένη ποσότητα άνθρακα για να παράγουμε την ενέργεια που χρειάστηκε για την σύνθεση κάθε στοιχείου πλαστικού υλικού του εσωτερικού της καμπίνας.
Εκατοντάδες κυβικά μέτρα νερού ήταν επίσης αναγκαία για την παρασκευή των στοιχείων αυτών, ενώ στερημένο από τα φυσικά στοιχεία του γήινου περιβάλλοντος (οξυγόνου, νερού, καυσίμου) το αεροσκάφος, όπως κι ο ίδιος ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.
Λόγω επίσης της αποτελεσματικότητας των ανθρωπίνων μεθόδων, η εκ νέου αυτή ανακάλυψη της εξάρτησης των ανθρώπων από τα φυσικά φαινόμενα, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί σαν απλή επιστροφή σε μια κατάσταση τυφλής υποταγής σε μαγικές δυνάμεις. Εδώ πρόκειται για την γνώση. Γνώση που αφορά μια συνειδητή εναρμόνιση που πραγματοποιείται σε σχέση με κανόνες και φυσικές συνεκτικότητες χωρίς την διατήρηση των οποίων οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν για την επαύριο.
Και είναι αυτό ακριβώς που εξηγεί γιατί η οικονομική σκέψη, αφού έμεινε για πολύ τοποθετημένη στην άκρη των κοινωνικών επιστημών, αρνείται να διεισδύσει σε τούτη την τρίτη φάση -όπου θα πρέπει να ξανοιχτεί και ν’ αμφισβητήσει μερικές από τις βεβαιότητες της- στα πλαίσια της οποίας η εξέλιξη της φαίνεται να διαμορφώνεται σ’ αντίθεση με τα γεγονότα. Όλο και ασφυκτικότερα παγιδευμένη σε μια λογική της αγοράς, που θεωρείται σαν αυτάρκης, αναπαράγει μέχρι παροξυσμού, όλα τα. χαρακτηριστικά μιας κυριαρχίας που ήδη έχει ξεπεραστεί. Και τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:
α) Μια αναδίπλωση στην δίκη της εσωτερική λογική. Ενώ οι πρώτες σχολές, γεννημένες την εποχή που η οικονομική σφαίρα υιοθετούσε τις κατευθυντήριες γραμμές της βιόσφαιρας, δεν οραματίζονταν την αναπαραγωγή της πρώτης ανεξάρτητα από την δεύτερη, η αναπαραγωγή αυτή περιορίζεται λίγο αργότερα στους παράγοντες και μόνο της αγοράς, παραχωρώντας έπειτα το προβάδισμα στην απλή θεώρηση της γενικής και αχρονικής ισορροπίας των ροών που γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής στα πλαίσια της ισορροπίας αυτής.
β) Μια αντιστροφή των σκοπιμοτήτων στο μέτρο που η φυσική πραγματικότητα, χαμένη από τα μάτια μας, σβήνει πίσω από μια λογική μεγιστοποίησης των αξιών που υπακούει στους δικούς της νόμους και αντιτίθεται στους νόμους του φυσικού - υλικού πλούτου.
γ) Μια περιοριστική τάση που εκδηλώνεται στα πλαίσια του γεγονότος ότι οι σύγχρονες σχολές προσποιούνται ότι ενσωματώνουν τα φυσικά φαινόμενα σ’ ένα γενικότερο σκεπτικό προβάλλοντας σ’ αυτά την ελλιπή λογική ενός υποσυστήματος από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Όλ’ αυτά χειροτερεύουν από το γεγονός ότι τα θεωρητικά σχήματα παρουσιασθέντα αρχικά σαν αφηρημένες αναφορές σ’ ένα συμβατικό optimum καταλήγουν στην πραγματικότητα μοντέλα δράσης και κριτήρια επιλογής.
Την στιγμή που μια νέα κοσμοθεώρηση γκρεμίζει τα επιστημονικά τείχη στο μεγαλύτερο μέρος των επιστημών, η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να μας προτείνει τις λεπτολογίες μιας λογικής, όλο και περισσότερο διάτρητης και στενής, στην οποία ισχυρίζεται ότι ανάγει ένα σύνολο εξωτερικοτήτων (εξωτερικών φαινόμενων) που παραμένουν ριζικά ξένες προς αυτήν.
Ι. Η Αναδίπλωση
Α. Ύστερα από μια αργή ωρίμανση, η οικονομική κατά την γνώμη των περισσοτέρων συγγραφέων συγκροτήθηκε αληθινά σε αυτόνομη επιστήμη με την Σχολή των Φυσιοκρατών στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Οικονομικός Πίνακας του Quesnay που ιδρύει την Σχολή, εμφανίζεται στα 1758. Ο συγγραφέας θέτει κατά συνεκτικό τρόπο, τις πρώτες βάσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού και εκτιμά ότι όλος ο πλούτος -συλλαμβανόμενος σαν δημιουργία του φυσικού προϊόντος-προέρχεται από την γεωργία, δραστηριότητα που τότε κυριαρχούσε.
Η εικόνα της οικονομίας που προκύπτει απ’ αυτή την προσέγγιση είναι εκείνη μιας δραστηριότητας που καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους, χρησιμοποιεί τις φυσικές ροές και δεν μπορεί να διαιωνιστεί παρά μόνο μέσω της αναπαραγωγής ενός φυσικού περιβάλλοντος που ανεξάρτητα του δεν είναι δυνατό άλλωστε και να αναλυθεί.
1. Ο Quesnay και οι μαθητές του επιμένουν στην πρωτοκαθεδρία μιας Φυσικής Τάξης που τους νόμους της οφείλουν να σέβονται οι ανθρώπινες κοινωνίες: «Οι άνθρωποι συνασπισμένοι σε κοινωνίες οφείλουν κατά συνέπεια να υποτάσσονται στους φυσικούς και στους θετικούς νόμους.
Με τον όρο φυσικός νόμος, υπονοείται εδώ η καθορισμένη πορεία κάθε φυσικού γεγονότος της φυσικής τάξης, που προφανώς είναι και η πλεονεκτικότερη για το ανθρώπινο γένος.
Με τον όρο ηθικός νόμος, εκφράζεται ο κανόνας κάθε ανθρώπινης πράξης που οριοθετείτε από την φυσική τάξη και που συμμορφώνεται με την υλική εκείνη τάξη πραγμάτων η οποία προφανώς είναι η πλεονεκτικότερη για το ανθρώπινο γένος.
Οι νόμοι αυτοί σχηματίζουν μαζί ένα σύνολο που αποκαλείται φυσικός νόμος...»
Όσον αφορά τους θετικούς νόμους, «δεν είναι παρά νόμοι διαχείρισης, σχετικοί με εκείνη την φυσική τάξη που προφανώς είναι η πλεονεκτικότερη για το ανθρώπινο γένος». Η υποταγή αυτή των ανθρώπινων νόμων στην κοσμική τάξη, είναι τόσο προφανής ώστε ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι κυβερνήσεις τους δεν κάνουν κατά κανένα τρόπο τους νόμους και ούτε, κατά κανένα τρόπο μπορούν να το κάνουν. «Αναγνωρίζουν τους νόμους αυτούς σαν σύμφωνους με την ανώτατη λογική που διέπει το σύμπαν, τους φέρνουν στην κοινωνία.. Για τον λόγο αυτό τους αποκαλούν «φορείς των νόμων», «νομοθέτες» και γι’ αυτό τον ίδιο λόγο δεν τόλμησαν ποτέ να τους πουν «κατασκευαστές των νόμων», «νομοδημιουργούς» (F. Quesnay).
Ο σεβασμός αυτής της τάξης πραγμάτων, κρίνει την επιβίωση των ανθρωπίνων κοινωνιών: «Ανακαλύπτουμε μια ουσιαστική τάξη, μια τάξη την οποία δεν μπορούν να καταλύσουν (οι ανθρώπινες κοινωνίες) δίχως να προδώσουν αληθινά τους συμφέροντα, δίχως να πάψουν να είναι κοινωνοί. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που ζουν βασικά από την γεωργία, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα σεβασμού της κοσμικής τάξης πραγμάτων.
2. Το καθαρό προϊόν είναι ένα φυσικό προϊόν που προκύπτει από μια φυσική κληρονομιά, την γη. «Είναι το φυσικό αποτέλεσμα της γονιμότητας του εδάφους». «Ο καλλιεργητής γεννά, με την έννοια ότι δημιουργεί πράγματι αύξηση του προϊόντος.
Οι ετήσιες δαπάνες, για πρώτες ύλες και έγγειες βελτιώσεις που καλύπτονται από ένα μέρος της παραγωγής, έχουν σαν αντικείμενο την εξασφάλιση της διαιώνισης των παραγόντων που παρέχουν αυτό το προϊόν. Ο Le Mercier το προσδιορίζει σαν το τμήμα του πλούτου που μπορεί κανείς «να καταναλώσει κατά την επιθυμία του, χωρίς να φτωχαίνει, χωρίς να μεταβάλλει την αρχή που αναπαράγει τα πλούτη αυτά ασταμάτητα».
