Το προσωπικό και το πολιτικό

Το σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό», που ξεπήδησε από την διαδικασία αυτή, συνειδητά είχε παρεξηγηθεί θεωρούμενο ότι απαξίωνε την σημασία των δομών προς όφελος του μετασχηματισμού της καθημερινότητας. Στην πραγματικότητα σήμαινε ακριβώς το αντίθετο: αποκάλυπτε τον δομικό χαρακτήρα της κυριαρχίας στις σχέσεις της καθημερινότητας – σχέσεις καλυμμένες με τον μανδύα του προσωπικού και του «ιδιωτικού». Όσο για τον κίνδυνο η διαδικασία της συνειδητοποίησης να μεταπέσει σε μια «ατομική» ομφαλοσκόπηση θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας ότι και αυτή η κριτική πρώτα έγινε από τις ίδιες τις φεμινίστριες.

Αφού η «αυτογνωσία»-συνειδητοποίηση έδειξε τα πλεονεκτήματα της ως μέσο του γυναικείου κινήματος και έπειτα έδειξε και τα όρια της ιστορικό-κοινωνικά, αναπτύχθηκε μια κριτική που αφορούσε στο ότι αυτές οι ομάδες συχνά κατέληγαν σε therapy groups, στο ότι έθεταν τα ζητήματα από μια μερική σκοπιά και στο ότι κατέληγαν να κάνουν «συναισθηματική πολιτική», δεμένη στο άρμα μάλλον της εμπειρίας παρά της ανάλυσης και της θεωρίας.

Το βιβλίο ξεκινάει επισημαίνοντας το ρόλο και τη σημασία του γυναικείου κινήματος που έφερε στην επιφάνεια ακριβώς την σύνδεση προσωπικού-πολιτικού και πάρα πέρα έδειξε πως υπάρχει ένας ιδιαίτερος τόπος «πολιτικής», η προσωπική πολιτική. Το γυναικείο κίνημα αποτέλεσε τον φορέα που έφερε μέσα στην αντίληψη του πολιτικού, την ίδια την πραγ­ματικότητα των προσωπικών σχέσεων. Οι προσωπικές σχέσεις μεταβάλλονται πια σε αντικείμενο της πολιτι­κής μ' αυτή την νέα έννοια. Οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι πολιτικές σχέσεις.

Η πολιτική της οικογένειας είναι πραγματική. Σπάει η παλιά διχοτόμηση προσωπικού-πολιτικού που χαρακτήριζε το παλιό εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Δεν είναι τυχαίο πως ήταν το γυναικείο κίνημα που αποτέλεσε το φορέα αυτής της αντίληψης. Οι γυναίκες όντας περιορισμένες ατό χώρο του «προσωπικού» ήταν εκείνες που πρώτες μπορούσαν να βάλουν σε αμφισβήτηση το διαχωρι­σμό και τον ουσιαστικό υποβιβασμό τους.

Στη συνέχεια η αμφισβήτηση δεν έμεινε μόνο στο χώρο της σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα, επεκτάθηκε στο σύνολο των προσωπικών σχέσεων των ανθρώπων. Είναι προφανές, από την στιγμή και πέρα που το κεφάλαιο περνάει από την «τυπική υπαγωγή» των ανθρώπινων σχέσεων στο σύνολο τους, στην «ουσιαστική υπαγωγή» στην αξιοποιητική σχέση ο χώρος του προσωπικού-πολιτικού θα επεκτείνεται αδιάκοπα. Γιατί το κεφάλαιο εκκινώντας από το εργοστάσιο, την αξιοποιητική σχέση στο χώρο της παραγωγής, στην αρχή υποτάσ­σει «τυπικά» την υπόλοιπη ζωή των ανθρώπων κάτω από την κυριαρχία του. Όσο όμως διευρύνεται η κυριαρχία του εμπο­ρεύματος τότε η αξιοποιητική σχέση περνάει άμεσα μέσα στις παλιές «προσωπικές» ή «κοινωνικές» σχέσεις.

Ο χώρος του προσωπικού γίνεται χώρος αξιοποίη­σης τον κεφαλαίου. Υγεία, εκπαίδευση, οικογένεια μπαί­νουν στην σφαίρα της ουσιαστικής υπαγωγής στο κεφάλαιο. Αυτόματα λοιπόν μεταβάλλονται σε χώρους «πολιτικούς». Σε χώρους που διέπονται από την πάλη.

Αυτή η εισβολή του προσωπικού στην πολιτική, ή το αντί­στροφο, ενώ οδήγησε στην υποχώρηση του παλιού τρόπου πολιτικής ιδιαίτερα στους χώρους της άκρας αριστεράς και των πρωτοποριών είχε σαν συνέπεια μια νέα σύγχυση, σύγχυση που έχει διαπεράσει όλο το νέο κίνημα και έχει βιωθεί με τρόπο προσωπικό και συχνά τραγικό.

