Οι ομάδες χωρίς δομή και τα όριά τους

από Τζο Φρήμαν.

Το πρωτότυπο "η τυρρανία της απουσίας δομών" μπορείτε να το βρείτε στα Αγγλικά εδώ. Τη μετάφραση αυτή, την βρήκαμε εδώ και λείπει το κομμάτι που αναφέρεται στους τρόπους δημοκρατικής δόμησης μιας συλλογικότητας. Ως απάντηση σε αυτό το άρθρο είχε κυκλοφορήσει το The Tyranny of Tyranny (η τυρρανία της τυρρανίας)

Οι ‘‘ομάδες χωρίς φόρμα’’, οι ‘‘ομάδες χωρίς δομή’’, όπως ονομάζονται, άρχισαν να διαμορφώνονται όταν το Κίνημα Απελευθέρωσης Γυναικών (ΚΑΓ) παίρνει πια μορφή. Θεωρούνται σαν οι κύριες, αν όχι οι μοναδικές, οργανωτικές μορφές του κινήματος. Πηγή αυτής της ιδέας ήταν μια φυσική αντίδραση ενάντια στην υπερδομημένη κοινωνία, που μέσα της βρεθήκαμε. Αντίδραση ενάντια στη δυνατότητα ελέγχου που αναπόφευκτα αυτή η δομή έδωσε σε άλλους πάνω στις ζωές μας, στην τάση ελιτισμού που έχουν οι αριστερές και παρόμοιες ομάδες, που υποτίθεται ότι πολεμούν αυτή την υπέρ-δόμηση.

Είναι βέβαιο ότι η ιδέα της ‘’ομάδας χωρίς δομή’’ ήταν μια υγιής αντίδραση σε αυτές τις τάσεις. Όμως κατάντησε να γίνει αυτοσκοπός. Παρόλο που η ιδέα έχει εξεταστεί τόσο λίγο όσο ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, έχει γίνει ουσιαστικό και αναμφίβολο μέρος της ιδεολογίας του γυναικείου κινήματος. Για την αρχική εξέλιξη του κινήματος αυτό δεν είχε και μεγάλη σημασία. Γιατί από νωρίς καθόρισε για κύριο σκοπό του και βασική μέθοδο τη συνειδητοποίηση. Η ‘’αδιάρθρωτη ομάδα κρούσης’’ ήταν ένα έξοχο μέσο για να πετύχει αυτό το σκοπό. Το γεγονός ότι η ομάδα ήταν χαλαρή και ‘’ανεπίσημη’’, ενθάρρυνε τη συμμετοχή στη συζήτηση και η συχνά ευχάριστη ατμόσφαιρα υποβοηθούσε την προσωπική επαφή και την γνωριμία. Αν σε τίποτα άλλο πιο δεμένο δεν κατάληγαν αυτές οι ομάδες, δεν είχε καμιά σημασία, μια και ο σκοπός τους δεν επεκτεινόταν πέρα από αυτή την προσωπική γνωριμία.

Τα βασικά προβλήματα παρουσιάστηκαν μόνο όταν διάφορες ομάδες κρούσης εξάντλησαν τα καλά της συνειδητοποίησης και αποφάσισαν ότι ήθελαν να κάνουν και άλλα πράγματα πιο συγκεκριμένα. Σε αυτό το σημείο συνήθως βρίσκανε δυσκολίες γιατί οι περισσότερες ομάδες δεν ήθελαν να αλλάξουν τη διάρθρωσή τους, όταν άλλαζαν τα καθήκοντά τους, να πούμε, που έβαζαν μπροστά.Οι γυναίκες είχαν εντελώς αποδεχτεί την ιδέα της ‘’αδιαρθρωσίας’’ χωρίς να συνειδητοποιήσουν τα όρια χρησιμοποίησής της. Προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την ‘’χωρίς δομή’’ ομάδα και την ανεπίσημη, ας πούμε, επαφή για σκοπούς που τα μέσα αυτά ήταν ακατάλληλα,και αυτό γιατί τυφλά πίστευαν πως οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί παρά να είναι καταπιεστικό.

Εάν το κίνημα πρόκειται να προχωρήσει πέρα από αυτά τα στοιχειώδη στάδια εξέλιξης, θα πρέπει να ξεκολλήσει από μερικές προκαταλήψεις του για την οργάνωση και τη δομή. Δεν υπάρχει κανένα σύμφυτο κακό και στα δύο. Και στα δύο μπορεί να γίνει κακή χρήση, αλλά να τα απορρίπτουμε γιατί μόνο τους γίνεται κακή χρήση, είναι σαν να αρνούμαστε στους εαυτούς μας τα απαραίτητα εργαλεία για να εξελιχτούμε περισσότερο. Χρειάζεται, επομένως, να κατανοήσουμε γιατί η έλλειψη δομής δεν μπορεί να δουλέψει, δηλαδή να αποδώσει.

Επίσημες και ανεπίσημες δομές

Αντίθετα με αυτό που θα θέλαμε να πιστεύουμε, δεν υπάρχει ομάδα χωρίς διάρθρωση. Άνθρωποι, που για κάποιο χρονικό διάστημα σμίγουν και βάζουν οποιοδήποτε στόχο, αναπόφευκτα δημιουργούν μια ομάδα που, οποιαδήποτε και αν είναι η φύση της και όποιος ο στόχος της, οπωσδήποτε θα πάρει μια δομή.