Ο ορισμός αυτός θα γίνει οριστικά αποδεκτός από την επιστήμη. Οι φυσιοκράτες όμως, αντίθετα με τους συγγραφείς που θα τους διαδεχθούν, θα του μείνουν αυστηροί υποστηρικτές: Πράγματι, οι ετήσιες προκαταβολές δεν καλύπτουν μόνο τα έξοδα για τα λιπάσματα, τον σπόρο κ.λ.π., αλλά επίσης και την συντήρηση του ανθρώπινου δυναμικού. Οι προκαταβολές για πρώτες ύλες και εργαλεία αντισταθμίζουν την απόσβεση του παγίου κεφαλαίου και οι προκαταβολές για έγγειες βελτιώσεις εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του φυσικού παράγοντα. «Απαγορεύεται στους ιδιοκτήτες της γης και σε κάθε ανθρώπινη δύναμη η υφαρπαγή της γης ή της μερίδας που παρακρατείται από το προϊόν με σκοπό την συνεχή κάλυψη των προκαταβολών κι αυτό λόγω του κινδύνου εξαφάνισης της παραγωγής τους και της κοινωνίας γενικότερα».
3. Το Φυσιοκρατικό πρότυπο εμπνέεται από την βιολογία:
Ο Turgot υπενθυμίζει την κυκλοφορία του πλούτου, «της οποίας η συνέχεια εξασφαλίζει την ζωή της κοινωνίας όπως η κυκλοφορία του αίματος εξασφαλίζει την ζωή του σώματος». Ο Οικονομικός Πίνακας τέλος, «εμπεριέχει μια ιδέα μεγάλης σημασίας: την θεώρηση του κόσμου σαν απέραντου κύκλου του οποίου μπορεί κανείς σχηματικά να αγκαλιάσει το σύνολο σε μια ματιά».
Το Φυσιοκρατικό πρότυπο μας προτείνει λοιπόν μια καθολική θεώρηση, μια συνολική θεώρηση των πραγμάτων της οποίας το πνεύμα θα ξαναβρούμε στις σύγχρονες συστημικές προσεγγίσεις. Η αναπαραγωγή της οικονομικής σφαίρας -κύριο ενδιαφέρον αυτής της Σχολής - δεν διαχωρίζεται από την αναπαραγωγή του φυσικού περιβάλλοντος.
Β Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης οδηγούν στην επανεξέταση της αγροτικής αποκλειστικά βάσης στην οποία θεμελιώθηκε η φυσιοκρατική οικονομία.
Το κύμα των τεχνικών εφευρέσεων, αφού κατέκλυσε την υφαντουργία στρέφεται προς την μεταλλουργία, που σύντομα θα γίνει η κυρίαρχη βιομηχανία και κερδίζει έδαφος στον τομέα της ενέργειας. Μια πόλη θα συμβολίζει την κοινωνία που μόλις γεννήθηκε: «To Manchester, η πόλη των μεγάλων βαμβακοβιομηχάνων που σίγουροι για την υπεροχή τους, άπληστοι για αγορές, άπληστοι επίσης για εργατικά χέρια και για φθηνές πρώτες ύλες, γίνονται φυσικά οι υπέρμαχοι της ελεύθερης συναλλαγής η οποία μπορεί να τους εξασφαλίσει και το ένα και το άλλο. Στο εξής η βιομηχανία θα είναι εκείνη που, με την σειρά της θα καθοδηγεί το εμπόριο: είναι η παραγωγή εκείνη που καθορίζει την ζήτηση που δημιουργεί τα αποθέματα, που αναζητά πελάτες, σ’ όλο τον κόσμο και που για να τους βρει θα προσπαθήσει να γκρεμίσει όλους τους φραγμούς που ύψωσε η πολύπλοκη πολιτική της προηγούμενης εποχής. Ένα νέο περιβάλλον αληθινό οικοσύστημα που δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους και που κατέχει την δική του λογική, αναπτύσσεται δίπλα στο φυσικό οικοσύστημα και μερικές φορές εναντίον του. Η φύση δεν μπορεί να εμφανίζεται πια σαν μοναδική πηγή πλούτου.
Στα 1776, ο Πλούτος των Εθνών του Adam Smith, σημαδεύει την αφετηρία της Φιλελεύθερης Κλασσικής Σχολής που απλώνεται και καλύπτει το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η Σχολή λαμπρύνεται στην Μ. Βρετανία από τους Malthus, Ricardo, Stuart Mill και στην Γαλλία από τους Jean Baptiste Say και Bastiat.
1. Η Σχολή αυτή σκέπτεται ακόμη με βάση την αναπαραγωγή: οι τιμές, ίσες στο σύνολο τους με τα μεγέθη του κόστους «αναλύονται σε τρία μέρη: τον μισθό, το κέρδος και την γαιοπρόσοδο που είναι οι τρεις πρωταρχικές πηγές κάθε εισοδήματος».
Η αξία ενός αγαθού είναι ίση με το άθροισμα των μεγεθών του κόστους της παραγωγής του (θεωρία της αξίας - κόστους) και η τιμή πρέπει να καλύπτει το σύνολο του κόστους αυτού προκειμένου να επιτραπεί η αναδημιουργία των παραγόντων που έχουν συμμετάσχει, στην παραγωγή αυτή.
Η αντίληψη αυτή θα καταλήξει ήδη στον Α. Smith, κι ακόμη σαφέστερα με τον Ricardo, σε μια θεωρία αξίας εργασίας, όπου δαπάνη σε εργασία θεωρείται σε τελευταία ανάλυση σαν η μόνη δαπάνη που πραγματοποιείται από τους ανθρώπους για την παραγωγή όλων των αγαθών τους .
2. Εντούτοις η αναπαραγωγή αυτή περιορίζεται στους παράγοντες της αγοράς. Αν η «εργασία κάθε έθνους, πρωταρχική πηγή προμηθεύουσα όλα τα απαραίτητα και χρήσιμα στη ζωή αντικείμενα» (Smith) είναι ο μόνος πραγματικά παραγωγικός συντελεστής, η συσσώρευση του κεφαλαίου, που αποτελεί συντελεστή σπάνιο δημιουργούμενο από τους ανθρώπους, είναι εκείνη που περιορίζει την αύξηση: «η εθνική βιομηχανία δεν μπορεί να αυξάνει παρά αναλογικά με την αύξηση του κεφαλαίου που σε εθνικά πλαίσια διατίθεται» (Smith). Ο φυσικός συντελεστής αντίστροφα, θεωρούμενος σαν «αναλλοίωτος», «άφθαρτος», «ανεξάντλητος» εμφανίζεται σαν ένα ελεύθερο αγαθό που δεν απειλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο Ricardo διακρίνει εδώ τις «πρωταρχικές και άφθαρτες ιδιότητες» του εδάφους από τον εμπλουτισμό που επιφέρουν στο έδαφος οι γαιοκτήμονες. Και ο J.B.Say σαφέστατα διακηρύσσει: «Τα φυσικά πλούτη είναι ανεξάντλητα, μια κι αν δεν ήταν, δεν θα τα αποκτούσαμε δωρεάν. Μη μπορώντας να πολλαπλασιασθούν ούτε να εξαντληθούν, δεν αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών επιστημών».
Αν το κεφάλαιο αποσβένεται αποτελεσματικά και αν ο κατώτατος μισθός συντηρήσεως (φυσικός μισθός) μπορεί με λίγη καλή θέληση να θεωρηθεί ότι εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του ανθρώπινου δυναμικού η γαιοπρόσοδος δεν αμείβει παρά τη φειδωλότητα, την τσιγκουνιά της φύσης. Η αναπαραγωγή περιορίζεται λοιπόν στους παράγοντες της αγοράς και για να πούμε την αλήθεια, μόνο το κεφάλαιο αποτελεί άμεσα αντικείμενο απόσβεσης που αποσκοπεί στο να επιτρέψει την ανανέωση του. Ο ίδιος ο Smith συγκρίνει την κοινωνία με μια απέραντη αγορά: χάρη στον καταμερισμό της εργασίας, λέγει, ο άνθρωπος, που αναγκάζεται να καταφύγει στην ανταλλαγή, «γίνεται ένα είδος εμπόρου και ολόκληρη η κοινωνία μια κοινωνία εμπορίου».
3. Το σύστημα δικαιώνεται από την ίδια του την ισορροπία βρίσκει την συνεκτικότητα του στον ίδιο του τον εαυτό. Οι προσαρμογές που το χαρακτηρίζουν δεν συνδέονται με κάποια θεία παρέμβαση, όπως στους Φυσιοκράτες, αλλά με μια εσωτερική δύναμη. Και η δύναμη αυτή είναι η επιδίωξη της ικανοποίησης των ιδιωτικών συμφερόντων που η σύγκλιση του εξασφαλίζει την ικανοποίηση του συλλογικού συμφέροντος. Χάρη στον μηχανισμό των τιμών από τη μια και στην αποκατάσταση της ισορροπίας του εμπορίου από την άλλη, η αγορά τείνει πάντα προς την ισορροπία τόσο στο εθνικό (νόμος των διεξόδων) όσο και στο διεθνές επίπεδο (αυτόματη αποκατάσταση της ισορροπίας). Η ισορροπία αυτή συνιστά την δικαίωση της αγοράς.
