ΤΟ PUNK ΚΑΙ ΤΟ “DO IT YOURSELF”

Οι ρίζες του D.I.Y. (πρόκειται για τα αρχικά των λέξεων “do it yourself”, που στα Αγγλικά σημαίνει “καν’ το μόνος σου”, αυτοοργανώσου) εντοπίζονται στις απαρχές του punk κινήματος.
Συγκεκριμένα, το punk εμφανίστηκε στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1976.
Επρόκειτο στην ουσία για μια πολυδιάστατη έκρηξη μουσικού και πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα.

Όσον αφορά τη μουσική διάσταση, το πρόταγμα του punk υπήρξε ευθύ και σαφές: “do it yourself”.
Για την ακρίβεια, το punk ήρθε ως απάντηση στα παρωχημένα μουσικά κατάλοιπα των 60’s και των 70’s, στο βιρτουόζικο παίξιμο, στα παρατεταμένα κιθαριστικά σόλο και εν γένει στην επαγγελματική, ραφιναρισμένη, “κυριλάτη” καλλιτεχνική παρουσία των “rock stars”. Μουσικά το punk δεν ήταν τίποτα από αυτά· ήταν χύμα, βίαιο, αλήτικο παίξιμο· ήταν άγρια γρατζουνίσματα στις κιθάρες και οργιώδη, άτσαλα ραπίσματα των drums, καθώς και κραυγές απόγνωσης.
Δεν ήταν ανάγκη να ανέχεται πλέον κανείς τη βαρετή αρτιότητα των κάθε λογής μουσικάντηδων. Μπορούσε να φτιάξει μόνος του τη μουσική του· και δε χρειαζόταν γνώση, παρά μόνο ένταση, συναίσθημα και οργή· και από οργή άλλο τίποτα…

Η οργή ήταν δεδομένη, καθώς γίνεται λόγος για μια περίοδο όπου ο συντηρητισμός κυριαρχεί στη βρετανική καθημερινότητα και η ανεργία μαστίζει τη νεολαία.
Η γέννηση του punk σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στις εν λόγω κοινωνικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως πολλοί θεωρούν το punk περισσότερο κοινωνικό κίνημα και λιγότερο μουσικό ρεύμα.

Σύντομα, λοιπόν, εμφανίζονται δεκάδες συγκροτήματα, αλλά και αλλόκοτες punk παρουσίες στους δρόμους του Λονδίνου. Ένας έντονος αντικομφορμισμός έρχεται ως αντίδραση στη συντηρητική κοινωνία της Αγγλίας: μαλλιά βαμμένα με φανταχτερά χρώματα, παραμάνες στα ρούχα, αλλά και στο σώμα, καρφιά, μανταλάκια, συνδετήρες· τα πάντα μπορούν να χρησιμεύσουν στο punk ντύσιμο.
Επίσης, πολλοί άνθρωποι πλαισιώνουν το κίνημα εκδίδοντας σχετικά fanzines, διοργανώνοντας συναυλίες, ζωγραφίζοντας αφίσες και φτιάχνοντας κολλάζ. Ο καθένας μπορεί να εκφραστεί και να δημιουργήσει, ακολουθώντας στην ουσία το “καν’ το μόνος σου” και αδιαφορώντας για τις καλλιτεχνικές νόρμες.

Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η καθοριστική συνεισφορά του punk:

Ο καθένας μπορεί να είναι μουσικός, καλλιτέχνης, μουσικοκριτικός, αρθρογράφος, στυλίστας, εικαστικός κτλ.

Το punk είναι αντίδραση· μουσικά και κοινωνικά.

Στην “αισθητική αρτιότητα” απαντά με “αισθητική ρύπανση”.

“Destroy”. “No future”. “Do it yourself”. “Do it your way”. “Anarchy”.

Στίχοι πολιτικοί, κοινωνικοί, ευαισθητοποιημένοι με τον τρόπο τους.
“Βρίζουμε τους Άγγλους επειδή τους αγαπάμε και δεν αντέχουμε να βλέπουμε να τους εκμεταλλεύονται”, δηλώνει ο Johnny Rotten τραγουδιστής της μουσικής τρομοκρατίας των Sex Pistols.