Η δομή αυτή μπορεί να είναι ελαστική, μπορεί να μεταβάλλεται με το χρόνο, μπορεί να μοιράζει τη δουλειά, τη δύναμη και τους πόρους αμερόληπτα ή όχι ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Αλλά θα φτιαχτεί ανεξάρτητα από τις ικανότητες, την προσωπικότητα και τους σκοπούς των ανθρώπων που παίρνουν μέρος. Το ίδιο το γεγονός ότι είμαστε άτομα με διαφορετικά ταλέντα, προδιαθέσεις και υπόβαθρα, κάνει αυτή την κατάσταση αναπόφευκτη. Μονάχα αν αρνηθούμε να έρθουμε σε οποιαδήποτε επαφή και αλληλεπίδραση μπορούμε να πλησιάσουμε την ολοκληρωτική έλλειψη δομής, αλλά αυτή δεν είναι η φύση της ανθρώπινης ομάδας.

Αυτό σημαίνει ότι το να αγωνίζεσαι να φτιάξεις μια ομάδα χωρίς δομή είναι τόσο ‘’χρήσιμο’’ και τόσο απατηλό όσο το να σκοπεύεις σε ένα ‘’αντικειμενικό’’ ρεπορτάζ, μια χωρίς αξίες κοινωνική επιστήμη ή μια ‘’ελεύθερη’’ οικονομία.

Μια ομάδα που κάνει ό,τι θέλει είναι τόσο ρεαλιστική όσο και μια κοινωνία που κάνει ό,τι θέλει. Η ιδέα αυτή χρησιμεύει σαν ένα θολό γυαλί για αυτούς που έχουν τη δύναμη ή την τύχη να εγκαθιδρύουν την αυθαίρετη ηγεμονία τους πάνω στους άλλους. Αυτή η ηγεμονία μπορεί εύκολα να εγκαθιδρυθεί γιατί η ιδέα της ‘’έλλειψης δομής’’ δεν εμποδίζει το σχηματισμό ανεπίσημων δομών· εμποδίζει τον σχηματισμό μονάχα των επίσημων. Κατά τον ίδιο τρόπο η φιλοσοφία της ελεύθερης οικονομίας δεν εμπόδισε τους οικονομικά δυνατούς να εγκαθιδρύσουν τον έλεγχό τους στα ημερομίσθια, στις τιμές και στη διανομή των αγαθών· το μόνο που εμπόδισε ήταν να τα κάνει αυτά η κυβέρνηση. Έτσι, η ‘’έλλειψη δομής’’ καταντάει να είναι ένας τρόπος για να κρύβεται η δύναμη πίσω από μια μάσκα. Και μέσα στο γυναικείο κίνημα, συνήθως πιο πολύ συνηγορούν για αυτή εκείνες που είναι πιο δυνατές (είτε έχουν συνείδηση της δύναμής τους είτε όχι). Όσο η ομάδα είναι ανεπίσημη, οι κανόνες για το πώς παίρνονται οι αποφάσεις είναι γνωστοί μονάχα σε μερικές, και η επίγνωση της δύναμης περιορίζεται σε αυτές που ξέρουν τους κανόνες. Αυτές που δεν ξέρουν τους κανόνες και δεν έχουν διαλεχτεί να μυηθούν σε αυτούς, πρέπει να παραμείνουν σε σύγχυση, ή υποφέρουν από απατηλές ψευδαισθήσεις ότι κάτι συμβαίνει για το οποίο δεν είναι αρκετά ενήμερες.

Η δομή μιας ομάδας πρέπει να είναι σαφής και όχι να υπονοείται, έτσι ώστε να έχει καθεμιά την ευκαιρία να παίρνει μέρος στις δραστηριότητές της. Οι κανόνες για τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις πρέπει να είναι ελεύθερα στη διάθεση της καθεμιάς. Και αυτό είναι δυνατό μονάχα αν πάρουν μια σαφή μορφή. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά η επισημοποίηση της δομής μιας ομάδας θα εξαλείψει την ανεπίσημη δομή της. Συνήθως δεν την εξουδετερώνει. Εμποδίζει όμως αυτή την ανεπίσημη δομή να ελέγχει τα πράγματα, και προσφέρει μερικά μέσα για να χτυπηθεί.

Η έλλειψη δομής είναι οργανωτικά αδύνατη. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν θα έχουμε μια οργανωμένη ομάδα ή όχι, αλλά μονάχα για το αν θα είναι ΕΠΙΣΗΜΑ οργανωμένη. Έτσι λοιπόν, η έκφραση ‘’έλλειψης δομής’’ δεν θα χρησιμοποιηθεί παραπέρα μόνο για να αναφερθεί στην ιδέα που αντιπροσωπεύει. Η λέξη ΑΝΟΡΓΑΝΩΤΗ θα αναφέρεται σε εκείνες τις ομάδες που δεν έχουν οργανωθεί συγκεκριμένα, και κατά ένα ορισμένο τρόπο, ενώ η λέξη ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ θα αναφέρεται σε εκείνες που έχουν.

Μια οργανωμένη ομάδα έχει πάντα μια επίσημη οργανωτική δομή, και μπορεί να έχει και μια ανεπίσημη. Μια ανοργάνωτη ομάδα έχει πάντα μια ανεπίσημη οργανωτική δομή. Αυτή ακριβώς η ανεπίσημη οργανωτική δομή είναι εκείνη η οποία ειδικά στις ανοργάνωτες ομάδες, γίνεται η βάση για τις διάφορες ελίτ (= αυτός που ξεχωρίζει. Εδώ σημαίνει ομάδες που ξεχωρίζουν, που επιβάλλονται).