Γ. Η εξαθλίωση όμως της εργατικής τάξης στα μέσα του 19ου αιώνα υποδαυλίζει την σοσιαλιστική αμφισβήτηση. Ένα ρεύμα, που αποκαλείται ουμανιστικό, το οποίο εκπροσωπείται από τους Sismondi και Proudhon, κι ένα άλλο, που αποκαλείται επιστημονικό και που εκπροσωπείται από τους Marx και Engels (το Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκδίδεται στα 1848, ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύεται στα 1867) καταγγέλλουν τα κακά του συστήματος.
Ο ίδιος ο Marx βαδίζει πάνω στη θεωρητική γραμμή του Ricardo. Όπως και κείνος, θεμελιώνει λ.χ. την αξία πάνω στην εργασία. Αυτή όμως η θεωρητικής τάξης συγγένεια καταλήγει σε μια ριζική αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού που εκθειάστηκε από την κλασσική εποχή: το καπιταλιστικό σύστημα εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο και μακριά από το να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του, αναπτύσσει αντιφάσεις που, από κρίση σε κρίση, το οδηγούν στην αυτοκαταστροφή του.
Εν τούτοις, η μαρξιανή ανάλυση τοποθετείται σε δύο επίπεδα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα οποία, είτε οραματίζεται την βαθειά σημασία και την αληθινή εμβέλεια της οικονομικής πράξης, είτε ερευνά τις εσωτερικές αντιφάσεις του ιστορικά ενσαρκωμένου συστήματος μέσα στο οποίο η οικονομική αυτή πράξη αναπτύσσεται. Οι δύο εικόνες που κατά συνέπεια μας παρέχει, δεν έχουν καθόλου το ίδιο εύρος. Παραμένουν ωστόσο απόλυτα συνεκτικές, πλην όμως το πάθος των αγώνων που συνδέονται με την δεύτερη, γίνεται συχνά αιτία στο να ξεχνούμε την πρώτη.
1. Οι Marx και Engels δεν αποσυνδέουν την οικονομία από το σύνολο των φυσικών φαινομένων
Η θαυμαστή επιστημονική αντιστοιχία των δύο αυτών στοιχείων δείχνει σε ποιο σημείο οι τοποθετήσεις τους διαφέρουν από αυτές των κλασσικών. Ξαναβρίσκει κανείς εδώ όλο το εύρος του Φυσιοκρατικού σχήματος.
Ο Marx ιδιαίτερα, αρέσκεται να υπογραμμίζει, ότι η μελέτη της αγροχημείας, του προσέφερε «περισσότερα απ’ όσα όλο μαζί οι οικονομολόγοι» και περιγράφει τις καταστροφές που η παραγωγή προκαλεί στο περιβάλλον ως εξής: «Η καπιταλιστική παραγωγή... διαταράσσει τη ροή της κυκλοφορίας της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και το έδαφος. Εμποδίζει, δηλαδή την επιστροφή στο έδαφος των στοιχείων εκείνων που ο άνθρωπος καταναλώνει προκειμένου να διατραφεί και να ντυθεί. Κατά συνέπεια παραβιάζει τις συνθήκες που είναι αναγκαίες για μια διαρκή γονιμότητα του εδάφους... Εξ άλλου, κάθε πρόοδος της καπιταλιστικής γεωργίας αντιπροσωπεύει μια πρόοδο όχι μόνο στην τέχνη της καταλήστευσης του εργαζομένου, αλλά και μια πρόοδο στον τομέα της πτώχευσης της γης. Κάθε προσωρινή βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών, καλλιεργεί τη συνθήκη μιας οριστικής καταστροφής των πηγών της γονιμότητα αυτής... Όσο μια χώρα θεμελιώνει την βάση της ανάπτυξης στη δημιουργία μιας σύγχρονης βιομηχανίας, όπως π.χ. Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο και η διαδικασία της καταστροφής επιταχύνεται. Έτσι η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσοντας την τεχνολογία και ενώνοντας σ’ ένα κοινωνικό σύνολο "τη δράση διαφορετικών διαδικασιών, δεν κάνει άλλο από το να εξασθενεί τις πρωτογενείς πηγές κάθε πλούτου: την γη και τους εργαζόμενους».
2. Ωστόσο, δεν είναι παρά στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που οι δύο συγγραφείς αφιερώνουν την ουσία των προσπαθειών τους.
Η λειτουργία του συστήματος, τέτοια όπως ο Marx εκτιμά ότι μπορεί να την περιγράψει, αποκλείει στην πραγματικότητα την αναπαραγωγή του φυσικού παράγοντα την οποία το σύστημα αυτό οπωσδήποτε δεν εξασφαλίζει. Και η μετα-μαρξιανή σκέψη που πάρα πολύ συχνά λησμονεί την αληθινά κοσμική διάσταση της σκέψης του ιδρυτή της, θα τείνει να εγκλωβίζεται στα στενά όρια των ατελείωτων επιτηδεύσεων των σχημάτων αναπαραγωγής.
Δ. Η φιλελεύθερη οικονομία, που βλέπει τα ίδια τα εργαλεία της να στρέφονται εναντίον της, βρίσκεται έτσι αναγκασμένη να αναθεωρήσει την θεωρία της προκειμένου μ’ αυτόν τον τρόπο να σώσει το δόγμα της. Πράγματι, στηριζόμενοι στην θεωρία της αξίας - εργασίας, διατυπωμένη από τον Ricardo, οι σοσιαλιστές αμφισβητούν τα συμπεράσματα του φιλελευθερισμού. Σχεδόν ταυτόχρονα από το 1871 ως το 1874 ο S. Jevons στο Λονδίνο, ο Κ. Menger στη Βιένη κι o L. Walras στην Λοζάνη, θέτουν τις βάσεις της Νεοκλασικής Σχολής. Οι οπαδοί της Σχολής αυτής θέλουν να δείξουν ότι υπάρχει μια καθαρή οικονομία της οποίας οι γενικοί και καθολικοί νόμοι θα επιβάλλονται σε όλους κι’ ανεξάρτητα από την ποικιλομορφία των συστημάτων.
Εφόσον η παλιά θεωρία της αξίας κόστους προμήθευσε περισσότερα όπλα στους εχθρούς του φιλελευθερισμού παρά στους υπερασπιστές του, η θεμελίωση της αξίας των αγαθών όφειλε να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τον καταναλωτή στα πλαίσια της θεωρίας της σπανής και της χρησιμότητας. Η αξία αυτή καθορίζοντας την δαπάνη που ο καταναλωτής θα είναι διατεθειμένος να κάνει προκειμένου να αποκτήσει μια μονάδα του αγαθού έχει στην σύλληψη της ως αποτέλεσμα την αυτόματη στροφή του οικονομικού μηχανισμού προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών.
Οι ανάγκες αυτές ρυθμίζουν την παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό οι συγγραφείς αυτοί επιβεβαιώνουν την ανωτερότητα του φιλελευθερισμού -από τον οποίο αναμένει κανείς κυρίως να δείξει ότι πραγματοποιεί την γενική ισορροπία της πλήρους απασχόλησης- ανωτερότητα η οποία, επειδή πρόκειται για ένα σχήμα καθαρής οικονομίας, πιστεύεται ότι αποδεικνύει την ουσία των φαινομένων και ότι βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μέσα στην φύση των πραγμάτων.
Λίγο αργότερα στο Cambridge ο Α. Marshall διατηρώντας πάντα το γενικό πνεύμα αυτής της ανάλυσης, πραγματοποιεί την σύνθεση των προσεγγίσεων του κόστους και των προσεγγίσεων της σπάνης και της χρησιμότητας. Πραγματοποιεί επομένως την σύνθεση της παλιάς και της νέας φιλελεύθερης παράδοσης. Ο περιορισμός του πεδίου ανάλυσης που ήδη γίνεται αντιληπτή στην προηγούμενη Σχολή, ενισχύετε περισσότερο.
1. Η αχρονική ισορροπία της αγοράς γίνεται κεντρικό θέμα του συστήματος με τον αποκλεισμό κάθε προοπτικής αναπαραγωγής.
Ο Walras καθορίζει την καθαρή οικονομία σαν «την θεωρία καθορισμού των τιμών κάτω από ένα υποθετικό καθεστώς τέλειου ελεύθερου ανταγωνισμού». Οι διάδοχοι του, έχοντας ξεχάσει το γεγονός ότι έχει δημιουργήσει επίσης μια Κοινωνική Οικονομία καθώς και μια Εφαρμοσμένη Οικονομία θα επιμείνουν σ’ αυτόν τον ορισμό που τοποθετείται ακριβώς και αποκλειστικά στο επίπεδο της αγοράς.
