το τσάι

Η ΚΟΥΠΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ

Η κουλτούρα του τσαγιού ποικίλλει από Ανατολή σε Δύση. Διαφορετικοί μύθοι και ιστορίες συνοδεύουν τα αρώματα της «κούπας της οικουμένης». Το τσάι βοήθησε στην προσέγγιση Ανατολής και Δύσης, δυστυχώς, όμως, όχι με ισότιμους όρους.

Φύλλα τσαγιού πέφτουν τυχαία σ’ ένα δοχείο με βραστό νερό, στον κήπο του Κινέζου αυτοκράτορα Shen Nong. Κάπως έτσι ξεκίνησε η μακρά πορεία και εξέλιξη του αφεψήματος. Κατά τον 8ο αιώνα, το τσάι από φάρμακο γίνεται ρόφημα και περνά στη σφαίρα της ποίησης και της διασκέδασης. Η συνέχεια θέλει βουδιστές μοναχούς να μεταφέρουν το φυτό στην Ιαπωνία, όπου τον 15ο αιώνα το τσάι ανυψώνεται σε θρησκεία αισθητισμού, τον τεϊσμό. Δίνεται σημασία στην τελετουργία, στη λεπτομέρεια. Στην Ανατολή, η ιστορία του τσαγιού και οι μύθοι που το συνοδεύουν συμβολίζουν την απόλαυση του παρόντος, όλοι έχουν πρόσβαση στην ευχαρίστηση που προσφέρει το ρόφημα και γίνονται αριστοκράτες της γεύσης.
Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι, με την έλευσή τους, μετατρέπουν το φυτό σε εμπόρευμα και το ανυψώνουν σε σύμβολο εξουσίας. Αυτό ειδικά το σύμβολο εξουσίας πέταξαν στο λιμάνι της Βοστώνης οι άποικοι της Αμερικής, στα τέλη του 18ου αιώνα, για να διατρανώσουν την ανεξαρτησία τους από την Αγγλία. Στη Δύση, ως σύμβολο εξουσίας, το τσάι πρέπει να είναι ακριβό. Έτσι, στο Λονδίνο των αρχών του 18ου αιώνα, ένα κιλό τσάι κοστίζει όσο το μισό βδομαδιάτικο ενός ειδικευμένου εργάτη.

ΑΠΟΙΚΙΑΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

Το εμπόρευμα τσάι ανήκει στην κατηγορία «αποικιακό προϊόν», είτε αναφερόμαστε στην περίοδο της βρετανικής αυτοκρατορίας είτε στο σήμερα, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των εταιρειών. Στο μακρύ του ταξίδι, οι πιο επικερδείς σταθμοί ανήκουν, βέβαια, στα χέρια των πολυεθνικών, ενώ οι παραγωγοί, όπως πάντα, είναι αυτοί που κερδίζουν το ελάχιστο.

Οι τιμές καθορίζονται σε δημόσιους πλειστηριασμούς –με κυριότερο το χρηματιστήριο του τσαγιού του Λονδίνου– και επηρεάζονται από την ποιότητα, την προσφορά και τη ζήτηση του προϊόντος. Οι πλειστηριασμοί αυτοί μονοπωλούνται από τρεις-τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές, οι οποίες διαθέτουν και τις επικερδείς μονάδες επεξεργασίας για τη δημιουργία χαρμανιών και τη συσκευασία, διαδικασίες οι οποίες επιβαρύνουν την τελική τιμή του προϊόντος κατά περίπου 50%.

Η μεγαλύτερη πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία του προϊόντος είναι η Unilever (γνωστή επίσης από τα τρόφιμα, τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά κ.ά.), η οποία στον κόσμο του τσαγιού είναι γνωστή με τα ονόματα των δύο θυγατρικών της, Brooke Bond και Lipton. Η Unilever κατέχει 76.000 εκτάρια φυτειών, σε 13 χώρες του Νότου.

Το 60% της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού προέρχεται από την Ινδία και την Κίνα. Άλλες σημαντικές παραγωγοί χώρες είναι η Κένυα, η Σρι Λάνκα και η Ινδονησία. Η Ινδία και η Κίνα διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους για εσωτερική κατανάλωση, ενώ, αντίθετα, η Σρι Λάνκα και η Κένυα εξάγουν πάνω από το 90%.

Επειδή το τσάι διατηρείται για πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά τη συγκομιδή, η επεξεργασία του πρέπει να γίνεται αμέσως. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας βρίσκονται κοντά, αν όχι μέσα στις φυτείες.
Οι μικροί παραγωγοί, οι οποίοι δεν μπορούν να κατεργαστούν το τσάι μόνοι τους, είναι αναγκασμένοι να το πουλούν αμέσως, καθώς ο χρόνος μεταφοράς στις μονάδες επεξεργασίας έχει επιπτώσεις στην ποιότητα του τσαγιού, άρα και στην τιμή.