Η φύση του ελιτισμού

Η λέξη ‘’ελιτίστρια’’ είναι ίσως η πιο χρησιμοποιημένη στο κίνημα της απελευθέρωσης των γυναικών. Χρησιμοποιείται τόσο συχνά και για τους ίδιους λόγους, όπως η λέξη ‘’μετριοπαθής’’ στη δεκαετία του ’50. Ποτέ δεν χρησιμοποιείται σωστά. Μέσα στο κίνημα, συνήθως, αναφέρεται σε διάφορα άτομα που τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι δραστηριότητές τους μπορεί να διαφέρουν κατά πολύ. Ένα άτομο, σαν άτομο, ποτέ δεν μπορεί να είναι η ‘’ελίτ’’ γιατί η μόνη σωστή εφαρμογή του όρου είναι σε ομάδες. Κανένα άτομο όσο γνωστό και να είναι το ‘’ποιόν’’ του, δεν μπορεί να είναι ‘’ελίτ’’.

Στη σωστή της έννοια, η ελίτ αναφέρεται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουν τη δύναμη πάνω σε μια άλλη μεγαλύτερη, της οποία είναι μέρος, συνήθως χωρίς άμεση ευθύνη για αυτή τη μεγαλύτερη ομάδα, και συχνά χωρίς οι άλλοι να το ξέρουν ή να συμφωνούν. Κάποια ή κάποιος γίνεται ελιτίστρια ή ελιτιστής με το να είναι μέλος ή να συνηγορεί στην κυριαρχία μιας τέτοιας μικρής ομάδας, άσχετα με το αν αυτό το πρόσωπο είναι πολύ γνωστό ή εντελώς άγνωστο. Το να είναι κάποιος άνθρωπος διάσημος δεν σημαίνει ότι είναι και ελιτιστής (οπαδός της υπεροχής των ξεχωριστών ανθρώπων πάνω στους άλλους ή της δημιουργίας ξεχωριστών ομάδων από εκλεκτούς). Οι πιο ύπουλες ελίτ συνήθως αποτελούνται από ανθρώπους τελείως άγνωστους στο πλατύ κοινό. Οι έξυπνοι ελιτιστές έχουν συνήθως αρκετή επίγνωση, ώστε οι ίδιοι να μην αφήσουν να γίνουν πολύ γνωστοί. Όταν γίνουν γνωστοί, παρακολουθούνται, και η μάσκα που κρύβει τη δύναμή τους είναι έτοιμη να πέσει.

Το ότι οι ελίτ είναι ανεπίσημες δεν σημαίνει ότι είναι και αόρατες. Σε οποιαδήποτε συγκέντρωση μιας μικρής ομάδας, όποιας κόβει το μάτι και ξέρει να ακούει, μπορεί να πει ποιες επηρεάζουν ποιες. Τα μέλη μιας φιλικής ομάδας θα κάνουν περισσότερη παρέα μεταξύ τους παρά με τις υπόλοιπες. Ακούν προσεκτικότερα και διακόπτουν λιγότερο. Επαναλαμβάνουν ο καθένας τα θέματα του άλλου και υποχωρούν φιλικά. Τους ‘’απέξω’’ τείνουν να τους αγνοούν ή να αρπάζονται μαζί τους. Η έγκριση των ‘’απέξω’’ δεν είναι αναγκαία για να παρθεί μια απόφαση. Είναι αναγκαίο, όμως, οι ‘’απέξω’’ να τα έχουν καλά με τους ‘’μέσα’’. Βέβαια, οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι τόσο ακριβείς όσο τις σκιαγράφησα. Πρόκειται για αποχρώσεις αλληλεπίδρασης και όχι προδιαγραφές. Αλά είναι ευδιάκριτες και έχουν τα αποτελέσματά τους. Από τη στιγμή που κάποια ξέρει με ποια πρέπει να ‘’τσεκάρει’’ πριν παρθεί μια απόφαση, και ποιας η έγκριση είναι σφραγίδα αποδοχής, τότε ξέρει ποια έχει την κατάσταση στα χέρια της μέσα στην ομάδα.

Οι ελίτ δεν είναι συνομωσίες. Σπάνια φτιάχνεται μια μικρή ομάδα ανθρώπων που προσπαθεί να επιβληθεί στη μεγαλύτερη για τους δικούς της σκοπούς. Οι ελίτ, δεν είναι τίποτα άλλο από ομάδες φίλων που τυχαίνει επίσης να παίρνουν μέρος στις ίδιες πολιτικές δραστηριότητες. Πιθανότατα θα συνέχιζαν τη φιλία τους ακόμη και αν δεν έπαιρναν μέρος και πιθανότατα θα έπαιρναν μέρος ακόμη και αν δεν συνέχιζαν τη φιλία τους. Είναι ακριβώς η σύμπτωσηαυτών των δύο φαινομένων που δημιουργεί τις ελίτ σε κάθε ομάδα και κάνει δύσκολη τη διάλυσή τους.

