Ιστορική αναδρομή
Παρουσιάζοντας ορισμένα κομβικά σημεία στην ιστορία της ανθρωπότητας προσπαθούμε να αντιληφθούμε πως σχηματίστηκε το σημερινό αγροδιατροφικό σύστημα. Ένα σύστημα που διαχρονικά αποτελεί ένα μουσείο με πολλά εκθέματα, αφού κάθε πολιτισμός ακολούθησε τη δική του διαδρομή κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του (99%) από την εμφάνιση του στη γη, ο άνθρωπος εφοδιαζόταν την απαραίτητη για την επιβίωσή του τροφή συλλέγοντας τυχαία φυτά, φρούτα, ρίζες, μικρά θηράματα και αποφάγια άλλων σαρκοβόρων.
Μέχρι το 10.000 π.Χ. είχε πλέον μάθει να κυνηγάει χρησιμοποιώντας παγίδες, δίχτυα, αγκίστρια, τόξα και βέλη, είχε μάθει να αποθηκεύει φρούτα και να αποξηραίνει ψάρια για μελλοντική κατανάλωση, ενώ λίγο αργότερα δημιουργούσε τα πρώτα κοπάδια από κατοικίδια ζώα (πρόβατα, κατσίκες, βοοειδή, λάμα). Αναγνώριζε ακόμα διάφορες μορφές φυτικής ανάπτυξης και ρύθμιζε τις περιπλανήσεις του ώστε να συμπίπτουν με την εποχιακή ωρίμανση των καρπών ακολουθώντας παράλληλα κοπάδια άγριων ζώων. Ο άνθρωπος εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη επειδή είναι παμφάγος, ενώ ανάλογα με τα είδη διατροφής που υπήρχαν διαθέσιμα σε κάθε κοινότητα ανθρώπων διαμορφώθηκε η ιδιαίτερη διατροφική τους κουλτούρα.
Η «γεωργική - αγροτική επανάσταση», η μετάβαση δηλαδή του ανθρώπου από συλλέκτη σε παραγωγό τροφίμων που χρονολογείται μεταξύ 8ης και 9ης χιλιετίας π.Χ.. Για πρώτη φορά ήταν δυνατή η μόνιμη εγκατάσταση του άνθρωπου, αφήνοντας πίσω το νομαδικό του παρελθόν δημιουργώντας σταδιακά οικισμούς - πόλεις και επιτρέποντας την ενασχόληση μέρους του πληθυσμού με άλλες δραστηριότητες, όπως την κατασκευή εργαλείων και αγγείων για αποθήκευση.
Στο στάδιο αυτό της ιστορίας αρχίζει μέσω της επέκτασης του πεδίου καλλιέργειάς τους από τον άνθρωπο, η σταδιακή μετάλλαξη των αρχικών προγόνων των διάφορων καλλιεργούμενων φυτών και η προσαρμογή τους στα νέα τους περιβάλλοντα, συντελώντας έτσι στην αύξηση της βιοποικιλότητας με τη δημιουργία των ντόπιων ποικιλιών.
Μέχρι το 18-19ο αιώνα, βασικός ρόλος της γεωργίας παραμένει η παραγωγή κυρίως για την αυτοκατανάλωση, η αυτάρκεια της οικογένειας, του χωριού, της επαρχίας, ενώ εξακολουθεί να στηρίζεται στην πολυκαλλιέργεια και την παρατήρηση της φύσης. Οι οικογένειες συνήθως ανταλλάσσουν τα προϊόντα μεταξύ τους χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος ή τα πουλάνε στην κοντινή αγορά. Η αγροτική κοινότητα, χωρίς να είναι πλούσια σε γενικές γραμμές, απολάμβανε σταθερά εισοδήματα και ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς, με το κόστος παραγωγής να είναι σχετικά χαμηλό με ελάχιστες εισροές από το εξωτερικό περιβάλλον, αφού τα ζώα παρείχαν το απαραίτητο λίπασμα και οι σπόροι κρατούνταν από την προηγούμενη σοδειά, ύστερα από την προσεκτική διαλογή τους από τα καλύτερα φυτά.