Σήμερα ο Debrey και ο Friedman δεν κάνουν τίποτε άλλο. Το πρότυπο της αναφοράς τους δεν είναι πια εκείνο της βιολογίας, αλλ’ εκείνο της μηχανικής λογικής που εφαρμόζεται στον φυσικό κόσμο.
2. Τα φαινόμενα έξω από την αγορά εγκαταλείπονται από την οικονομική επιστήμη κατά τρόπο σαφή.
Ο Robbins ο οποίος προσδιορίζει το αντικείμενο της επιστήμης αυτής, με τον ορισμό που παραθέσαμε πιο πάνω, βιάζεται να προσθέσει: «οι σκοποί καθεαυτοί βρίσκονται εκτός του αντικείμενου αυτού. Το ίδιο συμβαίνει με το τεχνικό και το κοινωνικό περιβάλλον». Το περιβάλλον αυτό ανήκει στον κόσμο των δεδομένων επί των οποίων «ο οικονομολόγος δεν έχει δικαιοδοσία... ο οικονομολόγος οφείλει να τα αποδεχτεί σαν βάση των αναλύσεων του» και τα οποία αποτελούν επομένως ένα πλαίσιο που εντός του εκτυλίσσεται ένα οικονομικό παιχνίδι οδηγούμενο προς ένα αφηρημένο μηχανικισμό περιστρεφόμενο γύρω από τον εαυτό του και ο οποίος ξεκινά από συμβατικές υποθέσεις ανεξάρτητες παντός δεσμού από το φυσικό περιβάλλον.
«Μέσα στις κοινωνίες που έχουν μετασχηματιστεί από την τεχνική και τις εφαρμογές της επιστήμης (σύγχρονες κοινωνίες, βιομηχανικές κοινωνίες) επιχειρείται ένας πραγματικός αφεραιρισμός των αξιών. Η βιομηχανία αναδομεί το σύνολο της κοινωνίας... Ένας ολόκληρος κόσμος κατασκευής και χειραγώγησης διαμορφώνεται και τείνει να εγκλωβισθεί στον κόσμο των αισθήσεων. Ένας οικονομικός κόσμος, ταυτιζόμενος με την πράξη (praxis) ανακαλύπτει την σταθερότητα του και την εσωτερική του δικαίωση» (Η. Bartoli).
Με αφετηρία μια επιταγή αναπαραγωγής που εμπεριείχε την αναπαραγωγή ολόκληρης της βιόσφαιρας και η οποία περιορίστηκε στην συνέχεια μόνο στις δυνάμεις της αγοράς, η οικονομία καταλήγει στην απλή θεώρηση των εσωτερικών της ισορροπιών, με άμεση αφαίρεση του κάθε τι που αφορά στο ζωντανό κόσμο. Η ρήξη είναι πλήρης.
II. Η αντιστροφή
Η ρήξη αυτή συνεπάγεται μια ριζική αλλαγή στη φύση των φαινομένων που συνιστούν αντικείμενο υπολογισμού. Έχοντας εγκαταλείψει κάθε αναφορά στη φύση και στις ανθρώπινες σκοπιμότητες, το σύστημα αναζητά την δικαίωσή του στη λογική των νεκρών πραγμάτων (των εμπορευμάτων τον χρηματικού κέρδους). Επόμενο είναι οι νόμοι της λογικής αυτής να αντιτίθενται σε κείνους της ζωής.
1. Η ισορροπία των αψύχων πραγμάτων πραγματοποιείται σε βάρος των ανθρώπων
Το σύστημα όπως έχουμε δει, αυτοδικαιώνεται με την ίδια του την ισορροπία. Το γεγονός ότι ο μηχανισμός των τιμών οφείλει να προσαρμόζει αυτόματα την προσφορά στη ζήτηση και ν’ αντιτίθεται σε κάθε σωρευτική διάδοση οποιασδήποτε περιορισμένης διαταραχής της ισορροπίας, θα αρκούσε χωρίς άλλη σκέψη - για την τεκμηρίωση της ανωτερότητας του φιλελευθερισμού. Το θέμα παρουσιάζεται ήδη στα πλαίσια του προβληματισμού της πρώτης κλασσικής Σχολής.
Ο Sismondi ματαιοπονεί όταν υπενθυμίζει τις αληθή σκοπιμότητες της παραγωγής και υπογραμμίζει το ανθρώπινο κόστος της προσαρμογής στην κερδοσκοπία. Δεν εισακούγεται «Οι παραγωγοί, λέγει, δεν θα αποσυρθούν από την εργασία και αριθμός τους δεν θα περιορισθεί παρά μόνον όταν ένα μέρος των αρχιμαστόρων θα. χρεοκοπήσει κι ένας αριθμός των εργατών θα πεθαίνει από την φτώχεια... Ας προσέξουμε την επικίνδυνη αυτή θεωρία της ισορροπίας που αποκαθίσταται μόνη της. Είναι αλήθεια ότι μια κάποια ισορροπία αποκαθίσταται μακροπρόθεσμα, αλλά μόνο μέσα από τρομερά βάσανα».
Η απάντηση θα είναι σύντομη: «Καλό είναι, θα βεβαιώσει απλά ο Dunoyer, να υπάρχουν στην κοινωνία κατώτερες κλίμακες όπου θα ξεπέφτουν οι οικογένειες που δεν τα καταφέρνουν καλά με τα οικονομικά τους κι απ’ όπου δεν θα μπορούν να ξανασηκωθούν παρά μόνο όταν τα πάνε καλύτερα. Η φτώχεια είναι ακριβώς αυτή η τρομερή κόλαση». Η λατρεία της ισορροπίας καταλήγοντας στην δικαιολόγηση της αθλιότητας που θεωρείται σαν συμπληρωματική αρμονία, ολοκληρώνει την αναστροφή των σκοπιμοτήτων: είναι ο άνθρωπος εκείνος που βρίσκεται, σαφέστατα πια, στην υπηρεσία του οικονομικού μηχανισμού κι όχι τ’ αντίστροφο. Η αναστροφή αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με την βαθύτερη λογική του συστήματος.
2. Η λογική της αξίας αντιτίθεται σε κείνη της φυσικής πραγματικότητας
Αν «τα προϊόντα ανταλλάσσονται με προϊόντα» τότε αποτελούν μέσω της τιμής αξίες που οι φορείς τους πασχίζουν να μεγιστοποιήσουν. Οι Smith και Ricardo αντιλήφθηκαν ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, την ύπαρξη αντιφάσεων που ο Bastiat τις εκφράζει καλύτερα και με τρόπο γενικότερο από κάθε άλλον. Ο αληθινός πλούτος των ανθρώπων λέγει, συνίσταται από πλεονεκτήματα που τους παρέχει δωρεάν η φύση κι όχι από τις προσπάθειες που αυτοί πρέπει να καταβάλουν για να τ’ αποκτήσουν. Επομένως, τα εισοδήματα τους μη όντας παρά το αντιστάθμισμα αυτών των προσπαθειών «ο καθένας από μας ζει από τις υπηρεσίες που προσφέρει επ’ ευκαιρία μιας δυσκολίας που παρουσιάζεται. Κι αυτό μια και δεν υπάρχει καμία δυσκολία, κανένα εμπόδιο του οποίου η εξάλειψη να μην φαίνεται δυσάρεστη και άκαιρη για κάποιον ή να μη φαίνεται ολέθρια από γενική άποψη, στην περίπτωση που καταργεί μια πηγή προσφοράς υπηρεσιών, αξιών και πλούτου». Η πολιτική οικονομία επομένως, θεμελιωμένη στην σχέση αξίας-κόστους «είναι μια ανάποδη επιστήμη, στα πλαίσια της οποίας ο επιδιωκόμενος πραγματικός σκοπός, συγχέεται αδιάκοπα με το εμπόδιο που σταματά την πραγματοποίηση του... Η θεωρία που ορίζει τον πλούτο μέσω της αξίας, δεν είναι σε τελική ανάλυση τίποτα άλλο από τον εκθειασμό, την δόξα του εμποδίου»!!
Ο ισχυρισμός του Bastiat μπορεί να επεκταθεί και στις νεοκλασικές θεωρίες για τις οποίες, αναμφισβήτητα μετά τον Α. Marshall η ισορροπία σε όρους χρησιμότητας συμβιβάζεται με μια ισορροπία σε όρους κόστους.
Ο Β. de Jouvenel δεν λέγει άλλα πράγματα σχετικά με σύγχρονους εθνικούς μας λογαριασμούς, όταν υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν εκφράζει, όχι τόσο τα πλεονεκτήματα που απόκτησαν οι άνθρωποι, εξ αιτίας των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων, αλλά το κόστος που καταβλήθηκε για την επίτευξη αυτών των πλεονεκτημάτων: κόστος παραγωγής, κόστος ατυχημάτων, κόστος συντήρησης ή αναπλήρωσης του ανθρώπινου παράγοντα κόστος διατήρησης του περιβάλλοντος κ.λ.π. τα οποία όλα εμφανίζονται στο θετικό μέρος του ισολογισμού.