Αυτές οι φιλικές ομάδες λειτουργούν σα δίκτυα επικοινωνίας έξω από οποιαδήποτε κανονικά κανάλιαγια παρόμοια επικοινωνία που μπορεί να έχει φτιάξει μια ομάδα.Αν δεν έχουν φτιαχτεί τέτοια κανάλια στην ομάδα, τότε λειτουργούν σαν τα ΜΟΝΑ δίκτυα επικοινωνίας. Οι άνθρωποι που είναι ανακατεμένοι σ΄ αυτά τα δίκτυα έχουν περισσότερη δύναμη στην ομάδα από εκείνους που δεν είναι, επειδή, δε, σαν φίλοι συνήθως έχουν τις ίδιες αξίες και προσανατολίζονται προς τις ίδιες κατευθύνσεις κι επίσης γιατί μιλάνε μεταξύ τους και συμβουλεύονται ο ένας τον άλλο όταν πρέπει να παρθούν κοινές αποφάσεις. Και σπάνια υπάρχει ομάδα που δεν διαμορφώνει ανάλογα δίκτυα επικοινωνίας διά μέσου των φίλων που δημιουργούνται σ΄ αυτή.

Μερικές ομάδες ανάλογα με το μέγεθος τους, μπορεί να έχουν περισσότερα από ένα τέτοια ανεπίσημα δίκτυα επικοινωνίας. Μπορεί ακόμα τα δίκτυα αυτά να συμπίπτουν. Όταν υπάρχει μόνο ένα τέτοιο δίκτυο αποτελεί την ελίτ μιας κατά τα άλλα ανοργάνωτης ομάδας, είτε αυτοί που παίρνουν μέρος θέλουν να είναι ελιτιστές είτε όχι.Αν είναι το μόνο δίκτυο σε μια οργανωμένη ομάδα, τότε μπορεί να είναι ή να μην είναι ελίτ, ανάλογα με τη σύνθεση και τη φύση της επίσημης οργανωτικής δομής. Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερα τέτοια δίκτυα φίλων μπορεί να συναγωνίζονται για το ποιο θα πάρει τη δύναμη μέσα στην ομάδα, δημιουργώντας έτσι φράξιες ή μπορεί ένα από όλα ν΄ αποφασίσει με τη θέλησή του να εγκαταλείψει το συναγωνισμό αφήνοντας έτσι το άλλο ή τα άλλα να είναι η ελίτ.Σε μια οργανωμένη ομάδα, δύο ή περισσότερα τέτοια φιλικά δίκτυα, συναγωνίζονται συνήθως μεταξύ τους για το ποιο θα έχει την ισχύ. Συχνά αυτή είναι η πιο υγιής κατάσταση, γιατί τα υπόλοιπα μέλη είναι σε θέση να διαλέξουν κάποιον από τους συναγωνιστές και να έχουν απαιτήσεις από την ομάδα στην οποία προσωρινά υπακούουν.

Μια και οι διάφορες ομάδες του κινήματος δεν έχουν αποφασίσει σταθερά για το ποια θα ασκεί εξουσία μέσα σ΄ αυτές χρησιμοποιούνται πολλά διαφορετικά κριτήρια μέσα στο χώρο. ΄΄Όπως έχει αλλάξει το κίνημα με το πέρασμα του χρόνου, ο γάμος έχει σχεδόν πάψει να είναι ένα γενικό κριτήριο για να πάρει κάποια αποτελεσματικά μέρος αν και όλες οι ανεπίσημες ελίτ ακόμη βάζουν κριτήρια με τα οποία μπορούν να γίνουν μέλη μόνο γυναίκες που έχουν ορισμένα υλικά ή προσωπικά χαρακτηριστικά. Αρκετά συχνά αυτά τα κριτήρια περιλαμβάνουν το να έρχεται κάποια από τη μεσαία τάξη (παρόλη τη ρητορική γύρω από την εργατική τάξη), το να είναι κάποια παντρεμένη, το να μην είναι παντρεμένη, αλλά, να ζει με κάποιον, το να είναι ή να προσποιείται ότι είναι λεσβία, να είναι ανάμεσα στα 20 – 30, να΄ χει τελειώσει ή να έχει παρακολουθήσει κάποια σχολή, να χιπίζει ή να μην χιπίζει και τόσο, να έχει κάποια πολιτική γραμμήή να ταυτίζεται με τους ‘’ριζοσπαστικούς’’, να΄ χει ορισμένα ‘’θηλυκά’’ χαρακτηριστικά στην προσωπικότητά της : π.χ. να είναι ‘’ευχάριστη’’, να ντύνεται σωστά (είτε στο παραδοσιακό ή στο αντιπαραδοσιακό στυλ) κλπ. Υπάρχουν ακόμη, μερικά χαρακτηριστικά που σχεδόν πάντα χαρακτηρίζουν κάποια σαν παρεκτρεπόμενη (από τη γραμμή) και που δεν θα έπρεπε να έχουν οι άλλες σχέση μαζί της. Αυτά περιλαμβάνουν : να είναι κάποια σε μεγάλη ηλικία, να δουλεύει κανονικά (ειδικά αν είναι αφιερωμένη σε μια καριέρα), να μην είναι ‘’ευχάριστη’’, και να είναι ομολογημένα μοναχή (δηλαδή, ούτε ενεργά ετερόφυλη ούτε ομοφυλόφιλη.

Και άλλα κριτήρια θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν, αλλά τα θέματα είναι κοινά σε όλα. Οι χαρακτηριστικές προϋποθέσεις για να πάρει κάποια μέρος στις ανεπίσημες ελίτ του κινήματος, κι έτσι να ασκήσει εξουσία, έχουν να κάνουν με το κοινωνικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται, την προσωπικότητά της ή τον καταμερισμό του χρόνου. Δεν συμπεριλαμβάνουν την ικανότητα, την αφοσίωση στο φεμινιστικό κίνημα, ταλέντα ή τη μεγάλη προσφορά. Τα πρώτα είναι κριτήρια που βάζει κάποια για να αποφασίσει ποιες θα είναι οι φίλες της. Τα δεύτερα είναι κριτήρια που θα πρέπει να βάζει κάθε κίνημα ή οργάνωση αν πρόκειταινα έχει πολιτικά αποτελέσματα.