Όσον αφορά δε την ανεργία;
Την απάντηση δίνουν και πάλι οι Sex Pistols με ένα χαρακτηριστικό τους στίχο:
“I am a lazy sod” (“Είμαι τεμπέλαρος”)!

Το punk, όμως, όπως είπαμε ήταν έκρηξη και κράτησε λίγο.
Ουσιαστικά έξι μήνες διήρκησε η έντασή του.

Στις αρχές των 80’ s, όμως, εμφανίζεται η 2η γενιά του punk.
Βασικοί εκπρόσωποι οι Dead Kennedys στην Αμερική και οι Crass στην Αγγλία.

Σε αυτό το δεύτερο κύμα ο πολιτικός λόγος και η πολιτική στάση είναι πολύ πιο ευδιάκριτα. Η οργή αποκτά συνείδηση· σταματά να εξαντλείται σε εκκεντρικά ντυσίματα και συμπεριφορές.
Είναι η ώρα που το D.I.Y. αποκτά ακόμα πιο έντονα το χαρακτήρα μιας ανατρεπτικής αντικουλτούρας. Διαχέεται και σε άλλα είδη μουσικής, αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης και προσλαμβάνει πολιτικές διαστάσεις σε βαθμό που αρχίζει να αποτελεί συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αλλά και πρόταγμα για μια εναλλακτική κοινωνική οργάνωση.

Για παράδειγμα, οι Crass, εκτός από μουσικοί, είναι εικαστικοί, ποιητές, κινηματογραφιστές, αλλά και καταληψίες στέγης, χορτοφάγοι, φεμινιστές, οικολόγοι, αναρχικοί.
Το μότο τους είναι “Peace, Love and Anarchy”.
Δημιουργώντας κολλεκτίβα καταφέρνουν να μείνουν εκτός μουσικής βιομηχανίας διαχειριζόμενοι μόνοι το δημιουργικό τους έργο. Επίσης, βοηθούν κι άλλα μουσικά συγκροτήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ στηρίζουν πολιτικοκοινωνικά εγχειρήματα. Παίζουν σε καταλήψεις και σε κοινωνικά κέντρα και κάπως έτσι γεννιέται η “D.I.Y. κοινότητα” που διατηρείται μέχρι και σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο και η οποία διευρύνεται και εξελίσσεται συνεχώς.

Από τι ακριβώς αποτελείται η εν λόγω κοινότητα όμως;

“DO IT YOURSELF”
Χιλιάδες καταλήψεις στέγης, κοινωνικά κέντρα, εντελώς ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες, μουσικές κολλεκτίβες και συγκροτήματα, αλλά και κομίστες, θίασοι, ζογκλέρ, ακροβάτες, κινηματογραφικές ομάδες, αυτόνομοι καλλιτέχνες, “distros” (ανεξάρτητα δίκτυα διανομής, distroΤι διαφοροποιεί, λοιπόν, μια αυτοοργανωμένη από μια εμπορευματική συναυλία;

Στις αυτοοργανωμένες, αντιεμπορευματικές συναυλίες δεν υπάρχει υποχρεωτική είσοδος και δίνεται βαρύτητα στην ελεύθερη συνεισφορά. Δεν υπάρχουν χορηγοί, ούτε κάλυψη ή διαφήμιση από τα media, ούτε μπράβοι στην είσοδο. Σε περίπτωση δε που κάποιος ενδιαφέρεται να συνδιαμορφώσει το περιεχόμενο και τη στοχοθεσία της εκδήλωσης, έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους που την “τρέχουν” και μέσα από συλλογικές διαδικασίες συναποφασίζονται τα πάντα, στο βαθμό που υπάρχει ένα minimum συμφωνίας, το οποίο φυσικά εξαρτάται από το ποιόν των εκάστοτε υποκειμένων. Υπάρχει, δηλαδή, δυνατότητα συνδιοργάνωσης σε όλα τα επίπεδα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος που συγκεντρώνεται λογίζεται ούτως ή άλλως ως συνδιοργανωτής σε κάποιο βαθμό, μοιραζόμενος το κόστος και την ευθύνη της συναυλίας, είτε αφήνοντας κάτι στο “κουτί” στην είσοδο, είτε απλά σεβόμενος το χώρο· με την έννοια ότι δεν πετάει π.χ. τα κουτάκια από τις μπύρες στο πάτωμα (μιας και κάποιος θα πρέπει να τα μαζέψει μετά, κάποιος που σίγουρα δεν πληρώνεται γι’ αυτό) και γενικά σέβεται τις διαθέσεις και τους στόχους αυτών που “τρέχουν” τη συναυλία. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να καταργηθούν οι ρόλοι καλλιτέχνη-ακροατή, μαγαζάτορα-πελάτη, πομπού-δέκτη.