Το 1750 ξεκινάει από την Αγγλία η βιομηχανική επανάσταση και το 1810, σε μια εποχή που ακόμα η γεωργία ασκούνταν ως τέχνη, ο A. von Thaer δηλώνοντας ότι η γεωργία είναι εμπόριο, σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία κέρδους μέσω της φυτικής και ζωικής παραγωγής, σηματοδοτεί την αρχή μίας νέας περιόδου, όπου η φύση αποτελεί μία μηχανή για κέρδη και η γεωργία ένα κλάδο της βιομηχανίας.
Βαθμιαία οι γεωργοί προωθούν τα προϊόντα τους όλο και περισσότερο για την αγορά. Το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία ήταν ακόμα πολύ μεγάλο, ενώ μεγάλες εκτάσεις έμεναν ακαλλιέργητες επειδή δεν επαρκούσαν τα εργατικά χέρια.
Με την εδραίωση της αποικιοκρατίας πολλά πράγματα αλλάζουν: η γη δεν ανήκει πια στους δουλευτές της, αναπτύσσεται το διεθνές εμπόριο, εμφανίζονται εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες και ξεκινά η διάρρηξη των κοινοτικών θεσμών και των οικονομιών της επιβίωσης ή αυτάρκειας.
Η διάδοση των πρώτων μηχανικών θεριστών, η ανάπτυξη των μεταφορών, η διάδοση των ψυγείων καθώς και μία εντονότερη οικολογική επιβάρυνση είναι πλέον γεγονός ύστερα και από τη χρησιμοποίηση των τεχνητών λιπασμάτων και των χημικών φάρμακων για την καταπολέμηση ασθενειών των φυτών στα τέλη του 19ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου η έρευνα για την εξεύρεση νευροτοξικών χημικών όπλων είχε ως συνέπεια την ανακάλυψη μίας καινούριας ομάδας εντομοκτόνων, τα οργανοφωσφορικά (η συμμαχία μεταξύ βιομηχανίας φαρμάκων και στρατού θα φανεί και αργότερα την περίοδο 1962-70 κατά τη διάρκεια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ που συνοδεύτηκε από εκτεταμένη χρήση τοξικών αποφυλλωτικών με βάση τη διοξίνη και χημικών αερίων).
Από τη δεκαετία του 1950, η αναπτυσσόμενη χημική βιομηχανία προώθησε με υποσχέσεις για την καταπολέμηση της φτώχειας το μετασχηματισμό της γεωργικής παραγωγής προς ένα σύστημα βασισμένο στην αυξημένη ποσότητα εισροών (λιπάσματα, γεωργικά μηχανήματα, υβρίδια) και την επέκταση των μονοκαλλιεργειών. Η διαδικασία αυτή, που ονομάστηκε «πράσινη επανάσταση», εγκαινίασε την απόπειρα των επιχειρήσεων για ρύθμιση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων επεκτείνοντας τον έλεγχο τους στα διάφορα διατροφικά συστήματα του πλανήτη. Οι αγρότες μεταλλάσσονται, μαζικά πλέον, σε εργάτες γης ή επιχειρηματίες.
Με την συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών στις αναπτυσσόμενες κυρίως χώρες να μην έχουν πρόσβαση και χρήματα για την αγορά των εισροών, οι μοναδικοί που επωφελήθηκαν ήταν εκτός από τις γιγάντιες αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις μία μικρή προνομιούχα μειοψηφία, οι μεγάλοι κυρίως και μερικοί μεσαίοι γαιοκτήμονες, που σε συνεργασία με την κρατική διοίκηση εισήγαγαν το μοντέλο της μηχανοποίησης της παραγωγής, μειώνοντας παράλληλα την απασχόληση και σπρώχνοντας τεράστιους πληθυσμούς στις φτωχογειτονιές των πόλεων, οξύνοντας έτσι τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.
Η ανά στρέμμα παραγωγή αυξάνεται, η γεωργία εντατικοποιείται και οι μονοκαλλιέργειες επικρατούν, αν και πολλοί πληθυσμοί εξακολουθούν να στηρίζονται στη γεωργία της «επιβίωσης», ιδιαίτερα στο λεγόμενο τρίτο κόσμο, ενώ μικρές απομονωμένες κοινότητες συνεχίζουν να ζουν σαν τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί.