Το φαινόμενο ενισχύεται όταν η επιρροή των χρήματοδοτικών οργανισμών στις επιχειρήσεις συνδυαζόμενη με την ανάπτυξη ενός σημαντικού «διακριτικού εισοδήματος» το οποίο καθιστά τον καταναλωτή περισσότερο τρωτό στις προκλήσεις του παραγωγικού μηχανισμού, συνεπάγεται την δημιουργία αυτού που ο Galbraith ονομάζει «αντεστραμένη εντολή παράδοσης εμπορευμάτων». Η λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου υποκαθίσταται τότε σε κείνη της αξιοποίησης της φύσης: «παράλληλα με τη συσσώρευση του κεφαλαίου, η κατανάλωση οφείλει ν’ αναπτυχθεί με κάθε αντίτιμο. Κι αυτό ισχύει για οποιονδήποτε τύπο κατανάλωσης, αρκεί αυτός νάναι πηγή κέρδους... Ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε τούτες τις δύο μόνο λειτουργίες, του εργαζόμενου και του καταναλωτή στα πλαίσια μιας κοινωνίας όπου η κοινωνική εξουσία τον παροτρύνει διαρκώς στο να καταναλώνει περισσότερο επομένως και να κερδίζει περισσότερα».
Φυλακισμένη σε τούτη την λογική η οικονομική επιστήμη δεν είναι πια παρά η επιστήμη της διαχείρισης ενός νεκρού πράγματος, του κεφαλαίου με την πιο αφηρημένη χρηματική μορφή του, το οποίο αρέσκεται να υπηρετεί.
Οι εμπειρίες και τα δεινά, όσο σημαδιακά κι αν είναι, δεν θ’ αλλάξουν εύκολα τίποτε από το πνεύμα αυτό. Αντίθετα μάλιστα, παροτρύνοντας την Σχολή να λάβει υπ’ όψη της τα νέα φαινόμενα δεν θα προκαλέσουν μια εκ νέου αμφισβήτηση των αναλύσεων της αλλά μια προέκταση αυτών σ’ έναν ευρύτερο χώρο που θα προσπαθήσει να τον περιορίσει και να τον εντάξει στην δική της λογική.
III. O Υποβιβασμός
Η κρίση της δεκαετίας του 1930 επικυρώνει ταυτόχρονα την χρεοκοπία των σχημάτων ισορροπίας και την αποτυχία των πολιτικών επιλογών νεοκλασικής έμπνευσης. Το 1936, ο Keynes στη Γενική θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του χρήματος, αποδεικνύει ότι η ισορροπία της πλήρους απασχόλησης δεν είναι παρά μια πιθανότητα ανάμεσα σε άλλες το λιγότερο εξ ίσου αληθοφανείς. Ο Keynes αναλύει τους λόγους για τους οποίους οι προσαρμογές πραγματοποιούνται σε κατάσταση υποαπασχόλησης και εκθειάζει μια σειρά παρεμβατικών μέτρων, χωρίς τα οποία όπως ισχυρίζεται το σύστημα θα ήταν καταδικασμένο, αν όχι να εξαφανιστεί τουλάχιστον να φυτοζωεί στα πλαίσια μιας διαρκούς μετριότητας. Η άμυνα του καπιταλισμού, η υπεράσπιση του, συγχέεται εδώ με την κρατική παρέμβαση.
Όντας σχετικά αποτελεσματική απέναντι στην κρίση, η Κεϋνσιανή ερμηνεία αποκαλύπτει τα όρια της μέσα στις προοπτικές του μεταπολέμου που κυριαρχούνται από προβλήματα τελείως διαφορετικά γεννημένα από την ανοικοδόμηση, τον πληθωρισμό, το άνοιγμα των συνόρων, την αναζήτηση της ευημερίας και της εναρμονισμένης ανάπτυξης. Η προσπάθεια για κάποια ενσωμάτωση και υιοθέτηση των απόψεων της ερμηνείας αυτής στα πλαίσια του προηγούμενα αναφερθέντος ρεύματος οικονομικής σκέψης, επιτρέπει την εμφάνιση εκείνου που θα αποκαλέσουμε σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό. Στους κόλπους του νέου αυτού ρεύματος και παρά τις αποκλίσεις που επιμένουν στις μεγαλύτερες ή μικρότερες συγγένειες με τις δύο προηγούμενες σχολές, οι οικονομολόγοι συγγραφείς ξανασυναντώνται μέσα στις μεγάλες ερμηνευτικές κατευθύνσεις που συνδυάζουν, κατά διαφορετικές αναλογίες τα νεοκλασικά με τα κεϋνσιανά όργανα και εργασία καθώς και ελευθερία και τις παρεμβάσεις μέσα σ’ ένα κοινό πνεύμα διαφύλαξης του συστήματος .
Μέσα στην ίδια την συνοχή της, προχωρώντας από υπόθεση σε υπόθεση και από λογική επαγωγή σε λογική επαγωγή, η σχολή αυτή αναμένει ν’ ανακαλύψει τις πηγές της κρίσης της. Ωστόσο, εφαρμόζοντας στον πραγματικό κόσμο την συμβατική εικόνα στην οποία καταλήγει, επιδιώκει να δημιουργήσει κανόνες και να εξηγήσει φαινόμενα εκτός αγοράς τα οποία δεν μπορεί πλέον να αγνοεί.
Α. Από την εσωτερική συνοχή στην εικόνα του πραγματικού και τον κανόνα.
Με αφετηρία έναν ορισμένο αριθμό υποθέσεων που αφορούν την συμπεριφορά (η λογική αναζήτηση του μέγιστου των πλεονεκτημάτων με το ελάχιστο κόστος: homo oeconomicus... ) και την δομή (καθαρός και τέλειος ανταγωνισμός μεταξύ ανεξαρτήτων μικρομονάδων...) οι συγγραφείς κατασκεύαζαν επαγωγικά ένα συμβατικό οικονομικό κόσμο που συνιστά ίσως το ισοδύναμο μιας καθαρά μηχανικής διαδικασίας σ’ ένα περιβάλλον χωρίς τριβές, αλλά σε καμιά περίπτωση την εικόνα μιας πραγματικότητας που κυριαρχείται από συνασπισμούς μα και από συγκρούσεις μεταξύ άνισων. Σ’ ένα τέτοιο βαθμό λογικής αφαίρεσης οι οικονομικοί νόμοι συλλαμβάνονται σαν πανομοιότυποι με τους φυσικούς νόμους. Αποτελέσματα απαγωγής εκφράζουν εκείνο που ο Mises αποκαλεί «αμείλικτη διασύνδεση φαινομένων». Τοποθετημένοι εκτός χρόνου, τόπου και ιστορίας, δεν πάσχουν από εξαιρέσεις ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ δύσκολο να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός σχετικιστικού επιστημονικού κλίματος: «ένα υπόδειγμα», λέγει ακόμα σήμερα ο Bronfenbrenner, «προκύπτει από τις υποθέσεις του και οφείλει να αντιμετωπίζεται σαν απόλυτα αληθινό». Και αυτό δεν είναι αναληθές σ’ επίπεδο καθαρής αφαίρεσης, στο μέτρο που πιστεύει κανείς ότι η εσωτερική αξία του συστήματος είναι υπόθεση συνοχής κι όχι τόπου ή εποχής.
Πρέπει εν τούτοις να προσέξουμε μήπως κι εξομοιώνουμε ένα καθαρά συμβατικό σύστημα σε μια εικόνα του πραγματικού ή με μια δεοντολογία. Κι είναι στο σημείο αυτό που γίνεται το αποφασιστικό γλίστρημα. Πράγματι, είναι ιδιαίτερα ισχυρή η τάση σύγχισης αυτής της γενικότητας, που χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα συμβατικών σχέσεων και υποθέσεων οι οποίες εκ προοιμίου τίθενται, με μια παγκοσμιότητα που γίνεται αντιληπτή τόσο διαχρονικά όσο και διατοπικά σε σχέση προς όλα τα πραγματικά συστήματα. Εφ’ όσον η σύγχυση αυτή πραγματοποιηθεί τότε το λάθος θα έχει γίνει. Τότε θα έχουμε κάνει τη σύγχυση μεταξύ του συμβατικού και του πραγματικού του θεωρητικού και του κανονιστικού. Ο Homo Oeconomicus αυτό το υπερ λογικό ον, το αναζωογονούμενο αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, του οποίου ο μόνος αντικειμενικός στόχος είναι η απόκτηση «της μέγιστης δυνατής ευτυχίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί αγοράζοντας όσο το δυνατόν περισσότερη ευχαρίστηση με το λιγότερο δυνατό κόπο» (Jevons), παύει να είναι μια απλοποιητική υπόθεση για να γίνει μια εικόνα του πραγματικού κι ακόμα περισσότερο μια ιδεώδης μορφή συμπεριφοράς. Κατά την ίδια λογική, ο καθαρός και τέλειος ανταγωνισμός, το λεγόμενο optimum του Pareto θεωρούνται σαν κανόνες προορισμένοι να καθοδηγούν την πράξη. Με μια έξυπνη μορφή απάτης, ίσως από μόνο του, μα και σίγουρα με την βοήθεια άλλων λογικών συστημάτων, το σύνολο των «βολικών συμβάσεων» της οικονομικής σκέψης έγινε σύστημα αξιών.