Αξίζει επιπλέον να αναφέρουμε ότι στο χώρο του D.I.Y., οι “καλλιτέχνες” αρνούνται συνήθως το ρόλο του καλλιτέχνη, μιας και θεωρούν ότι ο εν λόγω ρόλος αντιπροσωπεύει μια ελίτ της καπιταλιστικής κυριαρχίας και άρα ότι διαχωρίζει τους “ανώτερους-καλλιτέχνες” από τις “αλλοτριωμένες μάζες”.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι οι “καλλιτέχνες” της D.I.Y. σκηνής, αντιδρώντας σε λογικές ιεραρχίας, επιλέγουν συνήθως μια αντιεμπορευματική προσέγγιση, με την έννοια ότι δεν βιοπορίζονται από την τέχνη τους.

ΤΟ D.I.Y. ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ – ‘Η Η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ»
Επανερχόμενοι στο θέμα της δικτύωσης, οφείλουμε να αναφέρουμε πως η επαφή τέτοιων εγχειρημάτων προκύπτει συνήθως στο δρόμο -εκεί από όπου ανέκαθεν ξεκινούσαν οι κάθε λογής υποκουλτούρες, σε κινηματικές διαδικασίες, όπως διαδηλώσεις, forum και άλλες πολιτικές εκδηλώσεις.

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε πως το D.I.Y. είναι αναπόφευκτα πολιτικό, μιας και η πολιτική διάσταση αποτελεί ιστορικά και λογικά εγγενές του στοιχείο.
Συγκεκριμένα, οι λογικές του D.I.Y. έρχονται να συναντηθούν με τις αντίστοιχες της αυτοδιαχείρισης και της αυτοοργάνωσης· όχι μόνο για ετυμολογικούς λόγους, αλλά και για λόγους ουσίας.
Από μουσική άποψη, π.χ., το D.I.Y. αμφισβητεί τις καλλιτεχνικές αυθεντίες καθώς και τους πάσης φύσεως “ειδικούς”. Αρνείται κάθε μορφή ιεραρχίας και εκμεταλλευτικής διαμεσολάβησης στην έκφραση και γενικώς χαρακτηρίζεται από μια ελευθεριακή αντίληψη.
Οι συλλογικές διαδικασίες, οι αμεσοδημοκρατικές δομές, η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων και η ισοτιμία των απόψεων είναι κάποια αδιαπραγμάτευτα χαρακτηριστικά, συνδεδεμένα με τον αναπόσπαστο πολιτικό χαρακτήρα του D.I.Y.
Εξάλλου, η πορεία του μέσα στο χρόνο συνδέθηκε με κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, όπως αυτά για τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των κρατουμένων, των ζώων και με δράσεις ενάντια στο ρατσισμό και στον εθνικισμό.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως στην εν λόγω κοινότητα δε μπορούν να ανήκουν άτομα ή ομάδες με εξουσιαστικές τάσεις, καθώς η λογική του D.I.Y. είναι εκ των πραγμάτων αντιεξουσιαστική. Το γεγονός αυτό, εξάλλου, μπορεί να διαγνωσθεί όχι μόνο στη στάση, αλλά και στο λόγο των “καλλιτεχνών” που “ανήκουν” σε αυτό το “χώρο” (επί παραδείγματι στο στίχο των συγκροτημάτων).