Στη μεταπολεμική περίοδο παρατηρείται πλέον μία έντονη μείωση του αριθμού των απασχολούμενων στη γεωργία, ενώ οι αγρότες αρχίζουν να εξωτερικεύουν δραστηριότητες που μέχρι τότε έκαναν μόνοι τους, από την παραγωγή των λιπασμάτων έως τη συσκευασία των αγαθών που παρήγαγαν μειώνοντας την αυτονομία τους, προσδοκώντας παράλληλα ένα ικανοποιητικό εισόδημα, το οποίο πολλές φορές ήταν αρχικά εφικτό.
Το 1962, η Rachel Carson δημοσίευσε το έργο της «Silent Spring». Η δουλειά της Carson, που δημοσιοποιήθηκε ευρέως και μέσω των Times της Νέας Υόρκης, σόκαρε εκατομμύρια αναγνωστών ενημερώνοντας για τις καταστροφικές επιδράσεις του DDT και άλλων εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων, τα οποία ονόμαζε «ελιξίρια του θανάτου».
Η στροφή προς τις μονοκαλλιέργειες ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις αναπτυσσόμενες χώρες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990 κυρίως επειδή η οικονομική «βοήθεια» των μεγάλων διεθνών οργανισμών και τα προγράμματα δομικής προσαρμογής (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα) επέβαλαν μεταξύ άλλων την αυξημένη παραγωγή για εξαγωγές, αλλά και επειδή αυξήθηκαν οι ανάγκες των νοικοκυριών σε χρήμα (παιδεία, υγεία). Οι αλλαγές αυτές αύξησαν την ευπάθεια των μικρών αγροτών ή τους έδιωξαν από τη γη τους μιας και η παραγωγή για εξαγωγές τείνει να απαιτεί περισσότερο κεφάλαιο και λιγότερη εργασία.
Η επεξεργασία και η συσκευασία αρχίζουν σταδιακά να προσθέτουν στο αγροτικό προϊόν μεγαλύτερη αξία από αυτή που απολάμβανε ο παραγωγός ως τιμή πώλησης, με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες τροφίμων που ασχολούνται με τη μεταποίηση να αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στη διατροφική αλυσίδα. Σύντομα αντί οι παραγωγοί να αναθέτουν την επεξεργασία των προϊόντων τους στη βιομηχανία, οι μονάδες μεταποίησης αναθέτουν την καλλιέργεια της πρώτης ύλης για τα εργοστάσια τους στους αγρότες.
Αργότερα θα αρχίσει η έντονη ανάπτυξη του λιανεμπορίου με τεράστιες επιπτώσεις στην αγροδιατροφική αλυσίδα, ενώ λόγο της μαζικής, βιομηχανικής, εμπορευματικής παραγωγής αρχίζουν να εμφανίζονται μία σειρά από διατροφικές κρίσεις.
Σήμερα, και ενώ η επιβολή του εταιρικού τρόπου παραγωγής υφίσταται σε διαφορετικό βαθμό ανά τον κόσμο - από τους πλήρως ενταγμένους στην παγκόσμια αγορά αγρότες του «πρώτου» μέχρι τις αυτόνομες αγροτικές κοινότητες του «τρίτου» κόσμου- έρχεται η βιοτεχνολογία ως τεχνολογική αιχμή του καπιταλισμού, να επεκτείνει και να ολοκληρώσει, ανάμεσα σε άλλα, τον έλεγχο των υπερεθνικών αγροχημικών εταιρειών στην τροφική αλυσίδα, από το σπόρο μέχρι το τυποποιημένο προϊόν και την επιβολή της καπιταλιστικής σχέσης στις ανθρώπινες κοινωνίες, από τα δάση του Αμαζονίου μέχρι τις μητροπόλεις της δύσης.