Β. Η προβολή του συστήματος στα φαινόμενα εκτός αγοράς
Πρέπει ωστόσο να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Στο μέτρο που ενισχύονται οι συνδεδεμένες με την ανάπτυξη αλληλεξαρτήσεις, η επεξήγηση των φαινομένων μέσω της αγοράς αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο περιορισμένη και ανεπαρκής.
Α) Τα λεγόμενα συλλογικά αγαθά που δεν υπόκεινται στην ατομική ιδιοποίηση, τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους ταυτόχρονα κι αδιαίρετα σ’ όλους, τα οποία δεν μπορούν να συμβάλλουν ιδιαίτερα στην διαμόρφωση μιας τιμής στην αγορά και τα οποία θέτουν ευθέως υπό αμφισβήτηση την έννοια και το περιεχόμενο της κοινωνικής ωφέλειας όταν αυτή συλλαμβάνεται σαν μια απλή συσσώρευση ατομικών πλεονεκτημάτων καταλαμβάνουν έναν σημαντικό χώρο στα πλαίσια της οικονομικής μηχανής.
β) Η τεχνική πρόοδος της οποίας ο ρυθμός επιταχύνεται, διαταράσσει την αρμονία των λειτουργιών της παραγωγής η οποία, συνδέοντας γραμμικά τις διακυμάνσεις του προϊόντος με κείνες των ποσοτήτων των χρησιμοποιουμένων συντελεστών, εμπεριείχε μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο την αντίληψη ότι ο καθένας παίρνει εκείνο το τμήμα της παραγωγής που του καταλογίζεται.
γ) Οι επιδράσεις που οι δραστηριότητες των παραγόντων της οικονομίας (παραγωγών ή καταναλωτών) ασκούν οι μεν στις δε, πέρα από την ίδια τους την αγορά, επιβάλλουν το να ληφθούν υπ’ όψη ισχυρά εξωτερικά φαινόμενα (εξωτερικότητες) και φέρνουν στο φως την στενότητα του λεγόμενου optimum του Pareto που γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά με βάση ατομικά οφέλη και κόστος.
Στο σημείο αυτό υπάρχουν φαινόμενα που η θεωρία δεν μπορεί πλέον να αγνοεί και για τα οποία θάχε δίκιο κανείς να ελπίζει, ότι η ανάλυση τους θα προκαλούσε βαθιές επαναμφισβητήσεις. Εντούτοις, στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν γίνονται έτσι. Η φροντίδα για την διαφύλαξη της καθαρότητας του θεωρητικού μηχανισμού και τα δογματικά συμπεράσματα που οι συγγραφείς θεωρούν τους εαυτούς τους αρμόδιους να αντλούν, τους απαγορεύει κάθε μορφή αναθεώρησης αυτής της τάξης. Για τους συγγραφείς αυτούς πρόκειται λιγότερο για μια προσπάθεια ερμηνείας και περισσότερο για μια προσπάθεια ανάπτυξης. Προσπαθούν επομένως να αποδείξουν ότι όλα αυτά τα φαινόμενα προκύπτουν από την ανάλυση που συλλαμβάνεται σ’ ένα στενότερο πλαίσιο και δεν παρενοχλεί έτσι την ωραία τάξη της ιδεολογίας που τους εμπνέει.
Δεν θα φέρουμε εδώ σαν παράδειγμα παρά τα δύο προβλήματα που αφορούν πιο άμεσα το θέμα μας: την επεξεργασία των εξωτερικών αποτελεσμάτων και τον προσδιορισμό του οικονομικού optimum.
1. Τα εξωτερικά αποτελέσματα συμβάλλουν στην εμφάνιση κερδών και εξωτερικών επιβαρύνσεων ή φορτίων στην αγορά. Το κόστος και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από κάθε παραγωγή, διαφέρουν έτσι από το κόστος και τα ατομικά πλεονεκτήματα των οποίων η εξίσωση καθορίζει το optimum της παραγωγής αυτής .
Θα «εσωτερικοποιήσουμε» επομένως αυτά τα εξωτερικά αποτελέσματα: στο κόστος λειτουργίας μιας επιχείρησης που μολύνει το περιβάλλον θα προσθέσουμε το σύνολο των δαπανών για την απαλλαγή από τους ρυπαντές που εκπέμπει στην κοινότητα και θα εισάγουμε έτσι την καμπύλη του κοινωνικού κόστους που συνδέεται με την παραγωγή της. H δραστηριότητα ενός παράγοντα επιτρέπει σ’ έναν άλλο να πραγματοποιεί οικονομίες. Αν τις ενσωματώσουμε επομένως στον ισολογισμό του θα αποσαφηνίσουμε τα κοινωνικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η δραστηριότητα του.
Ένα σύστημα φόρων ή επιχορηγήσεων που έχουν επιβληθεί ή επικυρωθεί νομικά, θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις στον καθορισμό της παραγωγής τους στο επίπεδο της εξισορρόπησης κόστους και κέρδους (όχι πια ατομικό αλλά συλλογικό κέρδος). Το optimum που πραγματοποιείται έτσι θα είναι ένα κοινωνικό optimum.
Αν εκ πρώτης όψεως, η επιχειρηματολογία φαίνεται σωστή, ωστόσο στηρίζεται σ’ ένα σύνολο υποθέσεων που καλό θα ήταν να εξετάσουμε το κατά πόσο είναι βάσιμο.
α) Από μια αυστηρά οικονομική άποψη, οι υποθέσεις αυτές επάγονται ότι όλα τα εξωτερικά αποτελέσματα είναι, αν όχι ποσοτικά, τουλάχιστον ποσοτικοποιήσιμα και εκφραστέα σε χρηματικούς όρους πράγμα που παραγκωνίζει την ποιοτική διάσταση, όπως η καθαρότητα των στοιχείων ή η αξία των παραδοχών κάποιων χώρων των οποίων καλά γνωρίζουμε ότι η μέτρηση δεν έχει δώσει αποτελέσματα πέρα από προσεγγίσεις στερημένες πραγματικής υπόστασης...
Προϋποθέτουν ότι όλα τα εξωτερικά αποτελέσματα, θετικά ή αρνητικά γίνονται σαφώς αντιληπτά από εκείνους που τα υφίστανται, ενώ παράλληλα διαχέονται μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Ο Alvin Weinberg για παράδειγμα, μας αποκαλύπτει ότι «τα ραδιενεργά κατάλοιπα μιας πυρηνικής γεννήτριας παρουσιάζουν κάτω από ορισμένες συνθήκες έναν δυνητικό κίνδυνο για τις 200.000 των επομένων χρόνων». Πως θα μπορούσαν οι μελλοντικές γενιές να αποκαλύψουν τις προτιμήσεις τους; Πως θα γνώριζαν οι σημερινές γενιές να μας πουν το αντίτιμο ή το κόστος που θα ήταν διατεθειμένες, να πληρώσουν προκειμένου να μην υποστούν τα εξωτερικά αποτελέσματα ορισμένων δραστηριοτήτων;
β) Στις σχέσεις τους με το περιβάλλον, οι θεωρίες της «εσωτερικοποίησης» παραμελούν το γεγονός ότι η φύση δεν συμπεριφέρεται σύμφωνα με την λογική του οικονομικού μηχανισμού.
Θεωρούν ότι η κοινωνική ευημερία, το επίπεδο της μόλυνσης και ο όγκος της παραγωγής, διαφοροποιούνται οι μεν σε σχέση με τους δε κατά τρόπο συνεχή που γενικά εκφράζεται από γραμμικές συναρτήσεις για τις ανάγκες της μαθηματικής σχηματοποίησης και υποθέτουν εξ αυτού, ότι η συμπεριφορά του μέσου, του περιβάλλοντος, του ζωτικού χώρου ανάγεται σε κείνη των οικονομικών μοντέλων. Ωστόσο δεν είναι έτσι. Η βιόσφαιρα διατηρεί τα δικά της φαινόμενα και παρουσιάζει τις δικές της αντιδράσεις.
α) Φαινόμενα συνέργειας, όταν πολλές πηγές που η κάθε μία εκπέμπει ποσότητες ευσυμβίβαστες προς τους κανόνες ασφάλειας, συνδυάζονται έτσι ώστε να δίδουν ένα εξαιρετική νοσηρό προϊόν. Παράδειγμα ο συνδυασμός υδρογονανθράκων και του οξειδίου του αζώτου, παράγει φωτοχημικούς ατμούς των οποίων τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά από κείνα των δύο αυτών συστατικών λαμβανομένων ξεχωριστά.
β) Οριακά φαινόμενα, όταν η υπέρβαση ενός κρίσιμου σημείου διακυβεύει κατά τρόπο βάρβαρο την άσκηση μιας φυσικής λειτουργίας, αμφισβητεί την επιβίωση ενός οίκο-συστήματος ή ξεπερνά τα όρια ανοχής του οργανισμού.