Έγινε παραπάνω λόγος για “εναλλακτική κοινωνική οργάνωση”.
Ας σταθούμε λιγάκι σ’ αυτό.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το D.I.Y. προβάλλει ως πρόταγμα την κολλεκτιβοποίηση. Δηλαδή, τη δυνατότητα αυτοδιαχείρισης του δημιουργικού έργου.
Συγκεκριμένα, αυτό που επιχειρείται (και κατορθώνεται) από την εν λόγω κοινότητα θα μπορούσε να αποτελεί καθημερινή λειτουργία σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας:
Οριζόντια δόμηση των κοινωνικών σχέσεων βασισμένων στην άμεση δημοκρατία. Απουσία ιεραρχικών κι εκμεταλλευτικών σχέσεων. Απουσία κάθε λογής μεσαζόντων και διαμεσολαβητών· είτε πολιτικών, είτε μάνατζερ!
Σχέσεις ανθρώπινες, ουσιαστικές βασισμένες στην άμεση επαφή. Προσωπική εμπειρία και όχι τηλεοπτική καθημερινότητα. Κοινωνία της πραγματικότητας και όχι του θεάματος. Ελεύθερη δημιουργία και όχι εμπορευματοποίηση.

Αυτό που μοιάζει ουτοπικό γίνεται πράξη· από τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή μέχρι τα απανταχού κατειλημμένα σπίτια.

ΤΟ D.I.Y. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η αυτοοργανωμένη μουσική σκηνή εκτείνεται από τη Βραζιλία ως την Ιαπωνία και από τις Η.Π.Α. και τον Καναδά μέχρι χώρες της Αφρικής και την Ευρώπη.

Όσον αφορά την Ελλάδα, το D.I.Y. άρχισε να διαμορφώνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες punk φιγούρες και μπάντες, και συνδέθηκε έντονα με το εγχώριο κίνημα των καταλήψεων στέγης.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί, εν προκειμένω, είναι ότι το punk δεν εισήχθη ως μόδα από το εξωτερικό, αλλά ότι γεννήθηκε ξανά, αποκτώντας τα δικά του χαρακτηριστικά, μουσικά και κοινωνικά.
Αυτό που θα μπορούσε κάποιος να πει σχετικά με τον ήχο των ελληνικών punk συγκροτημάτων καταρχήν -από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μέχρι και σήμερα σε ένα βαθμό, είναι ότι υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες σε σύγκριση με τον κλασσικό punk ήχο της πρώτης γενιάς του Λονδίνου. Πρόκειται για πιο βαρύ και σκοτεινό ήχο, περισσότερο μελαγχολικό και λιγότερο rock 'n' roll.
Εννοείται ότι η επιρροή της βρετανικής punk σκηνής και συγκεκριμένα περισσότερο της δεύτερης γενιάς και του λεγόμενου post-punk ρεύματος είναι υπαρκτή. Αυτό που φαίνεται επίσης να επηρέασε τον ήχο και το στίχο της εγχώριας σκηνής –και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα- είναι οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής.

Το punk στην Ελλάδα, όπως και στο εξωτερικό εξάλλου, ήταν υποκουλτούρα της νεολαίας της εργατικής τάξης. Ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί με τα αδιέξοδα της ζωής στη μητρόπολη και να προσλάβει ένα “μηδενιστικό” χαρακτήρα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα των πρώτων ελληνικών punk συγκροτημάτων, προς επίρρωση του παραπάνω ισχυρισμού: Κοινωνικά Απόβλητα, Αδιέξοδο, Αντί, Αντίδραση, Αρνητική Στάση, Γενιά του Χάους, Γκούλαγκ.
Η μουσική συλλογή “Διατάραξη Κοινής Ησυχίας”, εξάλλου, που περιέχει τραγούδια των συγκροτημάτων της εποχής, θαρρώ πως αποτελεί ένα πολύ κατατοπιστικό δείγμα, μουσικά και στιχουργικά, ικανό να αναδείξει το κλίμα που επικρατούσε στη σκηνή και το οποίο κλίμα ασφαλώς τελούσε σε μια σχέση συνάρτησης με τις κοινωνικές συνθήκες.