Οι συνθήκες εργασίας στις φυτείες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Γενικότερα, όμως, υπάρχει πλημμελής τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ώρες εργασίας και τον κατώτερο μισθό. Χειρότερη είναι η κατάσταση για τις γυναίκες, που απασχολούνται στη συγκομιδή, την πιο παραγωγική φάση μιας φυτείας: μισθοί χαμηλότεροι από των ανδρών, σεξουαλική εκμετάλλευση και, επιπλέον, δεν υπολογίζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, έστω κι αν αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής δύναμης. Οι συνθήκες εργασίας κατά κανόνα δεν είναι καλύτερες στις φυτείες των μικρών παραγωγών.

οι παραγωγοι και το δικτυο αλληλεγγυου εμποριου

Το τσάι είναι το κατεξοχήν σύμβολο της αποικιοκρατίας, σύνοψη της σχέσης πρώτου και τρίτου κόσμου.

Οι ιδιαιτερότητες της παραγωγικής διαδικασίας αφήνουν μικρά περιθώρια στις ομάδες αλληλέγγυου εμπορίου να διεμβολίσουν τις υπάρχουσες αποικιοκρατικές σχέσεις. Το τσάι καλλιεργείται κυρίως σε φυτείες που ανήκουν είτε σε ιδιωτικές εταιρείες, όπως στην περίπτωση της Ινδίας, είτε στο κράτος, όπως στην Ινδονησία και τη Σρι Λάνκα. Ελάχιστοι είναι οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί. Επιπλέον, η καλλιέργεια του τσαγιού απαιτεί μεγάλες εκτάσεις και πλήθος εργαζομένων, κυρίως στη συγκομιδή, αλλά και στις υπόλοιπες εργασίες. Τέλος, το προϊόν αγοράζεται κυρίως από τις μονάδες επεξεργασίας.

Σε αυτές τις συνθήκες, οι ομάδες αλληλέγγυου εμπορίου προσπαθούν να έρθουν σε συνεργασία με παραγωγούς που έχουν μικρές φυτείες και αξιολογούν τις συνθήκες ζωής και εργασίας σε αυτές, καθώς και τον τρόπο καλλιέργειας του φυτού. Επίσης, συνεργάζονται με μονάδες επεξεργασίας οι οποίες προσφέρουν κοινωνικό έργο.

Το τσάι που διακινούμε στον Σπόρο, μέσω του ιταλικού δικτύου αλληλέγγυου εμπορίου LiberoMondo και του γερμανικού El Puente, προέρχεται από το κίνημα των Adivasi της Ινδίας και από μικρούς συνεταιρισμούς καλλιέργειας και συγκομιδής οι οποίοι στη συνέχεια το δίνουν για επεξεργασία και διακίνηση σε εταιρίες που συνδέονται με το δίκτυο των οργανώσεων του αλληλέγγυου εμπορίου.

Στην Ινδία η λέξη Adivasi σημαίνει «πρώτοι κάτοικοι». Στο περίπλοκο κοινωνικό σύστημα της Ινδίας, ο όρος δεν αντιστοιχεί σε κάποια κάστα, αλλά περικλείει περίπου 84 εκ. κατοίκους της χώρας, διαφορών «φυλών», που θεωρούνται ως αυτόχθονες. Σημαντικοί πληθυσμοί των Adivasi παραμένουν μέχρι και σήμερα στις αρχέγονες εστίες τους, κυρίως σε δασώσεις και ορεινές περιοχές της χώρας, διατηρώντας βασικά στοιχεία της ιθαγενικής κουλτούρας, όπως ο κοινοτισμός και η ιδιαίτερη, άμεση σχέση με τη γη.

Το 1988, χιλιάδες Adivasi της δασώδους κοιλάδας Gudalur, στο κρατίδιο Τamil Nadu στο νότιο άκρο της χώρας, ενώθηκαν στο κίνημα Adivasi Munnetra Sangam (AMS), με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και την συλλογική ανάπτυξη. Σήμερα, το κίνημα έχει επιτύχει την αναγνώριση της κυριαρχίας των αυτοχθόνων στην γη τους, ενώ έχει δημιουργήσει σημαντικές υποδομές στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, που εξυπηρετούν τις 220 κοινότητες της περιοχής. Παράλληλα, αναπτύχθηκε ένα πρόγραμμα καλλιέργειας τσαγιού, στο οποίο συμμετέχουν σήμερα περίπου 400 οικογένειες, το οποίο προσφέρει τεχνική υποστήριξη και κοινές δομές συλλογής και εμπορίας. Το φυτό καλλιεργείται τόσο στις μικρές ιδιοκτησίες των παραγωγών, όσο και σε μια συλλογική φυτεία του κινήματος, όπου δοκιμάζονται και νέες καλλιέργειες. Η οργανωμένη διάθεση του τσαγιού στις τοπικές αγορές αλλά και σε δίκτυα αλληλέγγυου εμπορίου στο εξωτερικό, έχει δημιουργήσει καλύτερους οικονομικούς όρους, τόσο για τους παραγωγούς όσο και για το κίνημα συνολικά.