γ) Φαινόμενα μεγέθυνσης όταν ένα προϊόν που παράγεται σε αναλογίες φαινομενικά ανεκτές στο εξωτερικό ενός οικοσυστήματος, ξαναβρίσκεται σε ποσοστά συγκέντρωσης εξαιρετικά τοξικά στο τέλος της τροφικής αλυσίδα .
δ) Φαινόμενα, τέλος, μη αντιστρεψιμότητας, όταν ο χρόνος κατανάλωσης ενός προϊόντος αποδεικνύεται ανώτερος από τον τρέχοντα χρόνο οικονομικής διαχείρισης, ή όταν μια κατεστραμμένη ισορροπία δεν μπορεί να αποκατασταθεί επειδή οι αρχικές συνθήκες σχηματισμού της έχουν εξαφανισθεί. Ο Ρ. George για παράδειγμα, μας μιλά για «ζωντανούς συνδυασμούς μεταξύ των βιολογικών ειδών που εξασφαλίζουν την αμοιβαία προστασία τους, χωρίς να φτάσουν μέχρι του σημείου της συμβίωσης με την κυριολεκτική σημασία του όρου.. Αρχικά προέρχονται από εξωτερικές συνθήκες που τους είναι σύμφορες, αλλά που σήμερα σιγά-σιγά έχουν χαθεί. Υφίστανται εντούτοις στο μέτρο που η ύπαρξη της φυτικής σχέσης συνοδεύεται από την διατήρηση ενός εσωτερικού μικροπεριβάλλοντος εξαρτημένου από τον ευρύτερο περίγυρο... Αρκεί επομένως ένα μικρό ατύχημα για να καταδικαστεί αμετάκλητα σε καταστροφή ο απαρχαιωμένος πια συνδυασμός».
Αναγκαστική, χωρίς αμφιβολία, η εσωτερικοποίηση των εσωτερικών φαινομένων (που είναι δυνατό να αποκαλυφθούν και να αξιολογηθούν) παραμένει ανεπαρκής. Αφήνει να διαφεύγουν πάρα πολλά μη δυνάμενα να αναχθούν σε χρήμα στοιχεία και παραμένει ξένη προς την πραγματική συμπεριφορά του φυσικού περιβάλλοντος. Παραμελώντας τα γεγονότα αυτά, η θεωρία δεν εξασφαλίζει παρά μόνο την δική της αναπαραγωγή μέσα στο χρόνο. Πλην όμως για πολλούς μήπως δεν είναι ακριβώς εκεί που βρίσκεται η ουσία του ζητήματος;
2. Κατά τον ίδιο τρόπο, σ’ όλες τις περιπτώσεις που θεωρήσαμε, η οικονομική θεωρία, μιλώντας για μια συσσώρευση ατομικών οικονομικών πλεονεκτημάτων ή μειονεκτημάτων, αποσκοπεί στο να οικοδομήσει ένα κοινωνικό optimum που θέλει να εμπνέεται από τον Pareto.
Για τον συγγραφέα αυτόν η κοινωνική ισορροπία (ισορροπία που είναι η μόνη που μπορεί συγκεκριμένα να παρατηρηθεί) δεν περιορίζεται στην οικονομική ισορροπία και δεν πηγάζει από μια συσσώρευση ατομικών προτιμήσεων.
Πράγματι, η κοινωνία αντλεί την συνοχή της από την παρουσία μιας ανώτερης εξουσίας, την κυβέρνηση, που και αυτή επίσης διατηρεί μια δική της αντίληψη για την κοινωνική τάξη. Δεν υπακούει μόνο σε οικονομικά κίνητρα, αλλά καθορίζεται με αφετηρία ευρύτερα κίνητρα, από ιδεολογικές αντιλήψεις, «απ’ όλες τις δυνάμεις που δρουν επ’ αυτής, δηλαδή από την ποιότητα και τις αδυναμίες των ανθρώπων που την αποτελούν, από τις εξωτερικές συνθήκες, από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται». «Η κατάσταση ισορροπίας, λέγει ο συγγραφέας αυτός σ’ άλλο σημείο, είναι μια συνέπεια όλων αυτών των φαινομένων, όλων αυτών των μορφών δράσης και αντίδρασης. Είναι επομένως διαφορετική από μια κατάσταση θεωρητικής ισορροπίας που προήλθε μέσω της θεώρησης ενός ή περισσοτέρων στοιχείων... ενώ θάπρεπε να προέλθει από την θεώρηση όλων των στοιχείων που επιδρούν». Ο περιορισμός του κοινωνικού optimum του Pareto σ’ ένα οικονομικό optimum είναι μια πρώτη προδοσία.
Υπάρχει ωστόσο και μια δεύτερη όχι λιγότερο σημαντική. Ο συγγραφέας δεν περιορίζει τις έρευνες του στην ισορροπία μόνο του καθαρού και τέλειου ανταγωνισμού μεταξύ ίσων (ισορροπία τύπου Ι) με τον οποίο οι συνεχιστές της σκέψης του με αφθονία μας τρέφουν αλλά αναλύει επίσης και μια ισορροπία τύπου II, λαμβάνοντας υπ’ όψη του τις στρατηγικές των παραγόντων που αποβλέπουν στην υπέρ αυτών μετατροπή των συνθηκών της αγοράς, καθώς όμως επίσης και μια ισορροπία τύπου III που αναφέρεται στην κολεκτιβιστική οργάνωση της κοινωνίας. Τα εμπόδια που υψώνονται απέναντι στην πλήρη πραγμάτωση των αντικειμενικών στόχων, δεν περιορίζονται μόνο στον χώρο των «δυσκολιών του προϋπολογισμού» όπως παραδοσιακά τούτο συλλαμβάνεται, αλλά αγκαλιάζουν όλες τις μορφές πίεσης που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή των υποκειμένων: μονοπώλια, δραστηριότητες των ομάδων, παρεμβάσεις της δημόσιας εξουσίας. Ο κυρίαρχος παράγοντας είναι έτσι σε θέση να παραμορφώσει την πορεία του άλλου και να του επιβάλλει την δική του ισορροπία. Οι «κληρονόμοι» όμως ξεγλιστρούν με τρόπο. Χωρίς αμφιβολία η απογύμνωση των αναλύσεων αυτών θα έβαζε φυσιολογικά σε κίνδυνο τις απολογητικές αρετές αυτού του ίδιου του οικοδομήματος τους.
Ο διπλός όμως αυτός ακρωτηριασμός τους εμποδίζει ριζικά να ξεπεράσουν το στάδιο του κλειστού διαλόγου μεταξύ μυημένων. «Όπως βλέπουμε τον σκίουρο να καμαρώνει την ουρά του, έτσι βλέπουμε κι’ αυτούς να φιλονικούν συνεχώς για θέματα όπως η αξία, το κεφάλαιο, ο τόκος του κεφαλαίου κλπ επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά κοινοτυπίες κι αναζητώντας κάποια καινούργια αρχή μέσα από την οποία να απορούν να προτείνουν μια καλύτερη μορφή οικονομίας. Δυστυχώς, δεν είναι παρά ένας μικρός αριθμός απ’ αυτούς για τον οποίο θα ήταν δυνατό να υποστηρίξουμε ότι βρίσκεται σε κάποια σχετική συμφωνία με τα γεγονότα. Για τους περισσότερους υπάρχει μια πρόθεση που όμως δεν είναι σύμφωνη παρά μόνο με τα συναισθήματα τους. Ακόμα και στην πρώτη υπόθεση η αναζήτηση αυτή είναι μάταια, τουλάχιστον για την ώρα. Όσο η επιστήμη δεν προχωρά, τόσο ενδιαφέρει λιγότερο να ασχολούμαστε με τις οικονομικές αρχές, απ’ ότι με την εμπλοκή των οικονομικών αποτελεσμάτων μ’ εκείνα των άλλων κοινωνικών επιστημών. Πρέπει ν’ ανατρέξουμε σ’ άλλες επιστήμες, ν’ ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το συγκεκριμένο φαινόμενο κι όχι περιστασιακά επ’ ευκαιρία ενός οικονομικού προβλήματος».
Η διαβεβαίωση και η συμβουλή αυτή προέρχονται από τον Δάσκαλο Pareto του οποίου οι μαθητές διεκδικούν την πνευματική κληρονομιά.
Πρόκειται λοιπόν εδώ για μια διπλά παραμορφωμένη εκδοχή του optimum του Pareto που μια οικονομική επιστήμη, περιορισμένη στο αντικείμενο της κι ανατρεπόμενη στα συμπεράσματα της την προτείνει σαν κανόνα στην κοινωνία.