Αυτή η σύγχυση μπορεί να πάρει δύο δρόμους, διαμετρικά αντίθετους εξωτερικά, που όμως έχουν μια κοινή αφετηρία, την ταύτιση του ενός με το άλλο. Μια και το προσωπικό είναι πολιτικό, εύκολα μπορεί να γίνει το άλμα: Είτε ιδιωτικοποίηση της πολιτικής, δηλαδή ενασχόληση μόνο με τα προ­σωπικά ζητήματα σε ιδιωτικό επίπεδο, που μια και έχουν ανα­χθεί σε «πολιτικά» αρκούν για να ισχυριζόμαστε ότι «κάνου­με» πολιτική, επειδή προσπαθούμε να λύσουμε με «ορθό τρόπο», «πολιτικά», τα προσωπικά μας προβλήματα είτε το αντίθετο. Και αυτό είναι το πιο συνηθισμένο στους χώρους των πολιτικά ενταγμένων και των πρωτοποριών, η προσπά­θεια λύσης των προσωπικών ζητημάτων «πολιτικά», δηλαδή δημόσια.

Αναγωγή του ιδιωτικού σε δημόσιο. Σύμφωνα μ' αυτή τη λογική, που πολλοί την έχουμε ζήσει λίγο-πολύ, «μια και τα προσωπικά ζητήματα είναι «σε τελική ανά­λυση» πολιτικά», δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να παρέμβουμε για λύση τους σε ένα προσωπικό-ιδιωτικό πεδίο, αλλά θα πρέπει να τα ανάγουμε στο γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο και εκεί να προσπαθούμε να τα λύσουμε, και αν δεν ξεπερνιούνται και εκεί- όπως συμβαίνει πάντα - να τα μεταθέτουμε σε έναν άλλο «υπερβατικό» κόσμο, «μετά την επανάσταση».

Μια τέτοια λογική ταύτισης όμως ξεχνάει, τόσο από την μια όσο και από την άλλη πλευρά, πως οι δύο αυτές σφαίρες, η σφαίρα του ιδιωτικού και του πολιτικού δεν είναι ταυτόσημες ούτε αναγώγιμες η μια στην άλλη. Πρόκειται για μια σύγχυση που ο Κόλμαν προσπαθεί να επισημάνει μέσα από τη χρησι­μοποίηση δύο διαφορετικών όρων για την πολιτική. Από την μια η κοινωνική πολιτική, η πολιτική που αφορά τις μεγάλες σχέσεις, τη δημόσια ζωή, κι από την άλλη το προσωπικό-πολιτικό, δηλαδή η πολιτική των προσωπικών σχέσεων. Ενώ λοιπόν είναι απόλυτα σωστό ότι η ταξική πάλη, η πολιτική, υπερκαθορίζει την προσωπική ζωή, από την άλλη δεν είναι δυνατό, συγχέοντας την έννοια της πολιτικής με την κοινωνική πολιτική, την πολιτική στο δημόσιο χώρο, να ξεχνάμε πως η πολιτική στο προσωπικό επίπεδο διέπεται από άλλους νόμους και κανόνες, ότι αναφέρεται σε μια παρέμβαση που μπορεί και πρέπει να είναι προσωπική. Δια­φορετικά θα εγκαταλείπαμε το προσωπικό εντελώς — και μήπως δεν το έκαναν για αρκετά χρόνια κάποιοι από μας, ή το κάνουν ακόμα και σήμερα με την προσδοκία ότι η «συνο­λική αλλαγή της κοινωνίας» θα «επιτρέψει» και την λύση των προσωπικών προβλημάτων. Έτσι μετά από ένα ορισμένο διάστημα - και μάλιστα σε εποχές που δεν χαρακτηρίζονται από έντονη έκρηξη του δημόσιου στοιχείου, όπως είναι π.χ. οι επαναστατικές περίοδοι — η εγκατάλειψη του πολιτικού-προσωπικού και το αποκλειστικό βάρος στην κοινωνική πολιτική έχει σαν συνέπεια όχι μόνο μια δραματική και αποοτε-γνωμένη ιδιωτική ζωή, αλλά ταυτόχρονα και μια γκετοποιημένη και εξωπραγματική κοινωνική πολιτική.

Όταν λέμε πως το προσωπικό είναι πολιτικό, εννοούμε μια παρέμβαση στο προσωπικό επίπεδο διαφορετικού τύπου από το δημόσιο: η πολιτική των προσωπικών σχέσεων έχει σαν πεδίο εφαρμογής το προσωπικό, το ιδιωτικό.