Παραθέτω, λοιπόν, κάποιους στίχους από την εν λόγω συλλογή και μάλιστα από ένα τραγούδι που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή:

“Mπασταρδοκρατία”
(Στίχοι, μουσική: Γενιά του Χάους)

Δικαιώματα που ξέρατε τώρα δεν υπάρχουν
Υπάρχει μια σκατοζωή και μια τυφλή υπακοή
Με την εκμετάλλευση και τον ηλίθιο φόβο
Οι μαλάκες αρχηγοί σου γαμάνε την ψυχή

Δεν είναι δημοκρατία, δεν είναι ελευθερία
Είναι μόνο μία μπασταρδοκρατία

Παντού λογοκρισία και βρώμικες παγίδες
Συνέχεια σε ελέγχουν ακόμα κι όταν φτύνεις
Ψέματα σου λένε για αγάπη και ειρήνη
Και στο φαΐ σου ρίχνουνε μισό κιλό στρυχνίνη

Ως πότε θα ανεχόμαστε στη μάπα να μας φτύνουν
Και θα τους αφήνουμε το μέλλον μας να σβήνουν;
Συνέχεια μας κτυπούν στις φυλακές μας ρίχνουν
Μα ότι και να κάνουν το στόμα δε μας κλείνουν. Ποτέ!

Για ποια ελευθερία μιλάμε;
Για ποια δημοκρατία μιλάμε;
Εμείς μιλάμε μόνο για μια μπασταρδοκρατία.

Η συγκεκριμένη σκηνή, όπως γίνεται αντιληπτό, είχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με το αντιεξουσιαστικό κίνημα στην Ελλάδα. Οι παραπάνω μπάντες συχνά έπαιζαν σε εκδηλώσεις κατά του στρατού, οικονομικής ενίσχυσης πολιτικών κρατουμένων και σε άλλες πολιτικές εκδηλώσεις.

ΤΟ D.I.Y. ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Εντωμεταξύ, στα τέλη της δεκαετίας γνωρίζει άνθηση το κίνημα των καταλήψεων στέγης και κάπου εκεί αρχίζουμε να μιλάμε για το D.I.Y. στην Ελλάδα.
Στις 21 Οκτώβρη 1989, μια παρέα πάνκηδων καταλαμβάνει το κτίριο νούμερο 56 επί της Λεωφόρου Αμαλίας (νυν Ίδρυμα Ωνάση) ακριβώς με το σκεπτικό ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας δικός τους χώρος, όπου να μπορούν να στήνουν συναυλίες. Έτσι, γεννιέται η κατάληψη Villa Amalias, η οποία, όμως, αλλάζει σύντομα διεύθυνση λόγω εκκένωσης του κτιρίου από τις αστυνομικές δυνάμεις και μεταφέρεται στις 2 Μαρτίου του 1990 στο σπίτι της γωνίας Αχαρνών και Χέυδεν, όπου στεγάζεται μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για ένα χώρο όχι μόνο για συναυλίες, θεατρικά και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά ταυτόχρονα για ένα χώρο έντονα πολιτικό, στον οποίο διαμορφώνεται σταδιακά μια ολόκληρη ανταγωνιστική κουλτούρα και ο οποίος έχει συμπληρώσει αισίως 16 χρόνια ενεργούς παρουσίας.
Ταυτόχρονα, παρόμοιες κινήσεις γίνονται και σε άλλα σημεία της πόλης, αλλά και της Ελλάδας. Η Villa Βαρβάρα, στην πλατεία Κουλέ Καφέ στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης (3 Ιανουαρίου 1994 – 23 Απριλίου 1998, οπότε το κτίριο εκκενώνεται από τις αστυνομικές δυνάμεις) αποτελεί ένα παρόμοιο εγχείρημα.
Η προσωπική επαφή και συνεργασία των καταληψιών έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δικτύου. Έτσι, οργανώνονται από κοινού συναυλίες, ενώ δημιουργείται και η D.I.Y. records, ένα κοινό, δηλαδή, ταμείο που σκοπό έχει την υποστήριξη αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων.

Ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν και η δεύτερη Διατάραξη, που κυκλοφορεί δέκα χρόνια περίπου μετά την πρώτη συλλογή. Η Διατάραξη οικιακής ειρήνης, όμως, βγαίνει μέσα σε διαφορετικές συνθήκες. Έτσι, ενώ η πρώτη είχε ένα έντονο punk χαρακτήρα, που έφερε όλα τα σημάδια της εν λόγω υποκουλτούρας, (αντικομφορμισμός, ζωή στο δρόμο, πολιτική ευαισθητοποίηση, βλ. εξάλλου και τον ενδεικτικό τίτλο Διατάραξη κοινής ησυχίας), η δεύτερη είχε πιο έντονη της αίσθηση του πολιτικού, κινηματικού στοιχείου, χωρίς βεβαίως να στερείται των γνωρισμάτων της πρώτης. Ο τίτλος της - Διατάραξη οικιακής ειρήνης- είναι ενδεικτικός άλλωστε, αφού είναι εμπνευσμένος από τη βασική κατηγορία που είχε απαγγελθεί εναντίον των κατοίκων της Villa Amalias μετά από την πρώτη εκκένωση του κτιρίου στις 27 Μαρτίου 1990 (για την οποία οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν αργότερα).

Σταδιακά, στον αντιεξουσιαστικό χώρο διαμορφώθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο (αντι)κουλτούρας μέσα στο οποίο εντάσσονταν η εν λόγω σκηνή. Η (αντι)κουλτούρα αυτή, που αποτελούσε θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας και δράσης κι όχι απλό συμπλήρωμα στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου, ήταν εμφανής τόσο στο επίπεδο των σχέσεων που αναπτύσσονταν (καθώς μιλάμε στην ουσία για μια ολόκληρη κοινότητα κι έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής), όσο και στο επίπεδο της τεχνοτροπίας (των αφισών, των εξωφύλλων των δίσκων, των κολλάζ, των fanzines) που χαρακτήριζε τη σκηνή.
Στο δίκτυο αυτό, εκτός από τα γκρουπ και τις καταλήψεις, υπήρχαν οι αυτόνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, όπως το ράδιο Ουτοπία και το ράδιο Κιβωτός στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι στήριζαν ποικιλοτρόπως τη σκηνή (π.χ. με την αυτοοργάνωση μουσικών φεστιβάλ στα 90’s, στα οποία μάλιστα συμμετείχε τόσο πολύς κόσμος, σε βαθμό που κάποια στιγμή οι “διοργανωτές” αποφάσισαν να τα σταματήσουν θεωρώντας πως τα εν λόγω φεστιβάλ είχαν χάσει το αρχικό τους νόημα, μετατρεπόμενα σε μια “εναλλακτική”, “ακίνδυνη” φάση).
Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιζαν και τα fanzines, ανεξάρτητα έντυπα (με χαβαλετζίδικους συχνά τίτλους, π.χ. το Παπάρι) που κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι και περιείχαν συνεντεύξεις των συγκροτημάτων, κριτικές δίσκων και συναυλιών, πολιτικά κείμενα, κόμιξ κ.α.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η κουλτούρα D.I.Y. αποτελούσε εξαρχής θεμελιώδες στοιχείο της λογικής του αντιεξουσιαστικού χώρου στην
Ελλάδα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά, ολόκληρη η παραγωγή βιβλίων περιοδικών, fanzines, αφισών, η διαμόρφωση και η συντήρηση των κατειλημμένων ή νοικιασμένων χώρων, το στήσιμο και ο χειρισμός των ραδιοφωνικών σταθμών, κ.α., γινόταν στη βάση αυτής της λογικής, ενάντια στη διαμεσολάβηση των παντός είδους «ειδικών», ξένων ως προς τα εν λόγω εγχειρήματα.

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Μιλώντας για το D.I.Y. στην Ελλάδα, οφείλουμε να αναφερθούμε στη διαφοροποίηση που υπήρξε από την αντίστοιχη σκηνή του εξωτερικού. Έτσι, ενώ παραπάνω είδαμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του πως λειτουργεί η σκηνή στο εξωτερικό, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε για τη σκηνή στην Ελλάδα είναι ότι η κατάσταση ήταν (και είναι) πιο “ριζοσπαστική”.