Μολονότι αυτή η διχοτόμηση της διαδικασίας σχηματισμού ελίτ μέσα στις μικρές ομάδες περιείχε πολύ κριτικές απόψεις, αυτό δεν έγινε πιστεύονται ότι αυτές οι ανεπίσημες δομές είναι αναπόφευκτα κακές – απλώς είναι αναπόφευκτες. Όλες οι ομάδες δημιουργούν ανεπίσημες δομές σαν αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα μέλη και τέτοιες ανεπίσημες δομές μπορούν να κάνουν πολύ χρήσιμα πράγματα. Μόνο αυτές οι ανεπίσημες ομάδες κυβερνώνται εντελώς από αυτές. Όταν οι ανεπίσημες δομές συνδέονται με έναν μύθο ‘’αδιαρθρωσίας’’ τότε δεν μπορεί να γίνει καμιά προσπάθεια να μπουν όρια στη χρήση δύναμης, που πια παίρνει μια δικιά της ιδιότροπημορφή.

Αυτό έχει δυο δυνητικά αρνητικές συνέπειες που πρέπει να ξέρουμε. Η πρώτη είναι ότι η ανεπίσημη δομή της λήψης αποφάσεων θα είναι σαν σε μια ‘’αδελφότητα’’, όπου ακούνε τις άλλες επειδή τους αρέσουν κι όχι επειδή λένε σημαντικά πράγματα.Εδώ, όσο το κίνημα δεν κάνει σημαντικά πράγματα αυτό δεν πολυπειράζει. Αλλά, για να μη σταματήσει η ανάπτυξή του σ΄ αυτό το προκαταρκτικό στάδιο, αυτή η τάση πρέπει να αλλαχθεί. Η δεύτερη είναι ότι οι ανεπίσημες δομές δεν έχουν καμιά υποχρέωση να είναι υπεύθυνες απέναντι στην ομάδα γενικά. Τη δύναμή τους δεν τους την έδωσε κανείς και άρα κανείς δεν τους την παίρνει πίσω. Η επιρροή τους δεν βασίζεται σε αυτά που κάνουν για την ομάδα, άρα δεν μπορούν να επηρεαστούν άμεσα από αυτήν. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι οι ανεπίσημες είναι ανεύθυνες. Εκείνες που τις απασχολεί να κρατήσουν την επιρροή τους στην ομάδα, συνήθως θα προσπαθούν να είναι υπεύθυνες. Η ομάδα απλώς δεν μπορεί να αναγκάσει κάποια να πάρει μια τέτοια υπευθυνότητα ‘ εξαρτάται από τα συμφέροντα της ελίτ.

Το σύστημα των αστέρων

Η ιδέα επίσημων οργανωτικών δομών έχει δημιουργήσει το σύστημα των ‘’αστέρων’’.Ζούμε σε μια κοινωνία που περιμένει από τις πολιτικές ομάδες να παίρνουν αποφάσεις και να επιλέγουν ανθρώπους που θα μεταφέρουν αυτές τις αποφάσεις στο πλατύ κοινό. Ο τύπος και το κοινό δεν έχουν μάθει να ακούν σοβαρά κάθε γυναίκα σαν γυναίκα, θέλουν να ξέρουν πως αισθάνεται η ομάδα.Τρεις τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για να ακούγεται ημαζική γνώμη της ομάδας : η ψήφος και το δημοψήφισμα, το ερωτηματολόγιο σφυγμομέτρησης κοινής γνώμης και η επιλογή της ομάδας ομιλητών σε συγκεντρώσεις.

Το κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών δεν έχει χρησιμοποιήσει καμιά από αυτέςγια να επικοινωνήσει με το κοινό. Ούτε το κίνημα σα σύνολο, ούτε και οι περισσότερες από την πληθώρα των ομάδων μέσα σ΄ αυτό έχουν καθιερώσει κάποιο μέσο για να εξηγήσουν τη θέση τους σε διάφορα θέματα. Το κοινό έχει μάθει στο μεταξύ να ψάχνει για ομιλητές.

Αν και το κίνημα δεν έχει διαλέξει συνειδητά ομιλητές, έχει εντούτοις ξεπετάξει πολλές γυναίκες που για διάφορους λόγους έχουν γίνει γνωστές στο κοινό. Οι γυναίκες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν καμιά συγκεκριμένη ομάδα ή καθιερωμένη γνώμη κι αυτό το ξέρουν και συνήθως το λένε. Αλλά αφού δεν υπάρχουν ούτε επίσημοι ομιλητές ούτε κανένα σώμα που να παίρνει αποφάσεις και απ΄ όπου θα μπορούσε ο τύπος να παίρνει συνέντευξη, ας πούμε, όταν θέλει να ξέρει τη θέση του κινήματος σε κάποιο θέμα, καταλήγει να παίρνει αυθαίρετα αυτές τις γυναίκες σαν ομιλητές.Έτσι, είτε το θέλουν είτε όχι αυτές και το κίνημα, οι γυναίκες που το κοινό διακρίνει και μαθαίνει παίρνουν το ρόλο του ομιλητή από σπόντα.