Πρόκειται βέβαια για μια πολιτική και ταξική ανάλυση του εαυτού μας και των διαπροσωπικών του σχέσεων, που όμως δεν ανάγεται διαρκώς στο κοινωνικό-πολιτικό. Η έννοια της προσωπικής-πολιτικής θεμελιώνει μια άλλη σφαίρα της «πο­λιτικής». Θεμελιώνει μια ενασχόληση και παρέμβαση στο πεδίο του προσωπικού, των διαπροσωπικών σχέσεων, παρέμβαση που από ένα πεδίο και μετά μπορεί να οδηγήσει μέσα από την γενίκευση στην θεμελίωση «νέων» τομέων της κοινωνικής πολιτικής, τομέων δηλαδή που ασχολούνται με τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Αυτή είναι μια άλλη σύγχυση που θα πρέπει να αποφεύ­γουμε. Η παρέμβαση στο πεδίο τον ιδιωτικού δεν σημαίνει πως τα προβλήματα των διαπροσωπικών σχέσεων λύνονται μόνο στο ιδιωτικό πεδίο, στο πεδίο των άμεσων διαπροσωπικών σχέσεων. Όπως αναφέ­ραμε ήδη η εισβολή του κεφαλαίου στο χώρο των διαπροσω­πικών σχέσεων οδηγώντας στην «ουσιαστική υπαγωγή» δημιουργεί νέους τύπους και θεματικές της κοινωνικής πολι­τικής, τα «νέα κοινωνικά κινήματα», γυναικών, ομοφυλόφι­λων, νέων, οικολογίας κλπ., κινήματα που στηρίζονται στην γενίκευση από την πλευρά του κεφαλαίου κάποιων στοι­χείων των διαπροσωπικών σχέσεων και την μεταβολή τους σε θέματα της κοινωνικής πολιτικής.

Έτσι λοιπόν μπορούμε πια να επισημάνουμε με μεγαλύ­τερη ακρίβεια το θέμα μας: η παρέμβαση στο επίπεδο των ατομικών προσωπικών σχέσεων δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την κοινωνική πολιτική, ούτε με την γενίκευση σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής των θεματικών της προσωπι­κής ζωής.

Αυτή τελικά είναι η θέση του συγγραφέα. Η λύση δεν βρίσκεται στην αναγωγή, στην υποταγή του ενός — πολιτικού ή προσωπικού, δημόσιου ή ιδιωτικού - στο άλλο, αλλά παράλληλα με την διαπίδυση στοιχείων του ενός στο άλλο, διατήρηση της αυτόνομης σφαίρας τους και ένα αδιάκοπο πέρασμα. Διαρκείς περιηγήσεις όπως λέει και ο συγγρα­φέας.

Διαρκείς περιηγήσεις στο χώρο του πολιτικού και του προσωπικού, του ιδιωτικού και του δημό­σιου. Αυτή είναι η κεντρική απάντηση που δίνει ο συγγρα­φέας στο ζήτημα. Και παραπέρα προχωράει σε ένα σύνολο από προτάσεις για την τόνωση της δημόσιας ζωής, το σπά­σιμο της απομόνωσης που δημιούργησε η σύγχρονη πόλη ανάμεσα στους ανθρώπους, την δημιουργία κυττάρων συμ­βίωσης, που θα τείνουν σε ένα άλλο επίπεδο να προσεγγί­σουν ιδιωτικό και δημόσιο, στο επίπεδο της «κοινότητας». Γιατί ο άνθρωπος αναζητάει αδιάκοπα την οικειότητα, το σπάσιμο της δημόσιας μοναξιάς, γι' αυτό χρειάζονται και κάποιοι «ενδιάμεσοι» θεσμοί μεσολάβησης, όπως είναι οι δημόσιοι χώροι συνεύρεσης των ανθρώπων, χώροι σαν τα παλιά καφενεία, τις παλιές πλατείες, τα παλιά θεάματα, τις μικρές ομάδες, τα στέκια που δημιουργούν ένα επίπεδο σχέσης ενδιάμεσο ανάμεσα στην στενή οικειότητα των προ­σωπικών σχέσεων και την απρόσωπη δημόσια σχέση των μεγάλων μαζών στις σύγχρονες μητροπόλεις.

Εκεί πρέπει να μπει το βάρος, σ' αυτό το ενδιάμεσο πεδίο ανά­μεσα στο προσωπικό και το απρόσωπο. Έτσι οι διαρκείς περιηγήσεις προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση δεν θα οδηγούν είτε στην υπερβολική επιμονή στο προσωπικό, είτε στον εγκλεισμό στο δημόσιο και την παγερή του επιση­μότητα.

Η επέκταση της μικρής ομάδας δουλειάς που σημαδεύει την σύγχρονη πραγματικότητα η επιμονή όλο και περισσό­τερων πολεοδόμων στην ανασύσταση της «γειτονιάς», για τη δημιουργία τέτοιων επιπέδων της δημόσιας ζωής που να μπορούν να αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, αποτελεί μια ένδειξη για το ότι οι άνθρωποι παίρνουν μια τέτοια κατεύθυνση. Μια κατεύ­θυνση «διαρκών περιηγήσεων» με συνδετικό κρίκο την μικρή ομάδα, τον μέσου μεγέθους δημόσιο χώρο που πρέ­πει να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς και κίνησης προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση και όχι βέβαια ένα νέο γκέτο.