Σ΄ ότι αφορά στην αγροτική παραγωγή πρώτο μέλημα των εταιρειών είναι ο έλεγχος του πολλαπλασιαστικού υλικού. Περίπου 1,5 δις άνθρωποι στον πλανήτη εξαρτώνται άμεσα από τη συλλογή σπόρων στα χωράφια τους τη μια χρονιά ώστε να μπορούν να ξανασπείρουν την επόμενη. Σ΄ αυτήν την πολύχρονη παράδοση και συγχρόνως αναγκαία συνθήκη επιβίωσης οι εταιρείες βιοτεχνολογίας απαντούν με την ανάπτυξη ενός συστήματος τεχνολογιών περιορισμού γενετικής χρήσης, γνωστότερου με τα πολύ πιο ταιριαστά ονόματα τεχνολογία εξολόθρευσης (Terminator Technology ) και τεχνολογία προδοσίας (Traitor Technology).
Οργανώνοντας το πλαίσιο επιβολής και επικράτησης της βιοτεχνολογίας οι αγροχημικές πολυεθνικές εταιρείες έχουν στόχο να δημιουργήσουν ένα Παγκόσμιο Σύστημα Πατέντας. Μέσα από τον ΠΟΕ και άλλους υφιστάμενους του, πιο ευέλικτους σχηματισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) προωθούν πλήθος συνθηκών και νομικών συμφωνιών, με σημαντικότερη την TRIPS (Συμφωνία για Ζητήματα Εμπορίου σχετικά με τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας) και την SPLT (Substantive Patent Law Treaty – Βασική Νομική Συνθήκη για τις Πατέντες). H TRIPS έχει τεθεί σε ισχύ από το 2000 και αφορά και στα 150 μέλη του ΠΟΕ. Υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τις νομοθεσίες τους ώστε να επιτρέπεται το πατεντάρισμα γονιδίων φυτών, ζώων, βακτηρίων και ιών. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες αποκτούν το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του συγκεκριμένου γονιδίου, αλλά και της εμπορίας οποιουδήποτε προϊόντος προέρχεται ή περιέχει το γονίδιο αυτό, με ορίζοντα 20-30 ετών. Η SPLT προσπαθεί κυρίως να εναρμονίσει τις νομοθεσίες μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Ιαπωνίας, αλλά και να ξεκαθαρίσει το τι μπορεί και τι όχι να πατενταριστεί. Με την συνθήκη αυτή αίρονται ακόμη περισσότερο οι περιορισμοί για τις πατέντες, οι δυνατότητες αποστασιοποίησης για τις αναπτυσσόμενες χώρες μηδενίζονται και ο τρόπος λήψης των αποφάσεων γίνεται ακόμα πιο συγκεντρωτικός. Αυτό που ουσιαστικά επιζητά η βιομηχανία είναι η πνευματική ιδιοκτησία του βασικού δομικού υλικού: του γονιδίου. Οποίος θα κατέχει τα γονίδια θα κατέχει την τεχνολογία και όλες τις χρήσεις της. Επικυρώνεται έτσι, το αθόρυβο πέρασμα του παγκόσμιο γενετικού υλικού από τη φυσική του δεξαμενή στο εμπορικό τραπέζι των εταιρειών και των κυβερνήσεων.
Έχοντας ξεκινήσει από τη δεκαετία του 50 με διάφορα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας, οι ΗΠΑ έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο της επιβολής των τροποποιημένων προϊόντων μέσω εξωτερικών προγραμμάτων επισιτιστικής βοήθειας. Εδώ και χρόνια τεράστιες ποσότητες μεταλλαγμένης σόγιας, καλαμποκιού, σιταριού και ποιος ξέρει τι άλλου, έχουν δοθεί ως βοήθεια σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής , της Ασίας ακόμη και σε Βαλκανικές.
Είναι φανερό πως η εργαλειοθήκη των εταιρειών της βιοτεχνολογίας είναι και γεμάτη και ποικίλη. Νέες τεχνολογίες, Παγκόσμιοι Οργανισμοί, Διεθνείς Συμφωνίες και Συνθήκες, αλλά και βία, καταστολή και ωμοί εκβιασμοί: για την αντιμετώπιση του AIDS στην Αφρική, οι ΗΠΑ έχουν συστήσει ένα 5ετες πακέτο οικονομικής βοήθειας ύψους 15 δις$. Στους όρους του πακέτου προβλέπεται πρόσβαση μόνο για εκείνες τις χώρες που θα άρουν κάθε διαφωνία για την εισαγωγή Γ.Τ. προϊόντων.