Αυτός είναι και ένας λόγος που πολλές φορές αισθάνεται κανείς κάποια συμπάθεια να πούμε γι΄ αυτές που παίρνουν την ετικέτα ‘’αστέρας’’. Οι γυναίκες δυσφορούν απέναντί τους όταν ο τύπος συμπεραίνει ότι μιλάνε εκ μέρους του κινήματος, γιατί ακριβώς εν είχαν επιλεγεί από τις γυναίκες του κινήματος για να αντιπροσωπεύουν τις θέσεις του. Έτσι, η εχθρική αντίδραση στο σύστημα των ‘’αστέρων’’, τελικά ενθαρρύνει εκείνο το είδος της ατομικιστικής ανευθυνότητας που το κίνημα καταδικάζει. Ξεκόβοντας και απομακρύνοντας μια αδελφή σαν ‘’αστέρι’’, το κίνημα χάνει οποιονδήποτε έλεγχο που θα μπορούσε να είχε πάνω στο πρόσωπο, το οποίο μετά είναι ελεύθερο να κάνει όλες τις ατομικιστικές ‘’αμαρτίες’’ για τις οποίες είχε κατηγορηθεί.

Πολιτική ανικανότητα

Οι ομάδες που δεν έχουν επίσημες οργανωτικές δομές μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικές στο να κάνουν τις γυναίκες να μιλάνε για τη ζωή τους, όμως δεν είναι ικανές να κάνουν πράγματα στην πράξη. Εκτός και αν αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους, οι ομάδες ‘’κολλάνε’’ σε σημείο που να κουράζεται ο κόσμος από τα λόγια και να θέλει να κάνει κάτι παραπέρα. Επειδή το πλατύτερο κίνημα στις περισσότερες πόλεις είναι τόσο ανοργάνωτο όσο και οι μικρές ομάδες, δεν είναι αποτελεσματικότερο από τις μικρές ομάδες χωριστά σε συγκεκριμένα καθήκοντα. Η ανεπίσημη δομή σπάνια είναι τόσο κοντά ή έχει αρκετή επαφή με τον κόσμο, ώστε να είναι σε θέση να ενεργεί αποτελεσματικά. Έτσι, το κίνημα δημιουργεί πολλή κίνηση και λίγα αποτελέσματα.Δυστυχώς, οι συνέπειες όλης αυτής της κίνησης δεν είναι τόσο αβλαβείς όσο τα΄ αποτελέσματα και το θύμα τους είναι το ίδιο το κίνημα.

Μερικές ομάδες το΄χουν ρίξει στηντοπική δράση κι αυτές είναι εκείνες κυρίως που δεν έχουν πολύ κόσμο και δουλεύουν σε μικρή κλίμακα. Αυτή η μορφή όμως περιορίζει τη δράση του κινήματος σε τοπικό επίπεδο και δε μπορεί να αναπτυχθεί σε επαρχιακό ή εθνικό επίπεδο. Ακόμα, για να λειτουργούν καλά οι ομάδες πρέπει να ελαττωθούν αριθμητικά σ΄ εκείνη την ανεπίσημη ομάδα φίλων που ξεκίνησαν τη δουλειά στην αρχή. Αυτό αποκλείει πολλές γυναίκες στο να πάρουν μέρος. Όσο ο μόνος τρόπος για να πάρουν οι γυναίκες μέρος στο κίνημα παραμένει το να γίνουν μέλη μιας μικρής ομάδας, εκείνες που δεν είναι πολύ κοινωνικές βρίσκονται σε καθαρά μειονεκτική θέση. Όσο οι φιλικές ομάδες είναι το κύριο μέσο για τη δραστηριότητα της οργάνωσης, ο ελιτισμός θεσμοποιείται.

Για εκείνες τις ομάδες που δεν μπορούν να βρουν κάποια τοπική δράση για να αφιερωθούν, το γεγονός και μόνο που δεν διαλύονται γίνεται ο λόγος που παραμένουν μαζί. Όταν μια ομάδα δεν έχει κανένα συγκεκριμένο καθήκον ( και τέτοιο είναι και η συνειδητοποίηση ), ο κόσμος μέσα σ΄ αυτή με τη σειρά του συγκεντρώνει την ενέργειά του στο να ελέγχει τις άλλες στην ομάδα. Αυτό δε γίνεται και τόσο με την κακή πρόθεση να κάνουν τις άλλες ό,τι θέλουν ( αν και καμιά φορά γίνεται ), όσο επειδή δεν έχουν να κάνουν τίποτα καλύτερο με τα ταλέντα τους. Άνθρωποι ικανοί με αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους και με την ανάγκη να δώσουν κάποια δικαιολογία για το γεγονός ό,τι είναι μαζί, συγκεντρώνουν τις προσπάθειες τους στον προσωπικό έλεγχο και περνάνε την ώρα τους κριτικάροντας τις προσωπικότητες των άλλων μελών της ομάδας. Η μέρα περνάει με καυγάδες και ‘’παιχνίδια’’ προσωπικής δύναμης μέσα στην ομάδα. Όταν μια ομάδα είναι απασχολημένη με κάποιο συγκεκριμένο καθήκον, τα μέλη μαθαίνουν να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους και αν υποτάσσουν τις προσωπικές αντιπάθειες για χάρη των μεγαλύτερων στόχων. Υπάρχουν όρια στην εσωτερική παρόρμηση να αναπλάθουμε κάθε πρόσωπο ανάλογα με τη δικιά μας ιδέα για το πώς θα έπρεπε να είναι.

