Επιδοτήσεις για τις ντόπιες ποικιλίες. Φάρσα ή επαιτεία;

Μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της εφαρμογής του Γεωργοπεριβαλλοντικού Μέτρου 3.8 «Διατήρηση Εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από Γενετική Διάβρωση» (επιδότηση παραγωγών που καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες) από το Υπουργείο, χάθηκαν πλέον και οι τελευταίες ελπίδες που είχαμε να γίνει κάτι επιτέλους σοβαρό για τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών στη χώρα μας.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μεμονωμένων υπαλλήλων αλλά και ερευνητών που μπορούν να επηρεάσουν κυβερνητικές αποφάσεις, και αυτό το – κατά τα άλλα χρήσιμο – μέτρο πνίγηκε στις ψηφοθηρικές και ιδιοτελείς διαθέσεις πολιτικών και οικονομικών κύκλων (εταιρείες) και προστέθηκε στον κατάλογο μιας σειράς στείρων, άπνοων αλλά και επιζήμιων για την βιοποικιλότητα της χώρας ενεργειών, εκ μέρους της πολιτείας, εδώ και δεκαετίες.

Μετά τη θεαματική άνοδο του κινήματος για την βιοποικιλότητα και την οικολογική γεωργία στην Ελλάδα έγινε επιτακτική η ανάγκη να αλλάξει το καθεστώς προστασίας των φυτογενετικών πόρων της χώρας.

Όμως, οι απλές υποσχέσεις για δήθεν θεαματική μεταστροφή στα ζητήματα διατήρησης της βιοποικιλότητας, τα πρόσφατα εγκαίνια της μακέτας σε χωράφι της Τράπεζας Γενετικού Υλικού, η επιβολή αίτησης για παρέκκλιση των βιοκαλλιεργητών που διατηρούν δικό τους (και ντόπιο) σπόρο ως μη βιολογικό, η επιζήμια συγκατάθεση να μην γίνονται δεκτοί πληθυσμοί και μη επώνυμες ποικιλίες στον επικείμενο «Εθνικό Κατάλογο Διατηρητέων Ποικιλιών» προς παραγωγή και εμπορία, και τώρα η εφαρμογή του Μέτρου 3.8, καταδεικνύουν ότι η Πολιτεία δεν έχει, ούτε είχε ποτέ στρατηγική και πολύ περισσότερο βούληση να προστατέψει τον εθνικό γεωργικό γενετικό πλούτο από τη διάβρωση.

Συγκεκριμένα σε ότι αφορά το μέτρο 3.8. (του οποίου οι στόχοι είναι η διατήρηση της γεωργικής βιοποικιλότητας, η αειφορική διαχείριση των φυτογενετικών πόρων και η προώθηση της καλλιέργειας τοπικών ποικιλιών):

1. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 170 περίπου ποικιλίες από 48 είδη γεωργικών φυτών. Κανείς δεν ξέρει πότε και πως συντάχθηκε (ή άλλαξε στην πορεία) ο κατάλογος αυτός και με ποια κριτήρια (γιατί π.χ. συμπεριλήφθηκε μόνο μια ποικιλία ελιάς και μόνο ένα κριθάρι ή η τάδε και όχι η δείνα ποικιλία ενός είδους). Σημειωτέον ότι ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να ανανεωθεί για κάποια έτη από σήμερα.

2. Το σύνολο των εκτάσεων που επιδοτούνται είναι περίπου 3.000 εκτάρια (30.000 στρ) και αφορούν, τα μισά από αυτά, σε είδη και ποικιλίες που συμπεριλαμβάνονται στους εθνικούς καταλόγους (επιτρέπεται ήδη η εμπορία τους) και τα μισά που είναι εκτός καταλόγων.

3. Από τα 3000 εκτάρια τα 750 αφορούν μόνο μια (!) ποικιλία ελιάς εντός καταλόγου (μυγδαλολιά Ν. Αττικής-Ν. Φωκίδας), τα 300 εκτάρια ένα πεπόνι (χρυσή κεφαλή ‘Έβρου) και τα 200 εκτάρια μια ποικιλία κρεμμυδιού (νεροκρόμμυδο Ζακύνθου). Όλα τα υπόλοιπα είδη και ποικιλίες του καταλόγου αναλογούν σε ότι περισσεύει.(!)

4. Το Έγγραφο Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) του 2004 έκανε λόγο πχ. για την επιδότηση γεωργών που καλλιεργούν ντόπια σιτάρια σε όλη την Ελλάδα και δεν είχε αναφορά σε περιορισμούς σε στρέμματα. Τώρα μαθαίνουμε ότι σε όλη τη Μακεδονία επιδοτείται μόνο ο Καπλουτζάς και κανένα άλλο σιτάρι και μάλιστα μόνο για 2 εκτάρια(!).

5. Τα μέτρο μιλά για επιδότηση έως και 90 ευρώ/στρ για καλλιέργεια και αναπαραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού χωρίς να καθορίζει την έννοια της αναπαραγωγής (με ποιο καθεστώς και για ποιανού λογαριασμό).

6. Το πλαφόν των 60 ευρώ/στρ για τις ετήσιες και 90 ευρώ/στρ για τις πολυετείς καλλιέργειες για το σύνολο των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων (πχ. και για τη βιολογική γεωργία) ανά δικαιούχο αναιρεί το οικονομικό κίνητρο ιδίως για τους βιοκαλλιεργητές που συνήθως διατηρούν και ντόπιες ποικιλίες.