Βλέπουμε να δημιουργείται ένα παγκόσμιο ομογενοποιημένο περιβάλλον το οποίο θα κινείται σύμφωνα με τις επιταγές μιας χούφτας πολυεθνικών αγροχημικών εταιρειών. Οι εταιρείες αυτές αν επικρατήσουν θα ελέγχουν τη παραγωγή τροφής από το σπόρο μέχρι το τυποποιημένο προϊόν στα ράφια των σούπερμαρκετ. Καθορίζοντας τον τύπο, την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα και τη τιμή της παραγόμενης τροφής στον πλανήτη αποκτούν τεράστια οικονομική δύναμη και πολιτική ισχύ.
Μια τέτοια προοπτική θα σημάνει για τους αγρότες ακόμη μεγαλύτερη απώλεια της αυτονομίας τους και το σύρσιμό τους σε κατάσταση βιολογικής σκλαβιάς, οδηγούμενοι εκβιαστικά σε ένα τρόπο παραγωγής χωρίς επιστροφή. Θα εξαρτώνται άμεσα από τα προϊόντα της βιομηχανίας, θα δένονται με αποκλειστικά συμβόλαια και υπό καθεστώς φεουδαρχίας ουσιαστικά, θα αντιμετωπίζουν τον εκβιασμό της παγκόσμιας αγοράς: ή μαζί της ή εναντίον της. Για τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες του «τρίτου» κόσμου μια τέτοια εξέλιξη θα είναι καταστροφική. Οικονομίες που στηρίζονται στην αυτάρκεια και όχι στη συσσώρευση, κοινωνίες που βασίζονται στη κοινοτική και όχι στην ιδιόκτητη γη, πρακτικές που συνεργάζονται και δεν επιβάλλονται στη φύση, δεν έχουν θέση στην καινούρια εποχή της αποικιοκρατίας και οι τελευταίοι ανυπόταχτοι της επικράτησης της αγοράς, χάνοντας από τα χέρια τους την πρωταρχική ύλη, την τροφή θα εξαφανιστούν. Ο δρόμος προς τις πόλεις και η μετατροπή τους σε φθηνό εργατικό δυναμικό για τη συνέχεια και μεγέθυνση του συστήματος είναι ανοιχτός. Εκεί, έτσι και αλλιώς, τους περιμένει και θα συναντήσουν πλήθος ανθρώπων, ήδη εγκλωβισμένων στο κύκλο του χρήματος και αποκομμένων, σε παλιότερη φάση, από το φυσικό και κοινοτιστικό τους περιβάλλον. Κάποιοι από αυτούς, κάποιοι και κάποιες από εμάς ψάχνουμε τρόπους να ξεπεράσουμε ή και να καταστρέψουμε αυτή τη σχέση. Το ζήτημα είναι να μπορέσουμε να συναντηθούμε αυτόνομα έγκαιρα και με τους δικούς μας τρόπους.
Η εμπειρία από την ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων τα τελευταία χρόνια, μας έδειξε ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας που έχει προέρθει από την έρευνα των γιγαντιαίων επιχειρήσεων φέρνει αλλαγές και μία έντονη αναδιοργάνωση της αγροτοβιομηχανίας που δε βοηθάει την πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη διατροφική αλυσίδα, αλλά ενισχύει τη δύναμη και την επιρροή των μεγάλων αυτών επιχειρήσεων. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και στο μέλλον με την είσοδο της νανοτεχνολογίας στον αγροτικό τομέα. Ήδη πολλές επιχειρήσεις επενδύουν στην έρευνα σε αυτόν τον τομέα, ενώ διάφορα προϊόντα ήδη διατίθενται στην αγορά. Η βιομηχανοποίηση της παραγωγής τροφίμων σήμερα έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί πλέον χρησιμοποιούν τον όρο «κατασκευή τροφίμων».
ΠΗΓΕΣ: Σπόρος, γενετική μηχανική - http://www.vrahokipos.net