Το τέλος της διαδικασίας συνειδητοποίησης και η έλλειψη δομών αφήνει τα μέλη στο κενό και δεν ξέρουν πού ούτε πώς να πάνε.Οι γυναίκες του κινήματος είτε στρέφονται προς τους εαυτούς τους και τις αδελφές τους ή ψάχνουν για εναλλακτικές δραστηριότητες. Λίγες, όμως, εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Μερικές γυναίκες, απλά, κάνουν αυτό που θέλουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο βαθμό ατομικής δημιουργικότητας, αρκετή από την οποία είναι χρήσιμη για το κίνημα, αυτή, όμως, δεν είναι βιώσιμη εναλλακτική λύση για τις περισσότερες γυναίκες και σίγουρα δεν δημιουργεί ένα πνεύμα συνεργασίας στις προσπάθειες της ομάδας. Άλλες γυναίκες φεύγουν τελείως, από το κίνημα, γιατί από τη μια δε θέλουν να αναπτύξουν κάποιο ατομικό σχέδιο και από την άλλη δεν έχουν βρει τρόπο να ανακαλύψουν, να αρχίσουν ή να πάρουν μέρος σε σχέδια της ομάδας που τις ενδιαφέρουν.

Πολλές στρέφονται προς άλλες πολιτικές οργανώσεις για να τους δώσουν το είδος της οργανωμένης αποτελεσματικής δραστηριότητας που δε βρήκαν στο γυναικείο κίνημα. Έτσι, εκείνες οι πολιτικές οργανώσεις που βλέπουν την απελευθέρωση της γυναίκας σαν ένα μόνο θέμα ανάμεσα σε όλα τ΄ άλλα, βρίσκουν στο κίνημα ένα τεράστιο έδαφος για να στρατολογούν καινούρια μέλη. Δεν είναι ανάγκη να κάνει κανείς εισοδισμό σ΄ αυτές τις οργανώσεις (αν και αυτό δεν αποκλείεται ). Η επιθυμία για μια πολιτική δραστηριότητα με νόημα, που έχει γεννηθεί στις γυναίκες με το να γίνουν μέλη του κινήματος απελευθέρωσης των γυναικών, είναι αρκετή για να τις κάνει να γίνουν μέλη άλλων οργανώσεων. Το ίδιο τους το κίνημα δεν τους δίνει διεξόδους για τις καινούριες τους ιδέες και ενέργειες.

Οι γυναίκες εκείνες που γίνονται μέληάλλων πολιτικών οργανώσεων, ενώ συγχρόνως παραμένουν στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών ή που γίνονται μέλη του κινήματος ενώ παραμένουν μέλη άλλων πολιτικών οργανώσεων, γίνονται με τον καιρό ο σκελετός για καινούριες ανεπίσημες δομές. Αυτά τα δίκτυα φιλίας βασίζονται στις κοινές πολιτικές ιδέες έξω από τις φεμινιστικές περισσότερο, παρά στα χαρακτηριστικά που συζητήσαμε προηγούμενα.Σε πολλά σημεία, όμως, το δίκτυο δουλεύει κατά τον ίδιο τρόπο. Λόγω του ότι οι γυναίκες έχουν κοινές αξίες, ιδέες και πολιτικές ιδεολογίες, γίνονται κι αυτές ανεπίσημες, απρογραμμάτιστες, μη εκλεγμένες ανεύθυνες ελίτ – είτε το ήθελαν είτε όχι.

Οι παλιές ανεπίσημες ελίτ που είχαν δημιουργηθεί πριν μέσα σε διαφορετικές ομάδες του κινήματος, συχνά αντιλαμβάνονται αυτές τις καινούριες ανεπίσημες ελίτ σαν απειλές. Αυτή είναι σωστή αντίληψη. Παρόμοια δίκτυα με πολιτικό προσανατολισμό σπάνια είναι πρόθυμα να είναι απλώς ‘’αδελφότητες’’, όπως ήταν πολλά από τα παλιά και θέλουν να προσηλυτίσουν τις άλλες στις φεμινιστικές αλλά και πολιτικές τους ιδέες. Αυτό, βέβαια, είναι φυσικό. Όμως η συνέπειες που έχει για την απελευθέρωση των γυναικών δεν έχουν ποτέ συζητηθεί όσο πρέπει. Οι παλιές ελίτ σπάνια είναι πρόθυμες να φέρουν στο φως τέτοιες αντιγνωμίες, γιατί έτσι θα έπρεπε να βγάλουν στη φόρα τη φύση της ανεπίσημης δομής της ομάδας.Πολλές από αυτές τις ανεπίσημες ελίτ κρύβονταν κάτω από την παντιέρα του αντιελιτισμού και της ανοργανωσιάς. Για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό με κάποια άλλη ανεπίσημη δομή, θα έπρεπε να γίνουν γνωστές κι αυτή η πιθανότητα έχει πολλές επικίνδυνες συνέπειες. Για να κρατήσουν, λοιπόν, τη δύναμή τους, είναι πιο εύκολο να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό των άλλων ανεπίσημων ομάδων με μέσα όπως : κατηγορώντας τους για κομμουνιστές, ρεφορμιστές, λεσβίες ή μη λεσβίες. Η μόνη εναλλακτική λύση είναι να δομηθεί επίσημα η ομάδα κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αρχική δύναμη να θεσμοποιηθεί. Αυτό δεν είναι ,βέβαια, πάντα δυνατό. Αν οι ανεπίσημες ελίτ ήταν καλά οργανωμένες και είχαν εξασκήσει την ισχύ τους σε αρκετά μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, ο σκοπός αυτός είναι πραγματοποιήσιμος. Ιστορικά, οι ομάδες αυτές ήταν πολιτικά αρκετά αποτελεσματικές, μια και η στεγανότητα της ανεπίσημης δομής αποδείχθηκε καλό υποκατάστατο για την επίσημη δομή. Το να οργανωθούν επίσημα, δεν πολυαλλάζει τον τρόπο λειτουργίας τους αν και η θεσμοποίηση της δομής της δύναμης, την κάνει ανοικτή σε επίσημη πρόκληση. Ακριβώς εκείνες οι ομάδες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη οργάνωσης είναι συχνά οι λιγότερο ικανές να τη δημιουργήσουν. Οι ανεπίσημες δομές τους δεν έχουν και τόσο καλά διαμορφωθεί και η προσκόλληση στην ιδεολογία της ‘’έλλειψης επίσημων οργανωτικών δομών’’ , τις κάνει απρόθυμες να αλλάξουν τακτική. Όσο πιο ανοργάνωτη είναι μια ομάδα τόσο περισσότερη έλλειψη ανεπίσημων δομών έχει. Όσο πιο πολύ προσκολλείται στην ιδεολογία της ‘’ανοργανωσιάς’’, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να ελέγχεται από κάποια ομάδα πολιτικών συντρόφων.