7. Η εφαρμογή του μέτρου θα γίνεται σε συνεργασία με τις Νομαρχίες, μετά από αρκετή γραφειοκρατική διαδικασία όπως δε και ο έλεγχος εφαρμογής του. Αν δεχτούμε ως επαρκή την ικανότητα π.χ διοικητικού ελέγχου της διαδικασίας από τους υπαλλήλους των Νομαρχιών, ποιος εγγυάται κατά τον επιτόπιο έλεγχο ότι είναι σε θέση να αναγνωρίσει ποικιλίες και μάλιστα τοπικές (ή να διακρίνει διαφορετικούς πληθυσμούς με την ίδια ονομασία που επικράτησαν στην τοπική παράδοση) και να δεχτεί ή να απορρίψει κάποια αίτηση. Ακόμη και με τη δειγματοληψία και την αποστολή δειγμάτων σε αρμόδια ερευνητικά κέντρα ο έλεγχος είναι επίπονος, μακροχρόνιος και οικονομικά ασύμφορος αφού πάρα πολλές από τις τοπικές ποικιλίες δεν έχουν επαρκώς χαρακτηριστεί και ταυτοποιηθεί (λόγω της μέχρι σήμερα αδιαφορίας της πολιτείας να χρηματοδοτήσει και να υποστηρίξει τέτοιες δράσεις).

8. Στην περίπτωση που βρεθεί ότι η καλλιεργούμενη ποικιλία δεν είναι αυτή που είχε δηλωθεί και δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο επιλέξιμων ποικιλιών, ο γεωργός υποχρεώνεται το επόμενο έτος να την αντικαταστήσει(!) με αυτή που δήλωσε αλλιώς αποβάλλεται από το μέτρο και επιστρέφει τυχόν καταβληθείσες ενισχύσεις. Δηλαδή και αν ακόμη κάποιος έχει μια τοπική ποικιλία, ενθαρρύνεται να την εγκαταλείψει(!) για χάρη κάποιας άλλης που επιδοτείται μόνο και μόνο επειδή αυτή δεν έτυχε της προσοχής του συντάξαντος τον αρχικό κατάλογο!!

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι παρά τη γύμνια και το σχεδόν απόλυτο μηδέν σε ότι αφορά την προστασία του εθνικού γενετικού πλούτου, η πολιτεία σπεύδει να εφαρμόσει, ώστε να μην χαθεί παντελώς η ευκαιρία (και καλώς κάνει), ένα μέτρο που θα ενισχύσει γεωργούς που κρατούν τοπικές ποικιλίες.

Αυτή η έλλειψη όμως της μέχρι σήμερα έμπρακτης υποχρέωσής της να προστατέψει τον εθνικό πλούτο (όπως άλλες χώρες εγκαίρως προέβλεψαν) και η αποσπασματική εφαρμογή του μέτρου, κρίνονται τουλάχιστον επικίνδυνες για το μέλλον των ντόπιων ποικιλιών στη χώρα μας.

Οι παλιές ποικιλίες- όσες ελάχιστες υπάρχουν στα χέρια γεωργών - συνεχίζουν να χάνονται καθημερινά οι δε κατεψυγμένες στα ψυγεία του ΕΘΙΑΓΕ έχουν σταματήσει να εξελίσσονται και παραμένουν αναξιοποίητες λόγω έλλειψης, παγώματος ή περικοπών των απαραίτητων κονδυλίων.

Αυτοί που πραγματικά διατηρούν παλιές ποικιλίες δεν απολαμβάνουν της ενίσχυσης, αποθαρρύνονται εκείνοι που επιθυμούν να τις καλλιεργήσουν και τελικώς ένα ακόμη μέτρο γίνεται αφορμή να πριμοδοτούνται συγκεκριμένοι γεωργοί (και μέσω αυτών εταιρείες σπόρων και φυτώρια) σε συγκεκριμένες περιοχές. Ακόμη και ο απλός θόρυβος για τις παλιές ποικιλίες που ίσως θεωρηθεί από κάποιους θετικός ότι γεννάται με την εφαρμογή του μέτρου είναι μάλλον αρνητικός αφού δημιουργεί παρεξηγήσεις και σχέση αλλοτρίωσης μεταξύ γεωργού και γενετικού υλικού (η επιδότηση για την βιολογική γεωργία το έχει ήδη αποδείξει παρά τα θετικά της στοιχεία).

Η πολιτεία έχει πρώτα χρέος της να διατηρήσει και να σώσει τον εθνικό γενετικό πλούτο από την διάβρωση με ένα Εθνικό Πρόγραμμα για τους Φυτογενετικούς πόρους και να ενθαρρύνει την ενεργή συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων, των γεωργών, που είναι και ο πιο σημαντικός κρίκος στον αγώνα για την προστασία των πόρων αυτών.

Πρέπει επίσης να στηρίξει δράσεις που προάγουν την βιοποικιλότητα (χρήση ιδιοπαραγόμενου σπόρου, ανταλλαγές, δίκτυα γεωργών και οικολογικής γεωργίας, τοπικές δράσεις) και όχι να θέτει εμπόδια και νομοθετικούς φραγμούς στους γεωργούς που εξυπηρετούν κυρίως τις πολυεθνικές και το ιδιωτικό συμφέρον. Χρέος, τέλος, είναι να συνεχίζει και να αναβαθμίζει τον αγώνα ενάντια στα μεταλλαγμένα που απειλούν και τη βιοποικιλότητα της χώρας μας.

Ελπίζουμε πως ίσως ακουστεί η φωνή μας και προλάβουμε τα χειρότερα.

2 Αυγούστου 2006

Κώστας Κουτής

ΠΗΓΗ: ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ, ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
www.aegilops.gr