Η εξέλιξη αυτή της καθαρής θεωρίας δεν θα έβλαπτε κανένα εφ’ όσον, σαν απλή άσκηση των οικονομικών επιστημόνων, δεν κατέληγε σε μοντέλα ανάπτυξης από τα οποία εμπνέεται ο σχεδιασμός. Άρα, τα μοντέλα αυτά, τονίζουν τρία ακόμη από τα χαρακτηριστικά τα οποία είχαμε αποκαλύψει στα πλαίσια της θεωρίας: την αυτοδικαίωση, την αναδίπλωση σ’ ένα περιορισμένο αριθμό μεταβλητών και την προβολή του συμβατικού πάνω στο πραγματικό.
1. Η αυτοδικαίωση. Η βιομηχανική κοινωνία ζει βασισμένη πάνω στον Σαινσιμονικό (Saint Simon) μύθο ότι η ανάπτυξη μειώνει τους ανταγωνισμούς και εξασφαλίζει την ευτυχία. Η βιομηχανική αύξηση πιστεύεται ότι συνεπάγεται την οικονομική ανάπτυξη, προϋπόθεση της κοινωνικής ανάπτυξης, κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ευδαιμονίας, η οποία προϋποθέτει κατά συνέπεια την βιομηχανική αύξηση κλπ. Η αύξηση, έχοντας τεθεί σαν σκοπός, επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα. Η λογική της ανάπτυξης περιορίζεται σε μια λογική της αύξησης που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και που βρίσκει, όπως ακριβώς και η γενική θεωρία, την δικαίωση της στην ίδια της τη συνεκτικότητα.
Τότε όμως, ο υποβιβασμός της θεωρίας γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρος. Ανάμεσα στις μεταβλητές της αγοράς ορισμένες μόνο θεωρούνται σαν στρατηγικές και καθοριστικές, ενώ άλλες, υποτίθεται ότι προσαρμόζονται παθητικά στις επιταγές του optimum. Κατά τρόπο περίεργο, οι στρατηγικές μεταβλητές είναι εκείνες που εξαρτώνται από το χρήμα και το κεφάλαιο (η αποταμίευση, η επένδυση, το επιτόκιο...) ενώ οι μεταβλητές που εξαρτώνται από τους ανθρώπινους πόρους (απασχόληση, μισθός...) υποβιβάζονται σ’ ένα ρόλο προσαρμογής.
Η ιδιωτική επένδυση διέπεται από το κριτήριο της παρούσας αξίας που εξασφαλίζει μεν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου αλλ’ όχι και του κοινωνικού optimum, ή της αναπαραγωγής της βιόσφαιρας.
Η δημόσια επένδυση στηρίζεται πλέον σ’ ένα πολύτιμο εργαλείο την ανάλυση κόστους- απόδοσης του οποίου ο στόχος είναι να επιτρέψει μια δίκαιη κατανομή των δημοσίων δαπανών λαμβανομένου υπ’ όψη του συνόλου των επιπτώσεων στην ιδιωτική οικονομία και στο περιβάλλον. Εντούτοις αν στο επίπεδο των αρχών, η τεχνική φαινόταν να διαφοροποιείται αρκετά καθαρά από την νεοκλασική θεωρία, η αναγκαιότητα παροχής κριτηρίων επιλογής τόσο απλών όσο και ικανών σ’ εκείνον που παίρνει πολιτικές αποφάσεις, οδηγεί στην επανανακάλυψη των θεμελίων της θεωρίας αυτής σ’ όλα σχεδόν τα ουσιώδη σημεία:
α) Τον περιορισμό του ποιοτικού στο ποσοτικό: νομισματική έκφραση της αξίας των πρασίνων εκτάσεων, του κόστους των παρενοχλήσεων από τους θορύβους (ηχορύπανση) της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κ.λ.π.
β) Την σύγκριση μεταξύ ευεργετημάτων που δεν είναι της ίδιας φύσης: πλεονεκτήματα που αντλούνται από μια επιπρόσθετη δαπάνη, πραγματοποιούμενη στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης ή των μεταφορών.
γ) Την προσφυγή σε τελική ανάλυση, στα μέσα μέτρησης της αξίας της αγοράς για τον καθορισμό του κόστους και των μη εμπορευματικών πλεονεκτημάτων: άμεση αξιολόγηση με αναφορά στην τιμή ενός υποκατάστατου συμπληρωματικού ή βοηθητικού αγαθού που υπάρχει στην αγορά. Έμμεση αξιολόγηση, όταν ένας συλλογικός θεσμός (ένα δικαστήριο για παράδειγμα) εκτιμά μια σωματική ή υλική βλάβη κι αυτό αναφορικά με τα εισοδήματα που έχουν χαθεί, με τις αποζημιώσεις που έχουν παράσχει οι ασφαλιστικές εταιρείες για παρόμοιες περιπτώσεις, με την αξία ενός κεφαλαίου κλπ.
Η κυριαρχία αυτής της υλικής μεταβλητής επί του ανθρώπινου παράγοντα έχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Δικαιώνει την υποταγή της ανθρώπινης τάξης σ’ αυτή των πραγμάτων: «Το να δίνουμε στην αγορά, όπως αυτή παρουσιάζεται, την μορφή ενός λογικού μηχανισμού, είναι σαν να δικαιώνουμε έμμεσα και συνολικά όλους εκείνους που χρησιμοποιούν τις λειτουργίες της σε συνθήκες κραυγαλέας ανισότητας ασκώντας προς αποκλειστικό όφελος τους τις οικονομικές και κοινωνικές εξουσίες» (F. Perroux). Οι παράγοντες που ελέγχουν τις θεμελιώδεις μεταβλητές αυτό-δικαιώνονται ταυτόχρονα εξ αιτίας του ρόλου που υποτίθεται ότι έχουν αναλάβει για λογαριασμό του συνόλου.
Γ. Η προβολή του συμβατικού στο πραγματικό.
Η επιμελώς διατηρούμενη σύγχυση μεταξύ των αρετών του μοντέλου και των ιδιαιτεροτήτων της πραγματικότητας αποκαλύπτεται στα πλαίσια της προσπάθειας που γίνεται για εξομοίωση των θεωρητικών μεταβλητών με τα στοιχεία της συγκεκριμένης οικονομικής ζωής. Το κέρδος για παράδειγμα, ορίζεται θεωρητικά σαν εισόδημα συντελεστού παραγωγής και όχι σαν απλό υπόλοιπο το οποίο δικαιώνεται από τον ενεργό ρόλο (κυρίως την καινοτομία) που ασκεί αυτός προς το συμφέρον του συνόλου. Εκτιμώμενο μ’ αυτό τον τρόπο η σημασία του συνδέεται με την αποτελεσματική δράση των επιχειρηματιών που αποσκοπεί στην βελτίωση των παραγωγικών συνδυασμών και στη μείωση των εξόδων τους. Μετρά κι επιβραβεύει την υπηρεσία που ο επιχειρηματίας παρέχει στην κοινότητα.
Κανείς όμως δεν εξαπατάται: αν, μέσα στον πραγματικό κόσμο, ένα μέρος των κερδών της επιχείρησης ερμηνεύεται έτσι ικανοποιητικά, υπάρχει κι ένα άλλο μέρος, το σημαντικότερο αναμφίβολα, που προκύπτει από τις ενέργειες των πιεστικών ομάδων στα πλαίσια μιας προσπάθειας διαφοροποίησης των κανόνων του παιχνιδιού, εξασφάλισης μονοπωλιακών προσόδων και απόκτησης σε τελική ανάλυση, κάθε λογής προστασίας μέσω της πολιτικής.
Οι ενέργειες αυτές ασκούνται στα πλαίσια μιας ύψωσης των τιμών, δυσάρεστης την φορά αυτή στην κοινότητα. «Αναφορικά με την Γαλλία, γράφει ο R. Barre, μπορέσαμε να μιλήσουμε για μια οικονομία προσόδων, για να δείξουμε ακριβώς ότι τα περιθώρια των κερδών πολλών επιχειρήσεων δεν είχαν σχέση με το κέρδος που γεννιέται από την δράση της επιχείρησης μέσα σε μια προοδευτική οικονομία».
Εν τούτοις η στατιστική δεν δίνει - δεν μπορεί να δώσει - τη διαφορά. Εκείνο που τροφοδοτεί τα μοντέλα είναι το εισόδημα που συλλαμβάνεται από τον στατιστικό (σύγχυση του κέρδους, με την αυστηρή έννοια του όρου και της προσόδου). Το θεωρητικό στοιχείο δικαιώνει, δικαιολογεί, αποδεικνύει επομένως το πραγματικό και ο ορισμός των στρατηγικών μεταβλητών παίρνει αξία πολιτικής πρότασης.
Βγαίνουμε, αναμφισβήτητα από το αθώο πεδίο της αφηρημένης σκέψης. Με την θεωρία να προσανατολίζει την δράση, δεν είναι κάτι το εκπληκτικό το ότι η αποσύνδεση και η αντίθεση των μορφών λογικής που προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε την σημασία τους, εμπεριέχουν - στα πλαίσια του πραγματικού - σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των κατευθύνσεων που προέρχονται από το υποσύστημα μέσα στο οποίο η οικονομική απόφαση βρίσκει τα θεμέλια της και από την βιόσφαιρα, το ευρύτερο σύστημα στο οποίο καταλήγει.