Το πράσινο τσάι παράγεται από τον συνεταιρισμό Minh Lap του Βιετνάμ. Ο συγκεκριμένος συνεταιρισμός αποτελείται από 27 παραγωγούς, εκ των οποίων 12 είναι γυναίκες, των φυλών Nung, Kinh και San Chi. Κάθε μέλος του συνεταιρισμού κατέχει από μισό έως ένα εκτάριο γης, στο 30-50% της οποίας καλλιεργείται το τσάι, ενώ στο υπόλοιπο κομμάτι ρύζι και λαχανικά για ιδία χρήση.

Ο συνεταιρισμός Heidvelt Cooperative από τη Νότια Αφρική, με 26 μέλη (20 άνδρες και 6 γυναίκες), προωθεί τη βιολογική καλλιέργεια του rooibos και την ανάπτυξη των αγροτικών κοινοτήτων που το παράγουν, στην περιφέρεια του Κέιπ Τάουν.

Το μαύρο τσάι έρχεται από τον κίνημα των Adivasi και την εταιρεία Tatepa από την Τανζανία. Η Tatepa αποτελείται από δύο ιδιωτικές εταιρείες, στις οποίες εμπλέκονται περίπου 17.000 εργαζόμενοι, παραγωγοί τσαγιού και μικροϊδιοκτήτες γης, οι εκτάσεις των οποίων βρίσκονται σε ακτίνα 60 χιλιομέτρων από τις δύο μονάδες επεξεργασίας. Η εταιρεία Kibena Tea Limited καλλιεργεί, συλλέγει και επεξεργάζεται το τσάι. Οι εργαζόμενοι αμείβονται με μισθούς υψηλότερους του μέσου όρου άλλων εταιρειών, άνδρες και γυναίκες υπόκεινται σε ίση μεταχείριση, ενώ διαθέτουν ταμείο πρόνοιας σε περίπτωση ασθένειας ή συνταξιοδότησης, κέντρο πρώτων βοηθειών σε περίπτωση ατυχήματος και, επιπλέον, δύο παιδικούς σταθμούς, καθώς και μικρές εκτάσεις γης όπου καλλιεργόύν φρούτα και λαχανικά για τις ανάγκες των οικογενειών τους.

Η δεύτερη εταιρεία, η Wakulima Tea Company, διαθέτει εγκαταστάσεις επεξεργασίας τσαγιού και συνεργάζεται με 14.000 μικροπαραγωγούς, στους οποίους ανήκει το 20% της εταιρείας, επομένως το εισόδημά τους εξαρτάται άμεσα από τη δραστηριότητά της.

Το πλεόνασμα από το δίκτυο του δίκαιου εμπορίου καταλήγει στις οικογένειες των παραγωγών και των εργαζομένων, οι οποίοι και αποφασίζουν για το πώς θα το χρησιμοποιήσουν. Το 2003, για παράδειγμα, διατέθηκε για την κατασκευή ενός σχολείου και για την αγορά υλικού διδασκαλίας.

ΤΟ ΦΥΤΟ

Το τσάι είναι 100% φυσικό προϊόν. Όλες οι ποικιλίες (μαύρο, πράσινο, oolong, λευκό) παράγονται από τα φύλλα της Camellia sinensis, ωστόσο, ανάλογα με τον τρόπο επεξεργασίας τους, είναι διαφορετικές. Η Camellia sinensis είναι αειθαλές φυτό με λευκά άνθη που ευδοκιμεί σε ημιτροπικά κλίματα. Φτάνει μέχρι και τα 10 μέτρα ύψος και μπορεί να παράγει τσάι μέχρι και 100 χρόνια.
Η πιο διαδεδομένη ποικιλία στη Δύση είναι εκείνη του μαύρου τσαγιού, που προέρχεται από τη μακρά ζύμωση των φύλλων και δίνει ένα δυνατό ρόφημα με έντονη γεύση.

Αν, αντίθετα, τα φύλλα δεν υποστούν ζύμωση αλλά αφεθούν να αποξηρανθούν αμέσως μετά τη συλλογή τους, τότε μας δίνουν το πράσινο τσάι, που είναι πιο ελαφρύ, διακριτικά αρωματισμένο και πίνεται κάθε στιγμή της ημέρας, αφού περιέχει μικρότερη ποσότητα τεΐνης. Η τεΐνη διαλύεται με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι η καφεΐνη, κι έτσι δρα λιγότερο διεγερτικά και πιο ήπια στον οργανισμό.
Το πράσινο τσάι έχει ελαφρώς μεγαλύτερη περιεκτικότητα ενεργών συστατικών και αντιοξειδωτικών σε σχέση με το μαύρο και θεωρείται ότι προσφέρει στον οργανισμό ευεξία και φυσική προστασία από τον καρκίνο. Το τσάι περιέχει, επίσης, φθόριο που προστατεύευ τα δόντια, τανίνες που βοηθούν τη χώνεψη, μαγκάνιο και βιταμίνες.

Το rooibos, το οποίο μοιάζει με το τσάι, έχει υποστεί πολύ μικρή ζύμωση και έχει τα χαρακτηριστικά του πράσινου τσαγιού.