Και εξηγούμαστε.
Στην Ελλάδα το D.I.Y. δε σημαίνει απλά κολλεκτιβοποίηση στην παραγωγή και ανεξαρτησία στη διανομή. Το δημιουργικό έργο της μπάντας (επί παραδείγματι ο δίσκος της) σε καμιά περίπτωση δεν εκλαμβάνεται ως προϊόν.
Συνήθως, ο δίσκος (εν προκειμένω με την έννοια “δίσκος” αναφερόμαστε σε CD και όχι σε βινύλιο, που πλέον αποτελεί συλλεκτικό είδος) φέρει αντίτιμο αντίστοιχο του κόστους παραγωγής. Δηλαδή το αντίτιμο υπάρχει για την ενίσχυση της μπάντας (για να βγουν κάποια έξοδα και για τη στήριξη μελλοντικών εγχειρημάτων). Εξάλλου, στην πράξη πολλά CDs χαρίζονται μιας και μιλάμε ως επί το πλείστον για φιλικές, ανθρώπινες και όχι επαγγελματικές σχέσεις.

Παρόλα αυτά, αξίζει να αναφέρουμε πως πολλοί επιλέγουν να διανέμουν το CD τους χωρίς αντίτιμο, σε μια προσπάθεια πλήρους ακύρωσης των εμπορευματικών σχέσεων και της διαμεσολάβησης του χρήματος και προτάσσουν την ελεύθερη συνεισφορά (δηλαδή ο καθένας να δίνει ό,τι θέλει, ανάλογα με τις δυνατότητές του).

Αυτή η λογική της ελεύθερης συνεισφοράς αποτελεί τη βασική πρακτική που ακολουθείται άλλωστε και στις εγχώριες αυτοοργανωμένες συναυλίες.
Αντιθέτως, στο εξωτερικό οι αυτοοργανωμένες συναυλίες συνήθως έχουν είσοδο και οι δίσκοι αντίτιμο μεγαλύτερο του κόστους, σε σημείο που πολλές φορές οι μπάντες βιοπορίζονται από αυτό.

Θαρρώ πως αυτές οι διαφορές και συγκεκριμένα η αυστηρή αντιεμπορευματική προσέγγιση που επιχειρείται στην Ελλάδα και η επιλογή των συγκροτημάτων να μη βιοπορίζονται από τη μουσική τους
είναι αποτέλεσμα της έντονης σύνδεσης του D.I.Y. με το αντιεξουσιαστικό κίνημα και πιο ειδικά με την τάση απαξίωσης του ρόλου του καλλιτέχνη στην καπιταλιστική κοινωνία, ως ρόλου ανήκοντος στην ελίτ της κυριαρχίας.
Κατ' επέκταση τα D.I.Y. συγκροτήματα στην Ελλάδα (και τις περισσότερες φορές και στο εξωτερικό, ας μη γίνουμε και “D.I.Y. εθνικιστές”!), αποφεύγουν κάθε επαφή με το κέρδος, επιλέγοντας να βιοποριστούν από κάποια άλλη δουλειά (πάντα στα πλαίσια της όποιας “πολιτικής ορθότητας”), αρνούμενοι, τελικά, τον ρόλο του “καλλιτέχνη”.
Έτσι, επιδιώκεται μια κατάργηση του συγκεκριμένου ρόλου, με την έννοια που θέτει το ζήτημα και ο Hakim Bey:

“Ο καλλιτέχνης δεν είναι κάποιο ιδιαίτερο είδος ανθρώπου, αλλά κάθε άνθρωπος είναι κάποιου είδους καλλιτέχνης”.

Εξάλλου, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι (στους οποίους δε διστάζουμε να δηλώσουμε πως ανήκουμε κι εμείς) που επιλέγουν να κρατήσουν κάποια πράγματα (όπως τα τραγούδια τους) έξω από τις λογικές του κέρδους και του βιοπορισμού, γιατί έχουν αυτή την απατηλή (;) ελπίδα πως η αθωότητα δεν πέθανε ακόμη.

"Αλλιεύτηκε" από http://killthecat.gr/to_punk_kai_to_diy.doc