Μια και το κίνημα σαν σύνολο είναι τόσο ανοργάνωτο όσο οι περισσότερες από τις ομάδες που το αποτελούν, είναι το ίδιο ευαίσθητο σε άμεσες επιδράσεις. Αλλά το φαινόμενο εκδηλώνεται διαφορετικά. Σε τοπικό επίπεδο οι περισσότερες ομάδες μπορούν να λειτουργούν αυτόνομα, αλλά οι μόνες ομάδες που μπορούν να οργανώσουν μια δραστηριότητα σε εθνική κλίμακα είναι εκείνες που είναι οργανωμένες σε ολόκληρη τη χώρα. Έτσι είναι συχνά οι οργανωμένες φεμινιστικές οργανώσεις που δίνουν κατευθύνσεις σε εθνική κλίμακα και αυτές οι κατευθύνσεις αποφασίζονται ανάλογα με τις προτεραιότητες αυτών των οργανώσεων.

Ομάδες όπως η Εθνική Οργάνωση Γυναικών (ΕΟΓ) και η ένωση δράσης για την ισότητα των γυναικών (ΕΔΙΓ) και μερικές γυναικείες οργανώσεις της παραδοσιακής αριστεράς είναι οι μόνες ικανές να στήσουν μια εθνική καμπάνια. Η πληθώρα των ανοργάνωτων ομάδων για τη γυναικεία απελευθέρωση μπορούν να υποστηρίζουν ή όχι τις εθνικές καμπάνιες, αλλά από την άλλη είναι ανίκανες να στήσουν τις δικές τους. Έτσι, λοιπόν, τα μέλη τους γίνονται οι στρατιές κάτω από την αρχηγία των οργανωμένων οργανώσεων. Δεν έχουν τρόπο να αποφασίζουν ούτε και για ποιοι θα είναι οι στόχοι που έχουν προτεραιότητα.

Όσο περισσότερο ανοργάνωτο είναι ένα κίνημα, τόσο λιγότερο μπορεί να ελέγχει τις κατευθύνσεις προς τις οποίες αναπτύσσεται και τις πολιτικές δραστηριότητες που ασχολείται. Αυτό δε σημαίνει πώς δεν διαδίδονται οι ιδέες του. Αν δεχτεί ένα κάποιο ενδιαφέρον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κοινωνικές συνθήκες είναι κατάλληλες, οι ιδέες θα έχουν πλατιά διάδοση. Αλλά η διάδοση των ιδεών δε σημαίνει ότι εφαρμόζονται. Σημαίνει μονάχα ότι γίνεται κουβέντα γι΄ αυτές. Έτσι όσο μπορούν να εφαρμόζονται από τα άτομα, τόσο αυτά μπορούν να ενεργούν σύμφωνα μ΄ αυτές. Όσο χρειάζεται συντονισμένη πολιτική δύναμη για να εφαρμοστούν, δε θα εφαρμόζονται.

Όσο το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών παραμένει προσκολλημένο σε μια μορφή οργάνωσης που δίνει έμφαση στις μικρές, αδρανείς ομάδες συζήτησης μεταξύ φίλων, τα χειρότερα προβλήματα της έλλειψης οργανωτικών δομών δε θα γίνουν αισθητά. Αλλά αυτό το είδος οργάνωσης έχει τα όριά του. Είναι πολιτικά ανεπαρκές, περιοριστικό και κάνει διακρίσεις κατά των γυναικών εκείνων που δεν είναι ή που δεν μπορούν να μπουν μέσα στα φιλικά δίκτυα. Αυτές που δεν ταιριάζουν σε ότι ήδη υπάρχει λόγω κοινωνικής τάξης, ράτσας, απασχόλησης, επειδή είναι ή δεν είναι μητέρες ή παντρεμένες ή λόγω προσωπικότητας, θα αποθαρρυνθούν αναπόφευκτα από το να προσπαθήσουν να πάρουν μέρος. Αυτές που ταιριάζουν θα αναπτύξουν κεκτημένα δικαιώματα για να κρατήσουν τα πράγματα όπως είναι.